από Δρ Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη
(Μέρος Α’)
Η Κρεμαστή αποτελεί συνοικισμό της Τοπικής Κοινότητας Κοιλάδας, του Δημοτικού Διαμερίσματος Ελλησπόντου, Δήμου Κοζάνης (σημ. 1) (εικ. 1).
Η θέση εντοπίστηκε το 1985 (σημ. 2). Βρίσκεται 15 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Κοζάνης, στο νοτιοανατολικό όριο της λεκάνης της Κίτρινης Λίμνης (Σαριγκιόλ) και έξω από το χώρο που κάλυπτε το ομώνυμο έλος, το οποίο αποξηράνθηκε τη δεκαετία του ’50.
Κίτρινη Λίμνη (Σαριγκιόλ) και προϊστορική έρευνα
Η κοιλάδα της Κίτρινης Λίμνης ή Σαριγκιόλ, στα βόρεια/βορειοανατολικά της πόλης της Κοζάνης, έχει έκταση 35 τ.χλμ. περίπου και υψόμετρα 656-680 μ. Κατοικήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, από τα μέσα της 7ης π.Χ. χιλιετίας, με ιδιαίτερη πυκνότητα κατά τη Νεότερη/Τελική Νεολιθική (5500-3000 π.Χ. περίπου). Κατά την Πρώιμη Εποχή Χαλκού βεβαιώνεται κατοίκηση σε λίγες μόνο θέσεις, ενώ οι ενδείξεις για τη 2η π.Χ. χιλιετία είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Οι λόγοι της πληθυσμιακής μείωσης παραμένουν αδιευκρίνιστοι, ενώ με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν μπορούν να συνδεθούν με βεβαιότητα με την εξάπλωση ελών στον πυθμένα της λεκάνης (σημ. 3).
Η κοιλάδα αποτελεί τμήμα της ευρύτερης γεωλογικής λεκάνης της Πτολεμαΐδας. Τα νότια όριά της, όπου και ο οικισμός της Κρεμαστής, ορίζονται από τα υψώματα του όρους Σκοπός, στο οποίο, όπως και στα υπόλοιπα βουνά γύρω από την Κίτρινη Λίμνη, συναντάται ποικιλία πετρωμάτων, πολλά από τα οποία φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν από τους προϊστορικούς κατοίκους της περιοχής, κυρίως για την κατασκευή εργαλείων. Στην κοιλάδα συναντώνται δύο ειδών αποθέσεις, οι λιμναίες ή ελώδεις, στο χώρο του έλους, και οι σύγχρονες αλλουβιακές, χειμαρροποτάμιες προσχώσεις, που καλύπτουν το χώρο μεταξύ του έλους και των γύρω βουνών (σημ. 4).
Η Κίτρινη Λίμνη είναι γνωστή στην αρχαιολογική βιβλιογραφία από το 1966 (και 1970), που εντοπίστηκαν οι πρώτοι εννέα οικισμοί από τον D.H. French (κάποιοι μετά από υπόδειξη του αρχαιολόγου της Υπηρεσίας Φ. Πέτσα), ως μια περιοχή με εντατική προϊστορική κατοίκηση. Η νεότερη έρευνα, από το 1981 και εξής, αρχικά με επανεντοπισμό των ήδη γνωστών χώρων (σημ. 5) (εικ. 2), και στη συνέχεια με εκτεταμένα προγράμματα σωστικού χαρακτήρα, επιφανειακής και ανασκαφικής έρευνας, στο πλαίσιο των σύγχρονων μεγάλων έργων (όπως η Εγνατία Οδός), αλλά και της δραστηριότητας της ΔΕΗ, προσέθεσε έναν σημαντικό αριθμό θέσεων, ανεβάζοντας κατακόρυφα τον αριθμό τους και διευρύνοντας τα όρια της περιοχής διασποράς τους.
Έτσι, ο συνολικός αριθμός των οικισμών υπερβαίνει σήμερα τους 35 (σημ. 6), οι 10 από τους οποίους βρίσκονται στο χώρο που κάλυπτε το έλος και οι υπόλοιποι έξω από αυτό. Πολλοί από αυτούς κινδυνεύουν με αφανισμό, καθώς βρίσκονται μέσα στα όρια ανάπτυξης των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ, ενώ με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι πολλές θέσεις έχουν ήδη χαθεί.
