Προσέγγιση με τον νου και την καρδιά
Δια να εννοήσουμε καλύτερα τον διπλό κίνδυνο…
«Μακάριος ανήρ, ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθησεν» (Ψαλμ. 1,1). Μακάριος κι ευτυχισμένος ο άνθρωπος που δεν πήγε σε συνάθροιση ασεβών και δεν πορεύτηκε μαζί με αμαρτωλούς και δεν κάθησε σε τόπους που συχνάζουν φαύλοι και διεφθαρμένοι άνθρωποι. Στο μικρό αυτό πρόλογο προσθέτουμε και τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Δια να εννοήσωμεν καλύτερα τον κίνδυνον, που διέτρεχεν η Εκκλησία εκ των αιρετικών αυτών δοξασιών, πρέπει να ενθυμηθώμεν, ότι αι αιρεσιάρχαι και οι οπαδοί των δεν παρουσιάζοντο ως εχθροί της πίστεως, αλλά ως ενδιαφερόμενοι να επικρατήση η ορθή πίστις, την οποίαν όμως τόσον οικτρώς παρεμόρφωναν, και ότι ανέπτυσσαν επιχειρήματα υπέρ των θέσεών των, το σφαλερόν των οποίων δεν ήσαν όλοι εις θέσιν να αντιληφθούν, και δι’ αυτό πλείστοι παρεσύροντο εις αυτάς. Από αυτά εννοούμεν πόσον η πίστις είχεν ανάγκην γενναίων υπερμάχων και υπερασπιστών και πόσον μεγάλη θα είναι η συμβολή του Βασιλείου εις την επικράτησιν της ορθής πίστεως»[1].
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, λαϊκοί και κληρικοί,
Είναι γνωστός σε όλους τους αιώνες, σε όλες τις φυλές και σε όλες τις γλώσσες ο λόγος της Μίας Αγίας Γραφής που λέγει: «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με» (Ιωάν. 6, 45), δηλαδή, «Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα» (Λόγια του Κυρίου μας).
Οι δύο τρόποι της Θεογνωσίας
«Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι (κληρικοί και λαϊκοί) διδαγμένοι από το Θεό»! «Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα», λέγει ο Κύριός μας και ο Ιερός Χρυσόστομος μας εξηγεί πως υπάρχουν δύο τρόποι Θεογνωσίας τους οποίους ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο πολύ πριν του δώσει τα «γράμματα», αλλ’ και αυτήν ακόμη την «Αγία Γραφή». «Από την αρχή της δημιουργίας-λέγει ο ιερός Χρυσόστομος- ο Θεός προνοούσε για το γένος μας και μας εδίδαξε τα ωφέλιμα, προτού να βρεθούν τα γράμματα και να δοθεί η Αγία Γραφή… γιατί με τη θέα της κτίσεως μας οδήγησε στη θεογνωσία» (Περί Άννης, 2, ΕΠΕ 8 Α, 14 MG 54, 634). Η «θέα της κτίσεως» είναι λοιπόν ο ένας τρόπος, η υλική δημιουργία, και ο άλλος που οδηγεί κι αυτός στην Θεογνωσία ποιος; Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ! Ο ιερός Πατήρ πάλι θα πει: «Ένας λοιπόν είναι ο τρόπος της θεογνωσίας, η παρατήρηση ολόκληρης της κτίσεως. Άλλος τρόπος, όχι μικρότερος, είναι η ύπαρξη της συνειδήσεως… η γνώση του καλού και του κακού είναι έμφυτη και… η συνείδηση εσωτερικά μας πληροφορεί για όλα αυτά, τα καλά και τα κακά. Οι δύο δηλαδή αυτοί δάσκαλοι μας δόθηκαν από την αρχή, η κτίση και η συνείδηση και χωρίς να μιλάει κανένας από αυτούς τους δύο, σιωπηλά διαπαιδαγωγούσαν τους ανθρώπους… η συνείδηση που αντηχεί μέσα μας, μας υπαγορεύει όσα πρέπει να πράττουμε» (Περί Άννης, ομιλ. Α’ 3, ΕΠΕ 8 Α 20-MG 54, 636).
