· Αναρουτιούντι όλ’ σ’ν Κόζιαν’ γιατί δεν έπισιν του καμπαναριό «ου Μαμάτσιους», που ’νι παλιό κι τόσου αψηλό.
Του τηρούν όλ’ κι του ξανατηρούν κι λιέν «ω ρα του παραμ’κρό να μη πάθ’»! Έπισιν όλ’ η Κόζιαν’ σι συλλουή. Όλ’ οι πιστήμουνις έπισαν ουπάν να ιδούν γιατί δεν έπαθιν καντίπουτα. Κι ιφτιχώς αγλήγουρα έδουκαν τ’ν απάντησ’: Γιατί του ρουλόι τ’ ήταν σταματ’μένου στ’ς δέκα κι δέκα κι δεν πρόφτασιν να πααίν’ στ’ς δώδικα.
· Ένας Σκαρκιώτ’ς πααίν’ σπίτ’. Τουν λιέει η μάνα τ’ «μπρε γίγκιν σειισμός;» κι αυτός τ’ λέει «ι, άϊντι μα, άσι να λιεν αυτοί, μάζουξι τα μπάζα να κοιμ’θώ»!
· Στ’ Λιφκουπηγή ένας πέτ’νους γέντσιν έν’ αβγό ουπάν στου καμπαναριό τ’ς ικκλησίας. Άμα πέσ’ τ’ αβγό απού κει ουπάν, που τα πέσ’, δέξα ή ζέρβα; Κι η απάντησ’ είνι «όχ’ ότ’ ου πέτ’νους δεν γιννάει αβγά, αλλά ότ’ η ικκλησιά τ’ς Λιφκουπηγής δεν έχ’ καμπαναριό. Έπισιν απ’ του σεισμό»!
· Μάκα, γίγκιν σειισμός.
– Πού μπρε; Στ’ Ζάκυνθου ή σ’ν Πάτρα;
– Ιδώ μα
– Άϊντι μπρε, να μας κάψ’ ου Θ’ός. Μόδις τηρούμι να φέρουμι κι δώ!!
* Ύστιρα απ’ του σεισμό φώναξαν τουν άμμου, του χαλίκ’ κι του τσιμέντου για να τ’ς δικάσ’ν
– Για έλα ιδώ, λιέει ου πρόιδρους στουν άμμου, για πε μας, γιατί έπισιν του σπίτ’;
– Ιγώ κυρ’ πρόϊδρι τ’ς είπα, ιά ιδώϊα είμι τούμπα, βάλτι όσου χαλέβτι.
– Ισύ χαλίκ’
– Κι γω ήμαν ένας τρανός σουρός κι τ’ς είπα να πάρ’ν όσου θέλ’ν.
– Ισύ τι λιες τσιμέντου;
– Ιγώ τι να σι πω κυρ’ πρόιδρι, δεν ξέρου καντίπουτα, γιατί δεν ήμαν ντιπ ικεί!