Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ είμι πουλύ γινατωμένος. ΄Ηρθαν ο Γκουντίνος μι το Μίχου κι μ΄είπαν να πάμι αντάμα σι καένα ριάλιτυ, να βγάλουμι παράδες. Είπαμι να πάμι αντάμα, να βοηθάει ο ένας τον άλλον κι όποιος κερδίσ΄, θα μοιράσουμι ίσια κι ίσια τ’ς παράδις απ΄ θα μας δώκουν.
Πήγι ο Γκουντίνος στο Λία το γραμματκό, έφκιασι τα χαρτιά κι τα στειλι. Θα πάηναμι σ΄ ένα ριάλιτυ απού το λεν μπίγκ σίστερ κι το παρουσίαζι ένας που τον ήλιγαν Αντρέα Τσούτσαλο. Ιγώ δεν ήξιρα τι θα φκιάσουμι ικεί, γιατί άμα ήξιρα, δε θα πάηνα.
Πήγαμι πρώτα να μας ειηδούν. Πήρα τ΄ν κλούτσα μ΄ κι το ταλαγάν΄, καβαλίκεψα κι τον Ψαρρή κι κίντσαμι οι τρεις μας για να μας ειηδούν κι να μας ξιδιαλέξουν.
Μαζώχκαμι σε έναν τόπο σαν τρανό αλών΄ κι μας είπαν ότι θα μας περάσουν από κόσκ΄νο κι όσ΄απομείνουν θα παν στο παιχνίδ΄.
Ο Γκουντίνος μι το Μίχου δεν πέρασαν. Ημένα σα μ΄είηδι ου Αντρέας ο Τσούτσαλους μι το ταλαγάν΄ κι τ΄ν κλούτσα, είπι: «Αυτόν τον θέλω» κι μι πήρι στο πιχνίδ΄. ΄
Σέφκαμι σ΄ ένα θηρίο σπίτ΄. Ικεί μας είπαν ότι θα να χει κάμερες παντού κι θα μας δείχνουν. Ρώτσα: «κι στα χαλέδια»; Κι στα χαλέδια μ΄ είπαν. Είπα θα σφιχτώ, ώσπου να σώσ΄ το πιχνίδ΄. Που να ξέρω ιγώ, ότι αυτό μπορεί να κρατήσ΄ μήνις;
Μας είχαν αντάμα βαλμέν΄, σερνκοί – θηλκοί, να κάουμι ότ΄ θέλουμι, μόνι να ξέρουμι ότι θα μας δείχν΄όλ΄ τ΄ν ώρα η τηλιόρασ΄. Δε μ΄άρισι αυτό. Τηρούσα λόϋρα κι δε μι φαίνταν κι καένας από τα’ς αλλ’νούς σόϊ. Το ίδιο μπορεί να λιγαν κι οι άλλ΄ για τ΄εμένα, όπως μ΄ ήγλιπαν μι τ΄ν κλούτσα κι το ταλαγάν.
Ύστιρα από λίγο ήρθι ο Τσούτσαλος. Μι τσάκουσι στ΄ν άκρα κι μ΄ είπι: «Τ΄γλέψ΄ αυτήν για που σι τηράει»; «Τ΄ γλέπω», τουν είπα. «Θα κάμς ότι σ΄ αρέζ΄», μ΄είπιν. Τον είπα: «Δε μ΄αρέζ΄, τουν είπα. Ιγώ έχω μπάμπου κι δε μι νοιάζ΄ καν΄ καμιάν άλλ΄». Καλά μ΄είπι, αλλά δε βοηθάς το πιχνίδ΄ έτς. Ο κόσμος τέτοια θέλ΄ να γλέπ΄. Τουν είπα: «κι τι θα λεν τα πιδούλια απού μας γλέπουν; Τι παράδειγμα δίνουμι»; Ο κόσμος αυτά θέλ΄ να γλέπ΄ μ΄ είπι ξανά. Τον είπα, ότι παληά αυτά δεν τα θελε ο κόσμος, αλλά εσείς απού τον εμαθέτι σ΄ αυτά, τον εκαμέτι έτς. Συλλοϊάσκι λίγο κι μ΄είπιν ότι στ΄ν ψηφοφορία απού θα γεν τ΄ν Τετράδ΄, θα μι διώξ΄. «Δε μι νοιάζ΄»,τον είπα. Ο Ψαρρής καητιράει απ΄ όξω δεμένος. Πολύ γινάτωσα μι τ΄αυτόν, αλλά δεν είπα τίποτας. Τ΄ το φύλαγα όμως!
Ήρθι τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα κι μ΄είπι να μαλώσω μι έναν, για να μας γλέπ΄ ο κόσμος, πως τρωγομέστι σαν τα πετνάρια. Τον είπα ότι αυτός απ΄ θα μαλώσω, θα μι πάει στο δικαστήριο. Ιδώ, μ΄είπιν, θα μαλώντς μ΄όποιον θέλτς, κι θα σας βάλω ιγώ να μαλώντι επίτηδες στα ψέμματα, για να χουμι ακροαματικότητα. «Κι θα τα γλέπ΄ κι αυτά ο κοσμάκ΄ς»; τον ρώτσα. «Αυτά θέλ΄ ο κόσμος», μ΄είπι. Ου κόσμους δε θέλ΄ αυτά τουν είπα. Από τα τότι όμως που χήρσι να τηράει ισάς, τον εκαμέτι σαν τα μούτρα σας. Κι τον ρώτσα: «Τουλάϊστον μπορώ κόμα να μαλώσω μι όποιον θέλου»; Μπορείς, μ΄είπιν. Σιούκουσα τ΄ν κρανιά κι τον περίλαβα. Τον έκαμα εκατό οκάδες. Ήρθαν κι τον πήραν στο σάϊσμα. Μ΄έδιωξαν από το πιχνίδ΄, αλλά πολύ το ευχαριστήθκα!!! Α μα κι τι!!!!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης