Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Α ΚΥΚΛΟΣ 4o ΜΕΡΟΣ
Ιδώια κι τέσσιρις πάν-κατ ώρις, ού Κώτσιους και ου Νιάνιους , ιντς στου καφiνείου τ’ Λιόλια (απ’ ν’ όξου τ’ μιριά , πουκάτ που ένα αγριουτσέναρου-σιβαίνουμι σένα χουράφ τ αρναούτουγλου, δηλ.του κλίμα – κι ρουφκαλνούν κράσου κι γκλιουκαλνούν τιουλτιούκου κι μιζέδια , χουρίς σταματμό…ου Λιόλιας σχιδόν δεν τς προυφτέν)
Κώτσιους: Ω Νιάνιου, μάσι τς κάνις..έχς κι τρανές αντέυλις κι χίρσις να σνάιζ’ του τραπέζ’…θα γκριμίσουμι τ’ς κούπις, τα φυλτζιάνια , κι τα μιζέδια, κι ίστιρα πάμι χαμέν’…αφού ξερ’ς δεν τς πατούμι κι δε βγένουμι ..άλλους βιρισές δε γένιτι …τρία τιφτέρια γιόμσαμι ως τώρα κι όλα απλήρουτα… θα μας διώξν κι απ τι αυτό του καφινίου, κι ξερς τι θα γέν’ κατουπίτυρα; Μονι τα παγκάκια απουμέν..θα νάμαστι κια οι δυό στα παγκάκια.. κι ποιός θα μας σιρβίρ μιτά ρε κατράναβι; Κι ποιο Λιόλια θα νάχουμι να βρίζουμι; Σαν τιμαριμένα σκλιά θανάμιστι…θα μας τηρούν όλ’ οι ταχατιά προυκουμέν πτα καφινεία κι θα γκαργκαλιούντι μιτιμάς κι θα χουιάζν κιόλας.
Κι δεν ίνι παγκάκια αυτά ρε αντάσ’.. αυτός ου Πρόϊδρους ου Ντάφας, μιτά τς τρανές τς πιιρικουπές στα κουντίλια, έμασιν τς γριντιές κι τα τσιατόξυλα που ένα παλιουντάμ π’ ρουβόλτσι στουν πέρα του μαχαλά κι κάτ άλλα πουλτόξλα απου κατ’ κατσώλια κι ένα αρνιθουκούμασου κι έφκιασι τα παγκάκια π’ γλεπς (κι δείχν), μι τι αυτάια τα στραβόξλα γέγκαν… κι πώς να κάτσου ιγώ ρε σι τέτοια παγκάκια, μι ζαραλίσια πλάτ’ κι μι δυό έμπλαστρα στ μές;; σαν ανάπουδου γα#@###του θα γένου..να σκαλτστώ δε θα μπουρώ..μι τ’ γκιζγκιριά θα μι κουβαλούν..μάσι γλήγουρα..( δεν προυφταίν’)
Νιάνιους: Τι ζαλούρα ίνι αυτή ρε;…άχαρα μίρθιν…τι έπαθις..μήπους σ’ εδουκιν ου Λιόλιας, κρυφά απ’ τι μένα, τουν κράσου του ληγμένου κι σινουήθκιτι να πλιαρώντς ιφνότιρα; Θέλτς να σι αμπώξου; Να.. (κι δείχνει μαζώνουντας κι ινώνουντας τα δάχλατ κι σκώνουντας του χερτ)… κάμν οι άλλ οι μιθούκδις, πν Πέλκα, τ’ Σέλτσα , του Βρατίν , του Σιάν’ ( τς άλλ δε σας τς λέου για να μη μαρτυρήστι) για να μι πιάσν φίλου..Έχι χαρ’ ρε κακουμοίρ π’ δεν αλλάξουπιστώ κι δεν κάμνου παρέα μι αλλουδαποί.. αλλιώς θα σι ίλιγα ιγώ…Δεν μ’ αφήντς, ντιπ ρα ν’ απουλαύσου τς θισπέσιοι , φυσικοί ήχ’ τ’ Ντριανόβου…Ξέρς πόσ’ ώρα έχου ν’ κούσου ρε τ δικουχτούρα να λαλάει ; Τς καραμούζις να κράζν;; Τα σκλιά ν’ αλυχτούν; Τα μπλάρια…να μπλαρνούν; ούτι κανα γουμάρ ακσα να αγκαρίζ’ ρε…..