Κείμενο που γράφτηκε για να εκφωνεί από στήθους στο επιστημονικό συνέδριο Αιανή (Κάλιανη) και περίχωρα: Ιστορία από τα κάτω που οργάνωσε το Σχολείο του Λαού στην Αίθουσα Τέχνης του Πνευματικού Κέντρου Αιανής Κοζάνης την 26η Απριλίου 2014.
Η ανακοίνωση σχετίζεται με τη συνοίκιση της Κάλιανης όπως ονομαζόταν μέχρι τη μετατροπή της πριν από 80 περίπου χρόνια η Αιανή, ο οικισμός όπου είμαστε αυτή τη στιγμή. Εκκινεί από την προϊστορία και φθάνει μέχρι σήμερα, εποχή που επιπολάζει η ανθρωπορραγία του χωριού. Πρόκειται για ένα ευρύτατο χρονικό πλαίσιο η σκιαγράφηση του οποίου βασίζεται σε ελάχιστα κάποτε κι αποσπασματικά στοιχεία.
Όμως η έλλειψη ικανού αριθμού τεκμηρίων, ιδιαίτερα για τις απαρχές του οικισμού, από το ένα μόνο μέρος δυσκολεύει τον ιστορικό, διότι από το άλλο τον ελευθερώνει από τις φανερές ή λανθάνουσες επιρροές τους.
Για το θέμα έχουν γραφεί διάφορα έντυπα, βιβλία ή κείμενα στον ηλεκτρονικό τύπο από ερευνητές διαφόρων σπουδών και ειδικοτήτων, αρχαιολόγους π.χ. όπως οι παρούσες κυρίες Χονδρογιάννη και Ζιώτα που ασχολήθηκαν με το προϊστορικό παρελθόν της περιοχής. Το έργο όμως που συγκεφαλαιώνει όλα ως προς την έκταση και τον πλούτο των πληροφοριών είναι η Αιανή του Κωνσταντίνου Σιαμπανόπουλου, επίμονου λάτρη της παράδοσης κι αδιάφθορου σε οικονομικά κελεύσματα. Στον άνθρωπο αυτόν οφείλουμε έναν ανδριάντα κι όχι μια απλή προτομή.
Εκτός των γραπτών πηγών ο προς εξέτασιν τόπος γνώρισε αμέτρητες επισκέψεις, καθώς ο γράφων γεννήθηκε κι ανδρώθηκε στην Αιανή, είτε μόνος είτε συνοδευόμενος από ηλικιωμένους οι αφηγήσεις των οποίων καταγράφονταν.
Τη συγκέντρωση των πηγών, πρώτο απαραίτητο χρονοβόρο κι όχι πάντα εύκολο βήμα, ακολούθησε βαθιά μελέτη. Οι απόψεις εκάστου συγγραφέα ή πληροφορητή κατατέθηκαν στη βάσανο της Ιστορίας. Άρχισε ο διάλογος μαζί τους κάτω από δύο μεταβλητές, την κριτική και τη συμπάθεια: σκληρή μεν εξέταση για ημαρτημένες παραδόσεις ή ερμηνείες, άπλετη όμως συμπάθεια για τον καταβληθέντα κόπο και την προσφορά τους.
Εν συνεχεία εισχώρησε στον καμβά η τόλμη και η φαντασία. Η πρώτη απεγκλωβίζει τον ερευνητή από τον ευνοϊκό ή δυσμενή καιρό του, η δεύτερη τον επιτρέπει να συνθέτει χωρίς ιδεοληψίες και υλικού τύπου προσβλέψεις.
Δεν αποβλέπει όποιος αγωνίζεται στον ευγενή στίβο της Ιστορίας διορισμούς μέσω της υπόταξης σε καλοπληρωμένες θέσεις ούτε φτιάχνει ιστορία για στενούς, ιδιωτικής μορφής, κύκλους. Φυσικά και το καθήκον του δεν είναι να ψιμυθιώνει την εικόνα της Ιστορίας μόνο και μόνο για την αισθητική της.