Υλικό της Νεότερης/Τελικής Νεολιθικής περιόδου, στην οποία ανήκει και η Κρεμαστή, εντοπίστηκε με βεβαιότητα σε 19 οικισμούς. Ανασκαφική έρευνα, εκτός από την Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας, πραγματοποιήθηκε, σε περιορισμένη έκταση, στους οικισμούς Μεγάλο Νησί Γαλάνης (1987-1989, 1993, 1994 [σημ. 7]), Στάση Μαυροδενδρίου (1999), Μουρτζουβάδες Ασβεστόπετρας (1999) (σημ. 8), Κουρί Πτολεμαΐδας (2010) και Ίσιωμα Μαυροπηγής (2010) (σημ. 9), ενώ εκτεταμένη ανασκαφή διενεργήθηκε στην Τούμπα Κλείτου (1995, 2006-2010 [σημ. 10]), από όπου και προήλθαν σημαντικά ευρήματα, ουσιαστικά για την κατανόηση της περιόδου στην περιοχή, αλλά και ευρύτερα. Επιπλέον, οι ανασκαφές σε πρωιμότερους οικισμούς, της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής, όπως στο Φυλλοτσαΐρι Μαυροπηγής (2005, 2006) και στη Βρύση (2000) και Σουλουκιά Ποντοκώμης (2010) (σημ. 11) διεύρυναν τις γνώσεις μας για το σύνολο της Νεολιθικής Εποχής, φωτίζοντας παράλληλα και το πολιτισμικό υπόβαθρο της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου.
Χρονολόγηση της Νεότερης Νεολιθικής στην Κίτρινη Λίμνη
Η Νεότερη Νεολιθική στην Κίτρινη Λίμνη εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες και διαφορές με όλες τις γύρω περιοχές και πολιτισμικές ομάδες, οι οποίες δεν εντοπίζονται μόνο στην κεραμική αλλά και σε πολλές άλλες όψεις του πολιτισμού της. Παρατηρείται συγκερασμός πολιτισμικών στοιχείων διαφορετικής προέλευσης και εμφάνιση ενός διαφοροποιημένου πολιτισμού με πολλά τοπικά χαρακτηριστικά. Η σύνθεση των μέχρι τώρα χρονολογικών δεδομένων της περιοχής (σημ. 12) δίνει για τη συγκεκριμένη περίοδο δύο φάσεις:
α) Μεταβατική φάση, με χαρακτηριστικά Μέσης και Νεότερης Νεολιθικής: Εντοπίζεται στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης (ίσως και στην Κρεμαστή) και τοποθετείται στο 5500-5400 π.Χ. περίπου.
β) Νεότερη Νεολιθική: Διαπιστώνεται στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης και σε όλους τους ανασκαμμένους οικισμούς, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα την Κρεμαστή. Χαρακτηρίζεται από μελανοστεφή κεραμική και από μια μεγάλη σειρά μονόχρωμων καστανοκόκκινων αγγείων. Η φάση αυτή χρονολογείται στο 5340-4930 π.Χ., σύμφωνα με τις ραδιοχρονολογήσεις της Κρεμαστής (στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης είναι στο 5200-4950 π.Χ.), με δυνατότητα διεύρυνσης του νεότερου χρονολογικού ορίου μέχρι το 4700 π.Χ. όπου τοποθετείται η έναρξη της Τελικής Νεολιθικής στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Είναι μια μακρά πολιτισμική περίοδος, που φαίνεται να ταυτίζεται με το σύνολο της Νεότερης Νεολιθικής στην περιοχή και η οποία προηγείται της έναρξης της Τελικής, η πρώιμη φάση της οποίας (4700-4450 π.Χ.) αναγνωρίστηκε στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Οι τέσσερις στρωματογραφικές-χρονικές υποφάσεις που διαπιστώνονται στο ανασκαμμένο τμήμα της Κρεμαστής δεν υποδηλώνουν και ανάλογη διαίρεση της περιόδου, καθώς δεν συνοδεύονται από διαφοροποιήσεις στην κεραμική ούτε σε άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της θέσης.
Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας: Η θέση και η ανασκαφική της έρευνα
Ο οικισμός έχει ιδρυθεί πάνω σε αλλουβιακές αποθέσεις, από ανοιχτόχρωμο κιτρινωπό πηλό, σε υψόμετρο 661 μ. Έχει μορφή πολύ χαμηλής έως δυσδιάκριτης τούμπας, από το βόρειο τμήμα της οποίας διέρχεται η υφιστάμενη εθνική οδός Κοζάνης-Θεσσαλονίκης.
Η τούμπα έχει ύψος 1-1,50 μ. και έκταση επιφανειακού υλικού 35 στρέμματα, ενώ με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, το αρχικό ύψος της υπολογίζεται στα 2-2,50 μ. και η συνολική έκταση του οικισμού στα 80 στρέμματα. Το συγκεκριμένο ύψος επίχωσης είναι το αναμενόμενο για τον τύπο του οικισμού που στη βιβλιογραφία χαρακτηρίζεται ως «χαμηλή τούμπα», ενώ η υπολογιζόμενη έκτασή του τον καθιστά έναν από τους μεγαλύτερους οικισμούς της Κίτρινης Λίμνης και γενικότερα της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης.
Η σωστική ανασκαφή των ετών 1998-1999 υπαγορεύτηκε από την κατασκευή της Εγνατίας Οδού. Αναπτύχθηκε στο βορειοανατολικό όριο της τούμπας, έξω από το όριο της επιφανειακής διασποράς του υλικού, σε έκταση 7 στρεμμάτων και σε μήκος 150 μ. επί της οδού (εικ. 3).
Ήρθαν στο φως 462 λάκκοι, 5 τάφροι ή τμήματά τους, 23 ταφές καύσεων και δύο ενταφιασμοί σε λάκκους (σημ. 13). Τα ευρήματα της ανασκαφής, το επιφανειακό υλικό της τούμπας, αλλά και αυτό που προέκυψε από την περιορισμένη ανασκαφή του 1996 (σημ. 14) στο βόρειο τμήμα της, από όπου διερχόταν αρχικά η Εγνατία Οδός, χρονολογούνται στη Νεότερη Νεολιθική Περίοδο και σύμφωνα με τις ραδιοχρονολογήσεις στο 5340-4930 π.Χ. Λιγοστές ενδείξεις μαρτυρούν την ύπαρξη και της Εποχής Χαλκού, σε παρακείμενη πιθανόν περιοχή.
Στρωματογραφία του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού
Η στρωματογραφία του χώρου σε γενικές γραμμές είναι ομοιόμορφη. Διακρίνονται δύο βασικά στρώματα πάνω από το φυσικό, ένα κιτρινωπό έως καστανοκίτρινο και ένα καστανό έως καστανόγκριζο πάνω από αυτό. Με βάση μια σειρά κριτηρίων, αυτά διακρίθηκαν σε πέντε λεπτότερα: Επιφανειακό, Α’, Β’, Γ’ και Δ’. Το επιφανειακό-αρόσιμο ανήκει στους νεότερους χρόνους και τα υπόλοιπα στην Πρώιμη Νεότερη Νεολιθική. Το πάχος τους δεν διαφέρει σημαντικά, κυμαίνονται όλα μεταξύ 10/20-35/50 εκατοστών, με σημαντικές αυξομειώσεις στις διάφορες τομές ή περιοχές, ακόμα και εντός της ίδιας τομής.
Η επιφάνεια πάνω στην οποία έγινε η αρχική χρήση δεν ήταν τελείως επίπεδη, αλλά παρουσίαζε κάποιες ρηχές βαθύνσεις και υπερυψωμένα σημεία. Προς την πλευρά της λεκάνης εμφάνιζε μικρή κλίση, η οποία διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια χρήσης του χώρου, με το ύψος της επίχωσης να αυξάνεται παντού ομοιόμορφα, κατά 1 μ. περίπου.