ούτι σπουρίτια να τσιουτσιουλνούν.. πως θα ζήσουμι ρε μι τέτοια έλλειψ’; πως θα ζήσουμι μι τέτοια ένδεια τουν ποιοτικότερουν φυσικών ήχουν που υπάρχ’ν στου ντουνιά;, όπως αυτών πτου Ντριανόβου;… ( Ξαφνικά, γουρλώνοντας τα μάτια)..Τι σκλιά γυρευν ρε αυτοί οι βρουκουλακαίοι ιδώια…τι κουβαλήθκαν πάλι;
Απού τν πλιυρά τς Πέλκας, ιμφανίζιτι ένα πιριπουλικό ιπουχής…
Νιάνιους: Όταν γλέπου αυτόν του λύκου μι τα τέσσιρα τα τριχούλια κι μι του φουρφούρ που πάν ανταριάζουμι, μ’ έρχιτι άχαρα…ειδικά μι τ αυνους που ινι μέσα , τς ντραγαταίοι απ τν Πέλκα κι τ Σέλτσα κι παραπάν μ’ αφνούς τς αμπρουσνούς μι τα μαύρα τα γυαλιά ..Κώτσιου παίξτου αδιάφουρους, καμώς ότι τηρας αλλού, κατά σιαπέρα (αμπρουστά στ φουρτούνα , συμμαχία πάλι μι τουν Κώτσιου, ισχύς εν τη ενώσει).
Του φτουκίνητου πααίν αργά , ινώ αυτοί πτου καβαλκέβν παραρατηρούν σα να χάχν κάτ’ χαμένου..να μασν’ καναν καημένου να σλιαρώσν ..
Του Νιάνιου τουν έρχιτι να τρυπώΣ’ που κατ’ πτου τραπέζ’ η να καμ’ τάχατιΆς ότι πααίν στουν αναγκαίου …Απότουμα λύτρουσ’.. του φτουκίνητου κλώθιτι τα πστρόφια κι απουμακρύνιτι κι πάλι αργά πτι κείια απούρθιν..μάλλουν δεν ήρθιν για τ’ αυνούς. Μόλις κρυβιτι στου κλώσμα..
Νιάνιους: (σκώνιτι ουρθός, έτμους να νταλντίσ’) Ούουου δουσίλουγ’ ..τσακίσκαν τα σκλιά ..έκουψαν πέρα..ορε δε δίν να μπιρδέψ’ τα πιδάλια αυτός ου παλιουσουφέρς μι του μαύρου του κουζίν, μι τ’ φάτσα, σαν πατμέν’ καραβάνα στν Αλβανία, να τσακστούν σι κανά απότουμου κλώσμα, να μη τς ξαναιδούμι; Παλιουβιράνκα γκαφάλια, ντουρντουβάκια, ου παλιουφα..(τον διακόπτ ου Κώτσιους)
Κωτσιους: Τι έπαθις ρε ; Τι χπιέσι ετσιαιά; : Ίδις πόταβους γέγκις; Σα τζιαρούχ..Ισι κουντευς να νταμπλιαστείς.. κι τα φτιάς κόκκινα σαν παντζιάρ ίνι ακόμα,,τα μάτιας γυαλίζν σα που φιδ’..ουμίλα ρε..μουγκάθκις
Νιάνιους: (παίρν μια βαθιά ανάσα, σνάζ’ μια κούπα , κάθιτι κι χιρνάει) Ξέρς ποιοί ινι αυτοί ρε; Θμάσι ή οι τιουλτούκις χίρσαν να σ’ αφην’ μονιμις βλάβις ξιαστουχμάρας; Δε θμάσι τι μας έφκιασαν ρε…ούτι του φρέσκου; Ίνι αυτοί που έρχουντι κι παίρν κάθι φουρά απουκόμματα κι μας καταστρέφν;
Κώτσιους: Τι απουκόμματα ρε Νιάνιου;..