Σκοπός του είναι να προκαλέσει κρίσεις, να αποδομήσει το πεπερασμένο παρόν χρησιμοποιώντας και το παρελθόν. Να προσφέρει στο χειμαζόμενο λαό με την ιστορική αφήγηση, διότι όποιος αγνοεί το παρελθόν μπορεί να καταστεί δέσμιος αυτού του παρελθόντος. Δεσμώτης λ.χ. είναι σήμερα όποιος αγνοεί τις συχνότατες πολιτικές, κοινωνικές ή πνευματικές κυβιστήσεις ή τις δηλώσεις που ανατρέπονται εν μια νυκτί. Δέσμιος είναι όποιος θαυμάζει άνευ πρακτικής σημασίας ασκήσεις ηχηρών λέξεων κι αφηρημένων νοητικών σχημάτων.
Απολιθώματα ελεφάντων και δένδρων χαρτογραφούν από νωρίς τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής Αιανής. Οι πρώτοι άνθρωποι, σύμφωνα με επιφανειακά ή ανασκαφικά ευρήματα, κατοίκησαν σε παραποτάμιες θέσεις όπως ο Καραματσούκς, η Πουλιμίστρα (Πολεμίστρα στην αθηναϊκή νόρμα) και η Βέρβιρη (Βέρβερη). Και φυσικά πρώιμες κατοικίσεις συναντούμε όπου ανάβλυζε ή έτρεχε νερό, στις θέσεις Λιβάδγια π.χ. ή Γιαννούκα τη Βρύση. Οι προϊστορικοί κυνηγοί εξαρτιούνταν άμεσα από τα θηράματά τους, τα οποία κι άγρευαν όταν ικανοποιούσαν βιολογικές τους ανάγκες όπως η πόση ύδατος.
Όταν κατέφθασαν τα δημητριακά, οι απομονωμένες εστίες των κυνηγών αντικατέστησαν τους λίθινους χειροπελέκεις με χάλκινα εργαλεία. Άρχισαν τότε να ασχολούνται με την κτηνοτροφία και να συγκεντρώνονται σε καλλιεργήσιμα εδάφη προς πλουτισμό της διατροφής τους, συνήθεια που διέλυε την οικογενειακή απομόνωση.
Απόρροια της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής και των δυνατοτήτων αποθήκευσης κι ανταλλαγής αγαθών ήταν η δημιουργία ενός κοινού χώρου όπου συνέρρεαν οι διάσπαρτες πρότερα εγκαταστάσεις. Δημιουργήθηκαν τότε διάφορα οικονομικά στρώματα, άρα ανισότητες και προστριβές. Στις τελευταίες οφείλεται η καταφυγή της διοικητικής κι εμπορικής ελίτ σε μέρη με δυνατότητα οχύρωσης ή τουλάχιστον, ελεγχόμενα και δεσπόζοντα όπως ο λόφος Ράχη Μιγάλη (Μεγάλη Ράχη).
Εν αντιθέσει με τους «αστούς» οι αρχόμενοι παρέμειναν μαζί με τα ζώα τους περιφερειακά της αγοράς, στα Ούτσινα και πιθανότατα στις νότιες υπώρειες της θέσης Κουπουτσίνα όπου κυλούσε ένας από τους δύο λάκκους της αναφερόμενης περιοχής.
Η άφιξη των Ρωμαίων επέφερε οικιστικές ανακατατάξεις. Οι εξέχοντες της Αιανής γονυπέτησαν για να μην χάσουν τα προνόμιά τους κι όταν ανεφάνησαν νέοι διεκδικητές της εξουσίας, με εκρωμαϊσμένα ή ρωμαϊκά ονόματα, στο πόλισμα της θέσης Παλιόκαστρου Καισαρειάς μετακόμισαν εκεί εγκαταλείποντας τη Μεγάλη Ράχη. Αμφότεροι δημιούργησαν το Κοινόν των Ελιμιωτών, μια πιο συγκεντρωτική εξουσιαστική δομή.