Δεν είναι τέλος τυχαίο ότι ο Μέγας Βασίλειος που σπούδασε καθετί σπουδαίο επιμένει να τονίζει την «πίστη της γιαγιάς» του της Μακρίνας! ”Δεν ακούω -λέγει αυτός που σπούδασε και Πλάτωνα- το τι λέει ο ένας και ο άλλος, αλλά τι μου έμαθε η γιαγιά μου”!
«Η συνείδηση που αντηχεί μέσα μας, μας υπαγορεύει όσα πρέπει να πράττουμε»
Αν η συνείδηση που αντηχεί μέσα μας, μας υπαγορεύει «όσα πρέπει να πράττουμε» -εδώ και μήνες- δεν θα κρύψω από την αγάπη σας και τούτο το λόγο τον Αγιοπνευματικό που αναφέρετε στους τρεις λόγους για τους οποίους «δεν είναι ακριβής η κρίση μας», άσχετα αν «η συνείδηση δεν μας ελέγχει για τίποτε κακό»!
«Για δύο λόγους ή μάλλον για τρεις δεν είναι ακριβής η κρίση μας’ ο πρώτος λόγος είναι ότι, κι αν ακόμη η συνείδησή μας δεν μας κατηγορεί για τίποτε, εν τούτοις έχουμε ανάγκη από κάποιον που θα ελέγχει με ακρίβεια τις αμαρτίες μας και θα μας τις υποδεικνύει ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν μας διαφεύγουν και μένουν κρυφά’ και ο τρίτος λόγος επί πλέον (μαζί με τους προηγούμενους) ότι πολλές πράξεις των άλλων μας φαίνονται καλές δεν είναι όμως καλές, γιατί δεν έγιναν με καλή πρόθεση…. Όταν λοιπόν, και όταν ακόμη η συνείδηση δεν μας ελέγχει για τίποτε κακό εν τούτοις δεν μπορούμε να είμαστε καθαροί από κάθε ενοχή, ακόμη κι’ όταν πράττουμε κάτι καλό, όχι όμως με αγαθή πρόθεση, και είμαστε επομένως άξιοι τιμωρίας, σκέψου, πόσο απατώνται οι άνθρωποι στις κρίσεις τους» (Ιερός Χρυσόστομος)[2]
«Δια να εννοήσωμεν καλύτερα τον κίνδυνον…»
Αδελφοί, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει να μας συμβουλεύει: «Μη σχηματίζεις γνώμη από τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, αλλά από την προαίρεσή του, όχι από την εξωτερική όψη, αλλά από την διάθεσή του’ και όχι μόνον από την διάθεσή του, αλλά να εξετάζεις και τον τρόπο της ζωής του»[3].
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει: «η ασθένεια των ελαττωμάτων δεν κολλάει μόνον τους ανθρώπους του λαού και του πλήθους, αλλά και τους αρίστους (δηλ. τους επισκόπους), δια να είναι μόνον ο Θεός άπταιστος και ολοτελώς ελεύθερος από τα πάθη»[4].
Όλα τα παραπάνω φίλοι μου, όλα όσα είπαν οι Προφήτες πριν την έλευση του Μεσσία και επανέλαβε ο Κύριός μας είναι τελικά που δίνουν θάρρος και σε κάθε λαϊκό για να αναφερθεί και να τοποθετηθεί πάνω σε θέματα πίστεως, όταν κρίνει αυτός ότι πρέπει να το πράξει χωρίς φόβο αλλά και δίχως πάθος! Θεμέλιό μας η αγάπη μας για τον Ιησού Χριστό. Θεμέλιό μας ο λόγος Του. Θεμέλιό μας τα φωτισμένα λόγια των Αγίων Του που διακρίνονται για τον αγώνα τους υπέρ της αληθείας και της τήρησης των Ιερών Κανόνων Του. Ένας μόνο αγιοπνευματικός λόγος φτάνει να εισάγει την καλή ανησυχία μέσα στα στήθη του καθενός που έχει ώτα και ακούει! Ο λόγος του αγίου Θεόδωρου του Στουδίτη είναι ο πλέον γνωστός και ικανός γι’ αυτό το σκοπό: «Η εντολή του Κυρίου είναι να μη σιωπάμε τον καιρό που η πίστη μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Ώστε, όταν για την πίστη ο λόγος, δεν μπορείς να πεις ποιος είμαι εγώ; ένας απλός ιερέας, άρχοντας, στρατιώτης, γεωργός, φτωχός. Δεν μου πέφτει λόγος και φροντίδα για αυτό το ζήτημα. Αλίμονο, οι λίθοι θα κράξουν και εσύ θα μείνεις σιωπηλός και χωρίς φροντίδα;»[5].