Νιάνιους: Απουκόμματα ρε…δε θμάσι τι μας φκιάν ρε;..πιουμένους ίσι; Αφού μόνι τέσσιρις ντραματζάνις σιναξάμι ως τώρα.. απουκόμματα
Κώτσιους: Τι απουκόματα ρε;..άκσι γιατί κουρντίσκις πουλί,πτ’ αυνούς π’ είδις κι δεν ξέρς τι λές. Ίδις ρε π’ πιρνάει αυτός μι του κτι μι τα τέσσιρα τα τριχούλια κι τοχ’ φουρτουμένουμι ιφιμιρίδις τν Μακιδουνία κι τουν Ιλλινικό βουρα κι τς πααίν’ κατ τν Καστουριά;
Nιάνιους: Είδα
Κώτσιους: Eίδις ρε π’ τουν σταματούν, πουλλές φουρές οι χουριανοί κι άλλους τουν ρουτάει αν πέρασι του πιδίτ στου πουλί τρανό του σκουλιό, άλλους αν παντρέφκι κάνας θκόστ που τν Κόζιαν’ κι σιαπέρα κι δεν πίριν χαμπάρ, άλλους αν τς καμάρουσι κανας συγγενης τ’, κατ’ τ’ Σαλουνίκ’, αν έσφαξαν καέναν απ τα Λάρσα κι σιακάτ , αν γκριώθκιν καένας μι τριχιά, αν άρπαξιν κανά ρμάν’ γκζότ’ κι απόμκαν οι ανθρώπ’ χουρίς ξύλα για του χμώνα, αν έβαλιν πουθινά πουλύ χιόν’ κι απόμκαν απουκλειζμέν ανθρώπ κι ζουντανά, αν απιπκώθκιν κανά φτουκίνητου κι βάρισιν καένας… κι όλ γυρεύν κάτ’ σαν απόδειξ’νάχν, για να του δειξν κι στς άλλνους, κι στου χουρατά, κι στ φαμπλιά , για να του ιδούν όλ’ κι να τς ψτεψν;
Νιάνιους: Λέγι ρε.. τι θέλτς να πείς;;
Κώτσιους: Αυτός λοιπόν ..ου σουφέρς π’ πααίν τς ιφιμιρίδις, για να δώσ’ τν απόδειξ’ πτουν γύριψαν ,αντί να τς ξικάει κι να γένουντι πατσιάλια, τσακών ένα ψαλιδ , κόβ γύρου γύρου και διν’ στουν καθένα ότ’ τουν γίριψιν .. κατάλαβις;; Αυτό ,λοιπόν του κουμάτ, λέγιτι απόκουμα
Νιάνιους: Ιντάξ’ ρε …μπουρί να μπιρδέφκα ψίχα, ή ιπειδή τιριάσκαμι κι χοντρινη ψιά η γλώσσα, ή δεν άκσις ισί καλά κι δεν κατάλαβις…Απουπώματα σι πα ρε σλιάρ …έρχουντι κι μας πέρν απουπώματα..