Ο λαός δεν ακολούθησε, αμφίβολο είναι αν τον είχαν ρωτήσει. Το πιο ανυπάκουο μέρος του αποτραβήχτηκε ελάχιστα ανηφορίζοντας προς τη θέση Ούτσινου, ενώ έτερο πλησίασε την νέα πόλη Καισάρεια οικοδομώντας στο γήλοφο Ράχη Τσέικα.
Οι υπόλοιποι κατευθύνθηκαν στη θέση Παλιόσπιτα όπου κείται ο ναός της Αγίας Παρασκευής, τοποθεσία άνυδρη σήμερα. Τότε προφανώς υδρευόταν με πηλοσωλήνες (κιούγκια στην ιδιόλεκτο) από τις πηγές της θέσης Παπαζήση. Πιθανότατα την ίδια περίοδο ανηγέρθη ναός εκεί όπου ευρίσκεται ο αντίστοιχος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην πλατεία δηλαδή του σημερινού χωριού. Ρωμαίοι κι Έλληνες συνοδοιπόροι είχαν πετύχει το σκοπό τους, την αποδυνάμωση της λαϊκής μάζας.
Μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας μ. Χ. ένας άλλος λαός αναζήτησε καταφυγή στο πρόσφορο κλίμα της περιοχής, οι Σλάβοι. Ονοματίζοντας το κέντρο της σημερινής Αιανής Κάλιανη (kâlъ =λάσπη στην παλαιοσλαβική), ήτοι λασπότοπο από το τέλμα που λίμναζε εκεί μέχρι τη δεκαετία του 1970 προτίμησαν, για την αποφυγή της ελονοσίας, να εγκατασταθούν περιμετρικά του. Ανέπτυξαν λοιπόν κτηνοτροφία στην προσήλια θέση Σιλιό (σλ. село =χωριό) Ν του σημερινού οικισμού όπως επίσης και στη Γκόρνιτσα (σλ. Горница =επάνω τόπος), αταύτιστο έως αυτή τη στιγμή παλαιό οικισμό, ο οποίος ευρισκόταν μεταξύ των σημερινών ναών Αγίου Δημητρίου και Αγίων Αναργύρων, κάτω από τους πρόποδες εξάρματος που οι ηλικιωμένοι ποιμένες προφέρουν Γκόλνα.
Της αυτής αλλοφωνίας επήλυδες ενίσχυσαν τον ελληνικό πληθυσμό του ειρηθέντος οικισμού Βέρβιρη (Βέρβερη) και όχι πολύ μακριά δημιούργησαν έτερο, απολύτως κτηνοτροφικό, την Τούχλη. Πιστοί αρχικά του Περούν (Перун), ανώτατου θεού που κράδαινε αστραπές, οι Σλάβοι έποικοι της περιοχής μετονόμασαν το βουνό που έστεκε στα δυτικά «Μπούρινο» (λογίως Βούρινος, στην ιδιόλεκτο Μπούρνους). Η βάπτιση είχε συναρμοστεί επιτυχώς με τα τοπικά καιρικά φαινόμενα καθώς η βροχή έρχεται στην Αιανή συνήθως από την κατεύθυνση του αναφερθέντος όρους.
Η πανσπερμία της ρωμαϊκής εποχής εντάθηκε στο επίσης πολυεθνικό Βυζάντιο. Όμως οι αλλόφυλοι κι αλλόθρησκοι εξελληνίζονταν πρακτικά από την ελληνική γλώσσα της εξουσίας, διοικητικής και πνευματικής, και θεωρητικά από το κύρος που προσέδιδε τους γνώστες της το ακμάζον αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Την αποσύνθεση του Βυζαντίου συνόδευε η βαριά φορολογία οπότε οι τελευταίοι κάτοικοι του Ούτσινου αναζητώντας νέες, αφορολόγητες, γαίες άγγιξαν σχεδόν την Κερασιά, ενώ έτεροι στράφηκαν ΒΑ προς το αφανές σήμερα χωριό Φτιλιάς. Παρομοίως άρχισαν να φυλλοροούν από τη Ράχη Τσέικα προς τη σημερινή Αιανή όπως και οι αντίστοιχοι της Γκόρνιτσας και του Σιλιού. Η Καισάρεια έσβησε δια παντός προς χάριν του οικισμού Άγιος Νικόλαος κι αργότερα των Σερβίων, η γεωπολιτική σημασία των οποίων αυξανόταν εξαιτίας της σημασίας του περάσματος του Σαρανταπόρου.