Δεν ξεχνώ φυσικά ότι η τοποθέτηση πάνω σε θέματα πίστεως θα πρέπει να γίνεται χωρίς φόβο-ασχέτως πιθανού θεολογικού σφάλματος- αλλ’ όμως και δίχως πάθος. Οι Πατέρες λένε ότι ο τρόπος ο επιτιμητικός και ηγεμονικός δεν αρμόζει σε λαϊκούς: «Γιατί συμπεριφέρεσαι ως ποιμένας, ενώ είσαι πρόβατο; Γιατί γίνεσαι κεφαλή ενώ είσαι πόδι; Γιατί επιχειρείς να παραστήσεις το στρατηγό ενώ η θέση σου είναι με τους στρατιώτες;» (Άγιος Γρηγόριος). Πράγματι, σε τόσο σοβαρά θέματα όπως είναι τα της Πίστεως θα πρέπει, εμείς οι λαϊκοί, να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να εκφραζόμαστε με σύνεση και ταπείνωση. Η αναίδεια και, πολύ χειρότερα, το υβρεολόγιο είναι «λοξά έργα», τα οποία, σύμφωνα με τον Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, «αυτοί που τα έχουν δεν είναι δυνατόν να έχουν ορθή πίστη» (Ε.Π. Migne 99, 925). Θυμίζω όμως και πάλι ότι «η ασθένεια των ελαττωμάτων δεν κολλάει μόνον τους ανθρώπους του λαού και του πλήθους, αλλά και τους αρίστους (δηλ. τους επισκόπους)…».
«Πάντες χρήζομεν αλλήλων»
Αδελφοί, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος «Πάντες χρήζομεν αλλήλων»[6], όλοι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο και προπάντων στην πνευματική ζωή. «Αλλήλους συνδιασώσατε», σαλπίζει ο κήρυκας της οικουμένης και του άμβωνα το χρυσό στόμα. Και αλλού λέγει: «Να απλώνουμε χέρι βοηθείας και στον κοσμικό άνθρωπο, που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί είναι αδελφός μας και άγιος» (MG 63,87), και βρίσκεται σε δύσκολη θέση γιατί όπως πολύ απλά γράψαμε: Οι αιρεσιάρχες και οι οπαδοί τους δεν παρουσιάζονται ως εχθροί της πίστεως, αλλά ως ενδιαφερόμενοι να επικρατήσει η ορθή πίστις, την οποίαν όμως τόσον οικτρώς παραμόρφωναν, και ότι ανέπτυσσαν επιχειρήματα υπέρ των θέσεών των, το σφαλερό των οποίων «δεν ήσαν όλοι εις θέσιν να αντιληφθούν, και δι’ αυτό πλείστοι παρεσύροντο εις αυτάς»….
Αδελφοί και φίλοι,
Η θλίψη και ο πόνος αυτού του κειμένου είναι για το 98 τοις 100 των αδελφών μας που θα λείπουν την Μ. Εβδομάδα από τις Εκκλησιές μας, αλλά και όλων όσων θα γιορτάσουν τις ημέρες αυτές δίπλα σε ιερείς και λαϊκούς που βρωμούν από την παναίρεση του Οικουμενισμού, δηλ. της εύκολης σωτηρίας και της αγαπολογίας. Να απλώνουμε λοιπόν όλοι μας χέρι βοηθείας και στον κοσμικό άνθρωπο που διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο, που δεν είναι άλλος από το να προσκυνήσει την αίρεση, δηλαδή τον αντίχριστο του νυν αιώνα στον οποίο ζούμε σήμερα, πρόδρομος του οποίου είναι ο Οικουμενισμός, και ψευδοπροφήτης του η «ψευδοσύνοδος της Κρήτης» μαζί δυστυχώς και με τον Οικουμενικό μας πατριάρχη…
«Να απλώνουμε χέρι βοηθείας και στον κοσμικό άνθρωπο, που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί είναι αδελφός μας και άγιος» (MG 63,87). Κατάπληξη αδελφοί μου προκαλεί η γνώμη αυτή του ιερού Πατέρα, ότι δηλαδή, ο άνθρωπος με το κοσμικό φρόνημα είναι άγιος. «Ακολουθώντας τη διδασκαλία του Απ. Παύλου (Α’ Κορ. Ζ’ 14), υποστηρίζει ο Χρυσόστομος ότι ο άπιστος σύζυγος αγιάζεται δια της ενώσεώς του με την πιστή γυναίκα του, μπορεί όμως να είναι και άγιος στη ζωή. Πάντως ο άγιος Ιεράρχης πιστεύει ότι «άγιος εστι και ούτος και αδελφός». Πράγματι, ως εικόνες Θεού, «δυνάμει» είμαστε όλοι άγιοι, αφού έχουμε όλοι τη δυνατότητα να γίνουμε άγιοι» [7].