Τα ευρήματα που προέρχονται από τις τομές χωρίς να μπορούν να συνδεθούν με καμιά επιμέρους ενότητα (λάκκο, τάφρο ή ταφή) είναι πολύ λίγα, εξαιρουμένου του νοτιοδυτικού τμήματος της ανασκαφής, που βρίσκεται πλησιέστερα προς την τούμπα. Αυτό αφορά στο σύνολο του αρχαιολογικού υλικού (κεραμική, οστά ζώων, ψημένο πηλό και μικροευρήματα), τα χαρακτηριστικά του οποίου υποδηλώνουν έντονη κίνηση στην περιοχή και μεταφορά του μακριά από το χώρο της αρχικής του απόθεσης.
Στη στρωματογραφία του ανασκαμμένου χώρου δεν διαπιστώνονται σαφείς και εκτεταμένες επιφάνειες χρήσης. Τα τέσσερα προϊστορικά στρώματα που έχουμε διακρίνει υπαγορεύονται περισσότερο από τα ποικίλα βάθη διάνοιξης των λάκκων και τάφρων καθώς και από τα βάθη ανεύρεσης των ταφών καύσεων, τα οποία αντανακλούν την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών επιφανειών. Οι επιφάνειες αυτές είναι περισσότερο εμφανείς σε επίπεδο μεμονωμένων τομών ή πιο εκτεταμένων περιοχών, όπου πολλές από τις κατασκευές και χρήσεις εμφανίζουν μεταξύ τους σαφή χρονική διαδοχή. Αντίθετα, ο χρονικός συσχετισμός στο σύνολο της ανασκαμμένης περιοχής εμφανίζει ιδιαίτερες δυσκολίες (εικ. 4).
Η στρωματογραφική επομένως ένταξη των επιμέρους ανασκαφικών ενοτήτων (λάκκοι, τάφροι, ταφές), η οποία έγινε με βάση το βάθος εμφάνισης του αρχικού ορίου τους και σε κάποιες περιπτώσεις το βάθος εμφάνισης ευρημάτων, όχι μόνο δεν είναι απόλυτη, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις είναι και αμφισβητήσιμη. Σύμφωνα με τη στρωματογραφία, επιφάνεια κοπής και περιεχόμενο λάκκου μπορούν α) να ταυτίζονται, β) το περιεχόμενο να βρίσκεται χαμηλότερα, υποδηλώνοντας άδειους ή μισογεμισμένους λάκκους, συχνά σφραγισμένους με άγονο στρώμα, και γ) το περιεχόμενο να υπερέχει της επιφάνειας κοπής, λόγω της κυρτής ή τυμβοειδούς μορφής του. Πρόσθετες δυσκολίες προκύπτουν από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του περιεχομένου πολλών λάκκων και τμημάτων τάφρων μικρή μόνο σχέση φαίνεται να έχει με το χρόνο κατασκευής τους, καθώς στοιχεία όπως η επανειλημμένη χρήση τους, το χρονικό κενό μεταξύ κατασκευής και αρχικής χρήσης αλλά και η πιθανή παρουσία πρωιμότερου του χρόνου κατασκευής τους υλικού διαπιστώνονται σε πολλές περιπτώσεις.
Η στρωματογραφία του χώρου έδειξε τη συνεχή αλλά περιστασιακή χρήση της συγκεκριμένης περιοχής του οικισμού, με παράλληλη μικρή οριζόντια μετακίνηση της δραστηριότητας και αλλαγή στη χρήση του χώρου. Διαπιστώθηκαν διαδοχικά επεισόδια χρήσης και εγκατάλειψης, με περιοχές πιο έντονης δραστηριότητας, χωρίς σε καμία χρονική φάση να παρατηρηθεί πλήρης εγκατάλειψη κάποιου τμήματος. Μεγαλύτερη χωρική ασυνέχεια και διαφοροποίηση παρατηρείται ανάμεσα στις δύο πρωιμότερες και δύο νεότερες στρωματογραφικές-χρονικές φάσεις χρήσης του χώρου (ανάμεσα δηλαδή στα στρώματα Β’/Α’ και Γ’/Δ’), υποδηλώνοντας την ύπαρξη δύο σαφών ευρύτερων περιόδων, της πρώιμης και της ύστερης.
Χρονολόγηση ευρημάτων και κατασκευών…συνέχεια