Δεν ηγέρθησαν ιδιαίτερα προβλήματα μεταξύ των οθωμανικών ορδών κατά την προσάρτηση της περιοχής, αφού οι αλλαγές της εξουσίας αγγίζουν ελάχιστα τη βάση. Όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, μήδισε πρώτα η πλειονότητα της ελίτ κι έπειτα όσοι από τη βάση επιθυμούσαν να διακριθούν στη νέα σκηνή.
Η γη του χωριού, πρόνοιες και μπάστινες, μοιράστηκε σε νέους αξιωματούχους, επιστάτες των οποίων, συνήθως Αρβανίτες, κατοίκησαν μόνιμα στην Αιανή οικοδομώντας Κουνάκι (σπίτι -αποθήκη) και Κούλια (παρατηρητήριο ελέγχου). Η κύρια διαφορά εντοπίων κολίγων κι επήλυδων εντοπιζόταν στη θρησκεία, γι’ αυτό οι τελευταίοι διέθεταν ξεχωριστό κοιμητήριο στη θέση Τουρκουμνήμουρου. Επακόλουθο της πίεσης των Οθωμανών και της δυσπραγίας ήταν η καταστροφή των περίβλεπτων ναών των Αγίων Μηνά και Νέστωρος κι ολίγον αργότερα των Κωνσταντίνου και Μάρκου. Το λυκόφως των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου διαδέχτηκε το ασιατικό σκότος μέσα στο οποίο φώτιζε αμυδρά ο μοναστηριακός πια ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία), που έχει αναφερθεί.
Θα είχε υποστεί βαριά ήττα ο ελληνισμός, αν δεν εμφανιζόταν το 1500 περίπου ο μοναχός Νικάνωρ, κτήτορας του μοναστηριού στη θέση Ζάμπουρντα (Ζάβορδα) και αμύντορας της Ορθοδοξίας. Ζηλωτές καλόγεροι άπλωσαν ένα ευρύ δίκτυο προσκυνητών –υποστηρικτών τα δοσίματα (γεννήματα) των οποίων συγκεντρώνονταν στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου Κάλιανης πριν προωθηθούν στη μονή. Τις πυκνές μεταφορές ανέλαβαν Σαμαριναίοι Βλάχοι αγωγιάτες που εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά του μετοχιού, στον Χάρλου Μαχαλά. Έκγονο της πρόσκαιρης ευπορίας ήταν η ανέγερση νέων ναών όπως ο Αϊ-Νικόλας και ο Αϊ-Ταξιάρς στην ίδια περιοχή.
Την ακτινοβολία της Ζάμπουρντας ζήλεψαν άλλα δύο μοναστήρια της περιοχής που έστεκαν στις θέσεις Λαργιού και Ζντιάνι χωρίς όμως αποτέλεσμα. Υποστηριχθέν το πρώτο από μία εκδρομική ελίτ της ταχέως αυξανόμενης πόλης Κοζάνης (Κόζιανη) δεν είχε το απαραίτητο λαϊκό έρεισμα, ενώ το δεύτερο απέτρεπε ο ενδιάμεσος ποταμός Αλιάκμων (Μπίστριτσα ή Ιντζέ Καρά Σου).