Πολύ παρήγορος ο λόγος αυτός του αγίου, αλλά θα ήθελα να κλείσω την μικρή αυτή Σαρακοστιανή επιστολή μου με τα λόγια του πατρός ημών Αυγουστίνου Καντιώτη που μάχεται από τον Ουρανό υπέρ πάντων ημών!
«Δείξτε μου-λέγει- έναν άγιο ποὺ δεν πέρασε μέσα απ’ το καμίνι της θλίψεως. «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22). Αν θέλῃς να ζης με το Ευαγγέλιο, θα πας κόντρα με όλους, και θα ᾽νε μαζί σου ο Χριστός. Χίλιες φορὲς φτωχὸς με το Χριστὸ παρὰ εκατομμυριούχος με το διάβολο. Χίλιες φορὲς τίμια υπηρέτρια παρὰ φαύλη και ανήθικη κυρία. Χίλιες φορὲς διάκος και καλόγερος με Χριστὸ παρὰ πατριάρχης ποδοπατών θείους και ιεροὺς κανόνας. Χίλιες φορὲς εξόριστος και στα μπουντρούμια για την αλήθεια παρὰ άθλιος ρασοφόρος κηρύττων το ψεύδος. Ο Χριστὸς ν’ αναστήσῃ στην Εκκλησία μας ιεράρχες του ύψους του ιερού Χρυσοστόμου, δια των ευχών του οποίου είθε ο Θεὸς να ελεήση πάντας ημάς· αμήν» († επίσκοπος Αυγουστίνος)[8]
Υ. Γ
Φυσικά ότι ισχύει για τους «κοσμικούς» αδελφούς μας, έχει αξία και για του αιρετικούς «αδελφούς» μας! «Ο Χρυσ. υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να μισούμε ούτε τους αιρετικούς, αλλά να προσπαθούμε με αγάπη να τους πείσουμε. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε ως όπλο κατά των αιρετικών, δε χτυπάει, για να τους ρίξει κάτω, αλλά για να τους σώσει. Τούτη η μάχη στήνει τρόπαιο για τη σωτηρία των εχθρών αιρετικών (MG 56,248). Και ο Απ. Παύλος το ίδιο συνιστά: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τίτου γ’ 10). Θα συμβουλέψουμε με αγάπη και πρώτη και δεύτερη φορά τον αιρετικό’ κι’ αν δούμε ότι εμμένει στην πλάνη του, τότε θα τον εγκαταλείψουμε, αλλά και πάλι με λύπη. Πάντως ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία είναι ξένα και αντίθετα προς το χριστιανικό πνεύμα.
Να είμαστε κοντά σε όλους και να ευεργετούμε τους πάντες’ όταν όμως ακόμη και οι αδελφοί μας διαφωνούν μαζί μας στις αλήθειες της πίστεως, να τους θεωρούμε σαν ξένους και βαρβάρους. Γιατί άνθρωπος αληθινός είναι μόνον εκείνος που πιστεύει με ακρίβεια τα δόγματα της πίστεως (MG 55,462)» [9]
ΜΕ ΤΙΜΗ
Δημήτριος Β. Εμμανουήλ, Ιεροψάλτης