Ξιάγκλια: Να μα πάρτα..ναιδούμι τι θα καταλάβς π’ παριμβαίντς στς προυμήθιις πέχουμι να σκουπίζουμέστι στουν αναγκαίου… κι για να ιδούμι τι θέλτς να πείς , πλές να ινιργιθούμι μπουιατζμέν’
Τσιατσιούλα: Άκσι μα παλιουσκιπάρ ε παλιουσκιπάρ.Τσιούλουσι τα φτιάς κι γκάμπλιουσι τα μάτιας. Απ’ τς μία τ Γινάρ μαρ’ αγράματ’ όλα αλάζν στου να ινιργιθούμι. Έβγαλαν αυτά τα γκαφάλια π’ μας διοικούν μια διαταγή π λέει ότι για του πως θα ινιργιούμαστι κάθι Μήνα ,πτι κεί κι πέρα πρέπ να συλουιούμαστι, να ξούμι του τσιρβέλου, να φταρμιούμαστι (πτου μάτ’), να κλώθουμέστι όϊρα πτου τραπέζ ουπάν απού 365 φουρές… κι ύστιρα να διαλέγουμι μια μπουιά ινέργειας. Έχουμι να διαλέξουμι να ινιργιούμαστι η πράσνα σαν του σκαρκάλ’ στουν καπνό, η πράσνα σαν πρασινουγκούστιαρας, η γαλάζιου σαν τ’ γαλαζιόπιτρα π αρανίζουμι στ’ αμπέλ, ή κόκκινου όπους του μπιρμπίλ’ στου κέδαρου..του κιδρουμπόμπαλου, η μπιρέταβου όπους τα λούδια π’ παένουμι στουν ιπιτάφιου κι τα μπράγκανα,( όχ’ τα γκόγκινα γιατί μι τ’ αυτά βουλών’ ου κώλους κι δεν ινιργιέσι καντικάν) ή κιραμδί όπους τα φραγκουκέραμδα κι η λούν στου πουτάμ’ στν κουτσούφλιαν’, ή μαύρου σαν καρβουνόξλου , σαν σκουτίδα ή λαχανί όπους του τζιαρούχ’ π βάνουμι τν αρμιά. Έτς τόσου απλά μας τάφκιασαν μο..φουστήρις..άλλου ιπίπιδου..σπουδαίοι, σαν τινικέδις αγάνουτ’ . Άκσι λοιπόν…
Ιγώ συσκέφκα ιχτές μι τουν θκόμ του Μχάλ’ πέβγαλιν τάξ’ στου Μπουγατσκό κι απουφάϊσαμι (τσακών’ του χαράκ κι του χαρτί): Ιπιδή, όταν η μιταβλητή ΤΕΑm-1 ίνι τρανύτιρ απού του άνου όριου L_u, ιφαρμόζιτι ου τύπους υπολογισμού α * (ΤΕΑm-1 – L_u ) + β , τότι τα πράματα πέρν να γένουντι σα σουγλί κι να πρασνίζν σαν πρασνουγκούστιαρας κέτσ’ διάλιξάμι να ινιργιούμαστι μι πράσνου σουγλί
Ξιάγκλια: Τώρα χίρσα να καταλαβαίνου…αναφέρνισι σ’ αυτά πτα λέν λουγαριασμοί η συμβόλια ινέργειας (που ίνι σα σουγλιά έτσ’ κι αλλιώς, γιατί κάθι λουγαριασμός ίνι κένα σουγλί στν καρδιά..στου νού στουν κώ#@%ου) .. ισί λές δηλ. για τα χρουματιστά τα σουγλιά τς ινέργειας πόρχουντι απ’ τα σούρβα κίστιρα. Άκσι γκντούν να μαθαίντς. Ιπιδίς η μιταβλητή ΤΕΑm-1 είναι συνήθους μκρότιρ από του κάτ’ του όριου L_d, ιφαρμόζιτι ου τύπους α * (ΤΕΑm-1 – L_d ) + β.
Κι σι ιξιγώ Όπ: β = α * (ΤΕΑm-1 – ΤΕΑm-2). : α: Σιντιλιστής Προυσαύξης”. ΤΕΑm-1 ίνι ου μέσους όρους τουν τιμών ικκαθάριση, ” Αγουρά” η ιπόμιν μέρα τ’ προυηγούμηνου Μήνα πτου μήνα πέχς κατανάλους και GΜH, όπους λέν τα Χρηματιστήρια. Κι όπ ΤΕΑm-2 ινι ου μέσους όρους” τουν ιμιρήσιων τιμών ικκαθάρισης κι αγουρά η ιπόμιν’ μέρα τ’ προ-προ-προ-προ-………..προηγουμινου Μήνα( φτάν μέχρι του πως ινιργιούνταν ου Ουδησεύς Ανδρούτσους , ου Ρήγας κι ου Σκουφάς στ φιλική ιτιρία…κάτ’ μιθούκδις στου μισαίουνα..αλλά κι ου κι ου Πλάτουνας αντάμα μι του Σουκράτ’) κι του GΜH, όπους δημοσιεύεται στου χρηματιστήριου αξιών τς Σιγκαπούρης κι όπους ίνι ου δείκτης nasdakστ NewYork. Έτς ιπιδίς εκ των άνω συνάγεται ότι ιπικρατεί λόζιους κι ανακατουσιά στα πράγματα,.. όλα κατατείν’ στου να ινιργιούμαστι μι κόκκινου σουγλί όπους του κιδρουμπόμπαλου …κατάλαβις αγράματ’ Τσιατσιούλα; Ετσιαιά απλά…αραδιαζμένα σαν τς χιλδόνις , ουπάν στου σύρμα
Τσιατσιούλα: Τώρα θα σι δείξου ιγώ μαρ…θα σι βάλου γιρό ζαμπούκ’ μσό λιφτό…πιτάχνουμι ψιχα στου τσιαρδίμ θα σι φέρου απ του ντλάπ πτ μισάντρα ειδικά συγγράμματα πτου ΚΕΜΠΡΙΤΖ π δείχν ότι του πουλύ-πουλύ πρέπ να ινιργιθούμι μι γαλάζιου σουγλι όπους τ’ γαλαζιόπιτρα…μσό λιφτό κι θα σι δείξου ιγώ…
Πιτάγνιτι γλίγουρα ως του σπίτ’ τς κι ιρνάει ενακένας μένα παλιουκιρζμένου τιτράδιου που γαλουμέτρημα!! κι λέει:
« Απ’ του βαθυστόχαστου σύγγραμμα του Κέμπριτζ προυκύπτ ότι Δf = 1 k! [𝑑𝑘 f n k=1 ]Mo + 1 (n+1)! d n+1 f Po (1) όπου το d k f ζχει ιδθ οριςτεί ωσ d k f = 𝜕𝑓𝜕𝑥𝑑𝑥 + 𝜕𝑓𝜕𝑦𝑑𝑦𝑘 .» άρα; Ξικάθαρα λοιπόν παλιουβουρζμένου βόιδ προυκύπτ’ του πουλύ πουλυ να διαλέγουμι να ινιργιθούμι μι γαλάζιου σουγλί…απλούστιρ’ ιξίγις υπάρχ στου ντουνιά;
Ξιάγκλια:Τι λές μαρ ασπούδαχτ’ βουινιά πτου Ντριάνουβου..τι θάρσις μα έτς θα τάφινα; Μι λίγα μόνι στοιχεία; Ένα πόχειρου μόνι; Ακσι λοιπόν , ικτός απ τ σύσκιψ’ μι τουν πάππουμ, πιταχκα νουρίτιρα τ απόγιμα στ αχούρμ’ μα να σιμβουλιυτώ κι τν τιχνιτή νουημουσύν’ πτου γουμάρ μας τουν παλιέκα. Ξέρς τι προυέκυψιν; Του πουλύ-πουλύ να ινιργιθούμι μι μπιρέταβου σουγλί ..όπους τα μπράγκανα. Κοίταξι τι προυέκυψιν απου τν τιχνική νουημουσύν, πτου γουμάρ:f(x, y)= f(2, 0) + (x − 2) fx (2, 0) + yfy (2, 0) + 1 2! *(x − 2 )2 fxx(2, 0)+ +2(x − 2) yfxy(2, 0) + y2 fyy(2, 0)] + … = = 1 + 8y + 12(x − 2)y + 32y2 + …= μπιρέταβου
Τσιατσιούλα: Άκσι μα παπαρδέλου π θαρείς ότι τα ξέρς όλα. Φερ του χαρτί κι του χαράκ’ μα ξλέιν’ να σι δείξου. Σύμφουνα κι μι του ΧΑΡΒΑΡΝΤ κι μι του ΜΙΤ τήρα να μαθαίντς τι σουγλί κυριαρχεί μα πάλι πράσνου σαν πρασνου γκούστιαρας…τηρα μα ασπούδαχτ: ΧΑΡΒΑΡΝΤ:<math>\operator\operator_with_arguments{arg1 arg2 etc} 1234567890 = + -</matόπου operator ο κωδικός του τελεστή και sinx + lny + sgnzs_k \equiv 0 \pmod{m}a\bmodd03e4664e9310c51aa2d9145c75f5e6fbc975a61 κι…
ΜΙΤf(x, y) = f(0, 0) + 1 k! 𝑥𝜕𝜕𝑥 + 𝑦𝜕𝜕𝑦𝑘 n k=1 𝑓 0,0 + 1 (n+1)! 1 k! 𝑥𝜕𝜕𝑥 + 𝑦𝜕𝜕𝑦𝑛+1 f(𝜃0x, 𝜃0y), 0 < 𝜃0 < 1 =πράσ’νου
Ξιάγκλια:Τι θαρείς ότι φκιάντς π’ μι λές για ΜΙΤ για ΧΑΡΒΑΡΝΤ κι χαμπάρια; Ου θκόζμας μα..ου Θαλής ου Μιλήσιους τάχιν λύσ’ όλα αυτά που παλιά..όταν λοιπόν ένα βράδ σβίγγουνιν τιουλτιούκις μι τουν Πλάτουνα….άκσι τι ίπειν: ιπειδής η συντιταγμέν τείν’ σι σκαλινό συνιμίτονου κι η τιταγμέν ίνι σαν κώλουρους κώνους , κι ιπειδής η παραλήγουσα ίνι δασεία τότι, ου υπιρσιντέλικους απ’ τουν ινιστώτα ίντους κάμπουσου μακρά, κι του διάκενον τείν’ στν απεραντότητα του σύμπαντος, τρία πουλάκια κάθουνταν κι στν κουρφή κανέλα , συνάρτησ’ φ(χ) κι αιλί σ’ αφνούς π’ δεν έχν μαντήλ’ να κλάψν. Ιπιδής όμους εξ αυτών συνάγιτι ότι f(x0 + Δx, y0 + Δy) ≈ f(x0 , y0 ) + x − x0 𝜕𝜕x + (y − y0) 𝜕𝜕y f(x0 , y0 ) + x−x0 2 2 𝜕 2 f(x0 , y0) 𝜕x 2 + y−yo 2 2 𝜕 2 f(x0 , y0) 𝜕y 2 + x − xo y − yo 𝜕 2 f(x0 , y0) 𝜕y 𝜕x τότις η ιπιλουγή ίνι μία κι μουναδική γαλάζιους λουγαριαζμός δηλ. σουγλί(αφού του ίδιου ίνι). Κατάλαβις παλιουσκέπαρου; Άμα δεν κατάλαβις κι αυτήνια τν απλή προυσέγγισ’ τότις η ιπιστήμ’ σκών ψηλά κι τα χέρια κι τα πουδάρια. Πιο απλό δε γένιτι..καλά πέχουμι αφνούς π’ μας διοικούν κι μας τα λέν ντίπ ξικάθαρα..απλά κι κατανουητά μας συμπαραστέκουντι κι μας νοιάζουντι κάθε στιγμή..καλά που ίντς αλλιώς πάϊναμι χαμέν…καλά π’ μας έβαλαν να διαλέξουμι πτα χρώματα μαρ κατράνου, αντιλήφκαν τς κατατουμές μας..τν ιπιστινουσύν’ μας …τς Ντριανουβνέζ μας πιργαμηνές..του στόμφου κι τν ουξυδέρκειά μας..τ’ ζέσ’ μι τν ουποία αντιμιτουπίζουμι τα πράγματα τς ινέργειας..ειδικά όταν πρόκειτι να ινιργιθούμι σ΄ αυτούς παέν ου νούζ μας..ενακένας ..στς ταγοί, στς προύχουντις. Κατάλαβαν ενακένας τ’ σπιρτάδα μας ιδώϊα στου Ντριάνουβου..π’ τσακώνουμι σπουρίτια, γκάλτσις, δικουχτούρις, τσουτσουλιάν’, σιαΐνια, αϊρουγάμδις, γκουτζβαίου,χιλδόνια, καραμούζις αλλά κιάλλα πλια στουν αέρα κι έβαλαν εύκουλα..έβαλαν πτ’ διξαμινή θεμάτων κι όχ ότ’ νάνι .οτ’ να φτάσν..για να ξιδιαλέγουμι ψιά τα χρώματα. Αϊλί σ΄αφνούς σιακάτ στ Σαλουνίκ’ , στν Αθήνα στ Λάρσα…που να καταλάβν…που να τς γκουμπζιαλίσ’ ότι αυτοί π’ διοικούν σκέφτουντι μέρα-νύχτα μόνι πως θα ιφκουλίν τ’ ζουή μας , για τι’ αυτό έβαλαν χρώματα.Άϊντι ιμείς οι Ντρανουβνοί μι τν ιπιστιμουσύν’ μας τα κατάλαβάμι όλα απ’ ν’ αρχή…οι άλλ’; Τι ναφκιάσν; Φαντάζισι στου ιξουτιρικό; Στν Πέλκα, στ Σέλτσα στου Σιάν’ στου Φουργκάτσ’, στου Βαΐπισ’, στου Γκινόσ’…φαντάζισι τι έχ να γέν’; λόζιους κ’ ανακατουσιά.Τς γλέπου ν’ αραδιάζουντι κι να φλάγν στα σύνουρα για να τς αφήκουμι να σέβν για να τς φκιάσουμι ιντατικά..
(τσιουλών΄τα φτιά) Τι ντρουμπουριό ακούσκιν μαρ φιλνάδα απου τ’ ρούγα ουπίσου απ’ τν παραθύρα; Σβάχκιν καένας ; η κανά σκλί γκραφαλνάει; Του μύρσιν τίπουτα κι θελ’ να σέβ; Για να τσακώσου τ φούρκα να πάου να ιδώ….
Ανοίγ απότουμα τν’ παραθύρα κι τι γλέπ…μια γριντουμέν καταίς…αμέσους τν καταλαβαίν
Ξιάγκλια: Ω καλώς τ’ Λισάβη..τι σκλιά γυρέβς ιδώ μα; τι έπαθις μαρ; γριντώθκις; Του χούι να παίρντς λόϊα πισου π’ τς πόρτις κι ύστιρα να βαντς μαναφλίκια δεν τόκουψις έτσ; Τι ακόλτσις του φτί στν παραθύρα μα κι μόλις ανξα σβάχκις καταΐς;Tι δεν κρέντς μα; Τι δεν ουμιλάς; Άει..κουριμός.. να σι βουηθίσου να σκουθείς..χαμπέρου
Σκώνιτι η Λισάβη …τιριάζιτι ψίχα, σιβαίν’ που μέσα στου νουβρό π κάθουντι οι άλλις κι λέει:
Λισάβη:Γειά σας μάρ γειτόντσις..γειά σου μα Τσιατσιούλα.. τι φκιάντι; Να μαρ…πιρνούσα πτ’ ρούγα κι πάϊνα στου μαντρίμ’ κι σας ακσα π’ λουγόφιρνέτι κι απουπιάνουσάσταν κι που μόναχου του φτίμ τσιουλώθκι κι ακόλτσι στν παραθύρα ν ακούει..που μόναχου…ιγώ δε φταίγου…του φτίμ’ εχ θκότ αφέντ’ κι του κουμαντάρ’..
Ξιάγκλια: Καλά μαρ κάτσι. Ξέρου του χούϊ δύσκουλα κόβιτι κι ισι βάντς μόνι μαναφλίκια κι ύστιρα φέβγς. Κι δεν τα λές κι τς ουρθιάς…σαν χρηζμοί τα λές..να μη καταλαβαίν καένας καντίπουτα.,,κανουνικά Πυθία έπριπι να σι λέν κι να ματσκαλνάς δάφν’ ..όχ’ Λισάβη. Προυχτές τι ήταν ικείνου πούπις μα; «Ου τέτοιυς , τν τέτοια τν τίτιουσι, μές τν τέτοιου τν αχιρώνα;»..τι ίνι αυτό μαρ σαψιάλου; Καταλαβαίν καένας τίπουτας; Κι ίσι κι τς ικλισιάς Σαν τς άλνους π’ κουβαλιούντι στου χουριό απ τ’ Σαλουνίκ, μόνι ψίχα του καλουκαίρ, μόνι για τν Αησουτήρα κι ουμιλούν μια γλώσσα καγκαπόταβ, σαν τς άλλ’ π καμώνουντι ότι ίνι σπουδαγμέν’ πουλιταξιδιμέν, μι ιπιρουές απ τας Ευρώπας..πτν Αμιρική..κι ξέφυγαν..κι ίνι παραπάν σκαλί.. κι ουμιλούν μόνι γκρίκλις ,κι αντρέπουντι για τ’ γλώσσα π’ ουμιλούσαν οι παπούδις κι οι γιαγιάδις μας . Του παίζν κι μάγκις….ξέρς τι σέφκιν κι ίπιν σέναν φίλουτ, στου καφινείου τ’ Λιόλια ένας πτ’ αφνούς; Δάρθκαν κάτ’ σιαπέρα στου σκουλειό…για τα κόματα ήταν; για τς ουμάδις;ίχαν κανά διάφουρου; Θα σι γιλάσου. Σιβαίν απλές, στου καφινείου τουν ζγών’ κι τουν λέει: «δικέ μου κάτι δικοί σας χτυπήσαν κάτι δικούς μας ναούμε». Να τουν σνάξ μια μη τν κλούτσα στου κιφάλ να τουν πείς αυτόν..να τουν χιρίις μι τν κρανίσια στα κουλιά, να τα φκιάις μαυρότιρα που σκουτίδα..γκιόλντα …ναούμε και δικέ μου και οι δικοί σας κι να μη καταλαβαίντς καντίπουτα..απ’ τουν πουλύ πουλιτιζμό πτ’ Σαλουνίκ’ . Αντί να τουν πεί κανουνικά «τήρα θκέμ ντιούλκα..άκσι..ικείια πουκάτ πτου σκουλειό, κάτ’ απ του θκόσας του τσιασίτ μι κάτ’ απ’ του θκόμας του νταμάρ, αρπάχκαν… κρούουνταν παραφύσις..στουμπίζουνταν..π’ τς βαρισιές μαλί δε φύτρουνιν, ..γιόμζι ου ένας του σαμάρ πτουν άλλου..άργαζαν τα κουζίνιατ τς, ουρλιούνταν, φτιούνταν..ξικιούνταν..γκιλνιούνταν καταΐς , απ του σουλτάν μερεμέτ κατατραφώθκαν..κατάλαβις αντάσ’; Πιάλα να τς βουηθήσουμι..». Έτσ’ απλά ουμιλάει ου κόζμους..Ντριανουβνά..να τς καταλαβέν όλ’. Τέλους πάντουν..άκσι ήθιλα να αναφέρου κι κάτ’ άλλου..ήθιλα να μη πείς κι σι τι λές για τς λουγαριαζμοί, τα συμβόλια, τα χρώματα τα σουγλιά κι για τ’ αυτά πέρχουντι στν ινέργεια πτου Γινάρ κι ύστιρα.
Η Λισάβι μόλις ακούει χρώματα κι λουγαριαζμοί κλπ πιτάχνιτι ουρθή, σαν καπάκ’ απού σιντούκ’ , κι λέει:
Λισάβη:Τι λέτι μαρ καμπέρις..ισίς του ‘ύρσιτι ντίπ στου κουματικό..τόσ’ ώρα μι τσιουλουμένου του φτί πίσου π’ τν πόρτα (μαρτυρύθκιν) , σας ακούου η μια πράσνου η άλλ γαλάζιου αϊντι συνιργασίις, η μια σμώτιρα στου πράσνου ίνι του μπιρέταβου, σμώτιρα στου γαλάζιου του κόκκινου..μι λόζιασέτι ντιπ. Άκσιτι να ιδίτι γκιόσις στραβουκάνις..ιμείς σ΄αυτά τα κουματικά δεν ανακατώνουμέστι…έτσ’ μι ουρμήνιψιν κι ου θκόζμ κι ου παπάς στν ικλισιά. Δεν θα ανακατώνιστι στα κουματικά γιατί δε θα διουρίσν τα πιδιά σας..άει να ιδούμι ισείς π’ ανακατώνιστι μι τέτοια χαζά τι θα φκιάσν τα πιδιά σας…ιμείς ίμιστοι καλοί ανθρώπ’, οχ’ σαν ισάς. Ιμάς θα μας ουρμηνέψ’ ου παππάς πόταβου , τι χρώμα υπόθιτου… να μι σχουρνάτι , τι χρώμα σουγλί-λουγαριαζμό να διαλέξουμι, όχ σαν ισάς πλέτι κατ’ για ιπιστήμις για χάρβαρντ για κέμπριτζ κι χαμπάρια…αυτά ίνι τ διάουλου ….ιμείς ότ’ πεί ου παππάς ότ’ ..
Τσιατσιούλα: Τι λές μαρ χαρμαμαούλα; αει φέβγα τσακίς απ’ τι δω μα σαψιάλου…ουου να ξιπατουθείς πτι δώια παρδάλου….πθα μι πείς ιμένα για τς ιπιστήμις..ιγώ σι ρώτσα έμπριπα κι καλουτρόπς, ισίς πόταβου χρώμα συμβόλιου θα διαλέξτι για να ινιργιθίτι, κι σι μα γκαντέφου μ’ απόπιασις ..μι ανακάτουσις τουν παππά, τν ικκλισιά, τα κόμματα του χαρβαρντ.. Δε μι λές μα κατρατσιάρου..τι δλειά εχ’ ου παππάς π’ μι αναφέρντς να διαλέξ’ του χρώμα;..αλλα βέβια..τέτοιου σφιντάν’ πούσι, ντιπ σαν ασφύρστ’ κόσα, που να χαμπαριάις ισί..Έχς κι τουν θκός, που ίνι στου μυαλό..πιο αργός κι απ’ του πιτρέλιου..πιο αργός πτουν ιπιτάφιου, απού γκαχιλώνα κι απού σκλίκ’. Που να πάρ’ μυρουδιά μα ου παλιουντιούλκας; αφού ίνι ντιπ σκιπάρ..δεν κλώθ’ του βιράνκου..μπιρδεβ κι τς απουχρώσεις ..προυχτές μιρθειν να τουν σφάξου..του γάλα μιλέει ίνι μπιρέταβου, για τιαυτό ου μπάτζιους βγαίν πουρτουκαλίς κι η ούρδα..μάβρ..σαν κατράμ. Ντίπ ούρδα ανάλατ΄ίνι. Τι χρώμα έχν ου λουβουδιές κι οι ντρίτζγκις ρε τουν λέου; Γαλάζιου μι λέει. Σκώτουστουν του βιράνκου..μι γαλαζιόπιτρα κι μι κριουλίν ..άμπουξτουν τουν παρτάλα. Χα να σας φουνάξου κι στ’ γουρνουφλιά..πέχουμι ταχιά…αλλά ισείς ίστι για δέσ’μου..Άει τσακίς ..μαγδάλου…καϊπιώς αγλήγουρα
Κινάει η Λισσάβη για φιβγιό κι λέει
Λισάβη: Άει να ιδούμι τι θα καταλάβτι…μπαστραβίτσις π’ μι ξινουμάτι χρουνιάρις μέρις κι δε μ’ αφήντι ν’ ακούσου ως τουν πάτου τι θα πίτι…αλλά δε σας κακίζου..χρουνιάρις μέρις έρχουντι…
Ξιάγκλια: Μας σείισις Λισάβου..αλλά κουριμός…για τς μέρις πέρχουντι..άει στου καλός κι κοίταξι ν’ αστουχήις να ρθείς κατ’ ιδώ αλλ΄φουρά…γιατί τώρα νταϊαντίθκα που μόναχ αλλά αλλ’ φουρά δεν ξέρου..αει βζνννν..καΐπ
Φέυγ’ η Λισάβι..κι ξαφνικά…η Τσιατσιούλα λέει:
Τσιατσιούλα: Ουουου μαρ Ξιάγκλια …ξιαστουχήθκα μα…ουουου τι στρώθκα μά… ωρέ τι ίνι απόψι;
Ξιάγκλια: Τι ίνι μα ..βραδ’ ίνι ..θα νυχτώσ’ κι..
Τσιατσιούλα: Τι βραδ’ ίνι μά..μόνι βραδ’ ινι απόψι; Μαρ’ αστουχιάρου κόλιαντα δεν ίνι απόψι; …γλίγουρα να φεύγου..
Ξιάγκλια: Καλά λες μα ..κόλιαντα ίνι απόψι…ου κόντιψα να τ αστουχήσου. Κάτσι μα παρέα..να μουλουγήσουμι ψίχα κι ύστιρα φεβγς
Τσιατσιούλα: Ωρέ έχου πουλές δλειές…πρέπ να φουκαλίσου του νουβουρό…να κάψου φούρνου, να φκιάσου πισνίκια για τι μας κι κουκόλια για τα σκλιά. Του κυριότιρου να φκιάσου κουλιαντίνις κι φουρνουτάρις να δίνου τς κουλιαντέρδις απόψι. Πρέπ να φκιάσου κι του σαραϊλί..φαΐ για τι μας τς τρανοί έχου ..τσέπα πτου γουρουν’ μι πράσου. Ουουου..πρέπ να ιτοιμάσου κι του μαϊριό μα..οι θκοίμας οι τσιλιμπατζιώνδις απ’ τουν κατ’ του μαχαλά ..στουν θκόμ’ θα φκιάσν κόλιαντα απόψι. Ν’ ανάψου του τζιάκ’ στου μαϊριό κι να βάλου του καλαμπούκ’ να βραζ’ να φάν τα πιδιά . Να σι κανα δυό ώρις π’ θα παρ’ να μουργκιζ θα μαζουχτούν. Τς έφκιασα που τ’ χαραΐ..μέρους να βάλν τς τζιουμανίκις κι ου θκόζμ βάρισιν πτα ιχτές στου ντβαρ κατ’ φραγκόκαρφα να κριμάσν τα σακούλια κι τα πανουφόριατς. Άσι έχου κι τουν μκρό του θκόμ..μόλις σεφκιν ου Δικέμβρς δεν ίχιν του νουτ στου σκουλειό..κι μάνα φέτου να φκιάσουμι κόλιαντα στου θκόμας του μαϊριό..κι αν έβαλα τ’ τζιουμανίκατ’ στου νιρό να σφίξ’ ..κι πότι θα ρθούν τα κόλιαντα ..κι ζούρου-ζούρου κι μπίρι-μπίρι μι αγάνουσι του κιφάλ’. Ασι ξέρς τι άλλ κατρατσιά έφκιασαν μι τς άλνους; Πήραν του τσικούρ ταχατιά να κόψν κι να μασν ξύλα για τα κόλιαντα..του στούμσαν σι μια μπιστιριά κι ύστιρα ιπειδή δεν ίχαν ξύλα..πήγαν κι ξικάχτσαν κι χάλασαν τ’ ντιούλ’ τν ηλιάστρα κι πήραν τα ξύλα. Ήρθιν ου άνθρουπους ..πρώτα μας απόπιασιν , μας πήριν του τσιόλ’ αλλά ύστιρα τουν ίπιν ου θκόζμ ότι θα τουν φκιάσ’ δυό κινουργιις ηλιάστρις κι μαλάκουσιν
Ξιάγκλια: Ναι μα φιλνάδα..πέρσ’ έφκιασαν κόλιαντα στου θκόμ του μαϊριό. Ξερς τι έπαθιν όμους ου θκόζμ ου μκρός; Κίντσαν να πιρπατούν κόλιαντα κι δεν ξέρου σι τίνους τν’ πόρτα..έφτασιν πρώτους κι χίρσι να χπάει τν πόρτα όσου κι αν μπουρούσιν..κι κράακ τσακίζιτι η τζιουμανίκατ’… σιαπέρα του τζιουμάκ ..του ξύλου που ίνι ρουκουμένου στου τζιουμάκ.. στα χέριατ..κι κόβ έναν πιαλτό κέρχιτι στου σπίτ’ κι αγκάρζιν κι κουτσιούνταν.Πτουν πιαλτό έχασιν στου δρομου κι τα κάστανα απ’ του σακούλ..μόνι τρία απόμναν μέσα. Ετς κέτς καρτιρούσιν τα κόλιαντα κι πάει. Τουν αψίχσαμι πουλύ κι ιγώ κι ου θκόζμ…κι τουν λέει ου θκόζμ « μη κλαίς ρε πιδίμ..τώρα ενακένας θα σι φκιάσου τν τρανιτιρ τ’ τζιουμανίκα». Τσακόν’ ένα κτούκ’ ίσια μι τρουπί..κι μια φούρκα, τρυπάει μη τν αρίδα του τρουπί..ρουκών’ στν τρύπα τ’ φούρκα κι γιάτιν..η τρανίτιρ η τζιουμανίκα. Χαρά ου μκρός, δεν μπουρούσιν να τ’ σκώσ’..τουν έπιρνι πίσου όμους,κόβ πέρα κι πάει-πάει…τς πρόφτασιν τς άλνους στουν απάν του μαχαλά..ίχαν μπιτίς στς Ιφταλίας κι πάϊναν στς Φόντινας…Ετς απλές..επαθάμι πέρσ’
Τσιατσιούλα: Ίνι όμους ρε φιλνάδα πτα καλύτιρα πέχουμι..πουλλά βράδια συλουιάζου. Μόλις πααίν δώδικα ακριβώς χιρνούν οι παρέις μα. Πρώτ’ απόλνους ..απόλα τα χουριά κι τς πουλιτείις τα θκάμας τα πιδιά χιρνούν να λέν του χαρμόσυνου..κι συλουιάζου μα ..ακούουντι φουνές σ’ όλου του χουριό..κι ίνι όλα αγαπμένα…συναντιούντι οι παρέις κι όλου γέλια κι χαρές «για να ιδώ πόταβ’ τζιουμανίκα έχς ισί;», «για να ιδώ έμασις πουλά κάστανα;» «ωρε του θκός του πανουφόρ ίχι κι τζάρτζου» αγνά πράματα κι αθώα..όχ σαν τς πόλεις π’ βρίσκουντι κι οι μσοί κρουν τς άλλ να τς πάρν τς παράδις πέμασαν.
Κύστιρα ακούοντι μα..ρόπουτ’ στν πόρτα κι όλ’ αντάμα:
«Κόλιαντα μπάμπου, κόλιαντα
κιμένα ν’ κουλιαντίνα
κι αν δε μι δώσεις κόλιαντα
δώζμι ένα κουρίτσι
-κι τι του θέλεις γάϊδαρι
του μαύρου του κουρίτσι;
Του θέλου να ζιστένουμι
του Μάη κι τουν Απρίλη
Όι…Όι κόλιαντα κι τ χρόν’»
Κι μείς μα..καρτιρούμι μι τ’ μαλάθα στου νουβρό μι τα καστανα, τς κουλιαντίνις, τς φουρνουτάρις, τς κάχτις κι αραδίζν’ ένα-‘ένα τα πιδιά κι τα βάνουμι τα καλούδια στου σακούλ’ κι ύστιρα σιβαίνουμι στου σπίτ’ κι αραδίζν όλα πάλι κι σιμπούν τ’ φουτιά στου τζιάκ’ κι λέν «αρνιά…κατσίκια κι γκόλιαβα πιδιά…καλημέρα κι τ’ χρόν» κι άϊντι στου δίπλα του σπίτ’
Κάτσι μα..κουντέβν να μι πάρν τα ζμιά..συγκινήθκα παραφύσις..έλα να σι φλίσου να πούμι τς ιφχές, γιατί απ τ’ συγκίνησ’ χίρσι να ντραγκαλνιέτι του κατσιαούλ’μ..να μη νταμπλαστώ κιόλας ιδώιας..
Σκώνιτι κι η Ξιάγκλια , αγκαλιάζουντι..φλιούντι σταυρουτά κι χιρνούν ..
Ξιάγκλια: Άϊντι μα ..σχουριμένα κι τ χρόν..μι αγάπ’ κι μι γειά μα..
Τσιατσιούλα: Χρόντς πουλούς καλόκαρδ μα , νάστι όλ’ καλά..όλις οι φαμπλιές κι όλ’ οι ανθρώπ’ να ντς καλά..υγειά μα , ιυτιχία κι αγάπ’ ..κι όσου για τ’ αφνούς μι τα πρασινουκουκινουμπιρεταβουμπλέ τα τιμουλόγια ..άμπουξτς μα ..αστς να κουλιουμπούν στς παράδιςτς μα κι ιμί θα κουλιουμπούμι σν αγάπ’ μας αϊντι καλά κόλιαντα κι καλά Χριστούγιννα σ’ όλνους μι υγεία κι αγάπ’.
Παναγιώτης Κωστόπουλος