Στους αιώνες της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης οφείλεται η αποσύνθεση της αυτοκρατορίας με άμεσο προϊόν την μετανάστευση Καλιανιωτών προς την Εσπερία και την δημόσια αναταραχή. Όταν το 1765 μια ευρεία συμμορία ληστών «πάτησε» την Κάλιανη, προφανώς τη βλάχικη συνοικία, φονεύοντας κατοίκους κι αφαιρώντας οικοσκευές και ημιόνους, οι φουστανελοφόροι κολίγοι δεν είχαν μέρος να σταθούν κι ούτε φωτισμένους δημεγέρτες να αναλάβουν προστατευτική δράση.
Αφού η πολυπληθής Κάλιανη είχε υποστεί τέτοια συμφορά, καμιά ελπίδα δεν είχε απομείνει στα δορυφορικά της πολισμάτΤούχλκ, Βέρβιρη και Φτιλιάς τα οποία άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται. Οι πρόσφυγες πλησίασαν εξ ανάγκης το υπάρχον έλος οικοδομώντας τους ναούς των Αγίων Γεωργίου, Προφήτη Ηλία και Ιωάννου Προδρόμου. Η Κάλιανη λάμβανε τη σημερινή της οικιστική μορφή προσφωνούμενη από τους ελθόντες Χώρα.
Το κενό ασφαλείας διαβεβαίωσε πως θα καλύψει ο Αλή Πασάς ενθυλακώνοντας με υποσχέσεις ευνοϊκής μεταχείρισης ή αξιωμάτων, ή και βιαίως τη γη του χωριού. Όταν όμως φονεύθηκε από τους Οθωμανούς, επέστρεψε το παλαιό καθεστώς, εκδικητικότερο καθώς ήδη είχε δημιουργηθεί ελληνικό κράτος στο υπογάστριό της Ρούμελης.
Στην υποχρεωτική στρατολόγηση των Νεότουρκων οι Καλιανιώτες απάντησαν με εργασιακή καταφυγή στα Μπάλια της Μικράς Ασίας και οικονομική μετανάστευση στις ΗΠΑ. Όταν την περιοχή απελευθέρωσε το ελληνικό κράτος, οι αγώνες των κολίγων για το διαμοιρασμό της γης, της δικής τους γης, παρακωλύονταν ώσπου να λυθεί τελειωτικά το ζήτημα επί στρατιωτικής διακυβέρνησης Μεταξά.
Με τον Εμφύλιο Πόλεμο ορισμένες οικογένειες κατέφυγαν δια παντός στις πόλεις, ενώ μία δεκάδα ανταρτών του ΔΣΕ απωθήθηκαν το 1949 στην Πολωνία και το Ουζμπεκιστάν χωρίς να επιστρέψουν όλοι στον γενέθλιο τόπο τους. Πολύ περισσότεροι βέβαια μετανάστευσαν ολίγον αργότερα στην Αυστραλία, τη Γερμανία και τη Σουηδία.
Εξ αρχαιοτάτων λοιπόν χρόνων η συνοίκιση της Κάλιανης (Αιανής) οφείλονταν σε αλλαγές οικονομικών, κοινωνικών και πνευματικών δομών, στις οποίες έπαιζε ρόλο και η, ισχυρά συνήθως, εκάστοτε εξουσία, αλλόφυλη κι αλλόγλωσση εν πολλοίς έως το 1912, έμφυλη έκτοτε κι ομόγλωσση.
Όσο ο λαός εκλέγει φαινομενικά φανταχτερούς αλλά βουλητικά ασήμαντους διαχειριστές του παρόντος και του μέλλοντός του, την ανά τους αιώνες επιτυχή του πορεία ακολουθεί καλπάζουσα υποχώρηση. Αυτήν μπορεί όμως σταθερά να ανακόψει η ρωμαλέα καλλιέργεια της πλουσιότατης πολιτισμικής μας κληρονομιάς κι εδώ σήμερα γίνεται ένα βήμα. Μόνον όταν η ελίτ συνομιλεί άμεσα με το λαό, πραγματική δηλαδή δημοκρατία, θα είναι πρόσφορη η πλεύση μας στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης.