632
Ήταν τέτοια η κραυγή της μάνας
π’ άνοιξε χαρακιά στον ουρανό
Ήταν τέτοια η κραυγή της μάνας
π’ άνοιξε χαρακιά στον ουρανό,
η γης ταρακουνήθηκε.
Τα μάτια της κατακλυσμιαίος ουρανός
μαύρες αστραπές χόρευαν.
Τα νύχια της όργωναν το χώμα,
το κορμί της κατεδαφίζονταν
απ’ τα ρίχτερ του πόνου.
Κύματα αλλοφροσύνης
τη βύθιζαν σε μαύρο ωκεανό.
Σπάραζε, χτυπιόταν
θεριό άγρια λαβωμένο.
Σπάσανε οι χορδές της φωνής της,
ούρλιαζαν τα μέσα της.
Το φως του ήλιου λιγόστευε στα μάτια της,
λιπόθυμη την πήρανε.
Πέρασαν χρόνια,
κάθε μέρα από τότε
άσπρα λουλούδια στο μνήμα,
φιλί στο γελαστό αγόρι.
Ήτανε μονάχα είκοσι χρονών.
Σήκωνε τα ματιά της ψηλά,
το βλέμμα της τρυπούσε το άπειρο ψιθυρίζοντας.
Δεν σε κακίζω πια γιέ μου
που αργείς για να με πάρεις.
Ποιος θα σου ανάβει το καντήλι
να φωτίζει τις σκοτεινές νύχτες
που σε σκεπάσανε.
Πασχάλης Τσολάκης