Κώτσιους: Τι λες ρε γκζντάρ;…η απ τα γινάτια π’τς εχς η απ του πιουτί, είνι όλα αυτά….Ιχτές λοιπόν που ήμαν στου Λιαψίστ’, σέφκα στου μαγαζί για ν’ αγουράσου πιόματα, ξερς αυτό του μαγαζί, μι τα πουλα τα πιουτά κι τς τιουλτιούκις… Βάν’ τ’ ντραματζάνα καταΐ , ρουκών του χνι στν τρύπα κι τσακώνει τουν τινικέ μι τν τιουλτιούκου να απουγιουμώσ’… Τηράει..τι ινι αυτό ρε λέει ….τι σγκουριασιν ετσιαιάς ου τινικές;…φουνά(ζ’ «πιδι, τσακίς κέλα» Έρχιτι του πιδί (σημειουτεον ήταν ψιχα μουρφουμένου,, παϊνι στου γυμνάσιου στου τσουτίλ’, κι τα καλουκαίρια δουλιβιν στου μαγαζί ) “Λέγι μκρέ, τι σγκουριασι ετσιαιας ου τινικές;” “ Κύριε Νάσιο (ετς τουν ήλιγαν) μου είπατε χθες για να ανακινηθούν τα ποτά, να τοποθετήσω ανάποδα τα μπουκάλια πάνω στον τενεκέ . Φαίνεται ότι από τα πώματα των μπουκαλιών, δημιουργήθηκε η σκουριά» «Άαα λέει ου Νάσιους απου τα πώματα ινι»
Κώτσιους: «Τι ίνι αυτά τα πώματα ρε Νάσιου κι φριχκις όταν ίδις του σγκούραβου τουν τινικέ, κι ίπις αααα απ τα πώματα ίνι;»
Νάσιους: ΅Αυτάϊα τα παφιλέϊνα τα καπάκια π’ σφαλνούμι τς μπότσις ινι ρε Κώτσιου τα πώματα» Λόγου τσ ψηλης ιπιστιμουνικής μ’ κατάρτισ’ς τ’ άρπαξα ενακένα…Τα πώματα ινι όπους τα σιόχαλα κι τα κουφουτήλια π’ έχουμι ιμείς για να σφαλνούμι τς ντραματζάνις κι τα βαένια να μη αραδίζ’ καταίς ου κράσους κι η τιουλτιούκου.
Νιάνιους: Τι ινι αυτά ρε;΄π’ δε μ’ αφήντς να ουμιλήσου κι μι ανακάτουσις ντιπ;…μια τα πώματα απ του Λιαψίστ’, μια οι ιφιμιριδις πν Καστουριά μι τα απουκόμματα…άλλ φουρά μη τυχον κι μι διακοψ, σι τσάκσα τν κόντα…ταχατιάς του παίιζ’ ότι ξερς παραπάν γράμματα πτι μένα…ιγω τν πρωτη τ’ Δημουτικού τν έβγαλα στα δικατέσσιρα ρε, ινώ ισι στα δικαπέντι ποιος κιρδιζ’ ρε; ποιος τν έβγαλι νουρίτιρα ρε ζιουγρίμ; (χιρσι να κουρντιζιτι πουλύ) Παριμβαίν’ ου καφιτζις, « Κάτστι ρε πιδια μη αρπάχνιστι,θα μι χαλάστι του μαγαζί κιρνώ μια ντραματζάνα»
Μόλις ακούει ο Νιάνιους, κιρασμέν’ ντραματζάνα, ηριμάει σχιτικά, αλλα συνιχίζ’
Νιάνιους: Αει λοιπόν να βάλου τα πράγματα στ θές τ γιατί μια τα πώματας, μια τα απουκώματας αράδα δε θα βρούμι…Αν κι σέχου ψιχα φίλου μι τ αυτό του τρανό του ανακάτουμα θα χιρίσου να σκέφτουμι η να σι απουπέμψου ή να σι ιξουστρακίσου ή να σι αμπώξου , κι ίστιρα να σι αντικαταστήσου..Για να γλιτώις λοιπόν, τάνσι τα μάτια κι τσίλουσι τα φτιά κι ακ….Ειιι τν προυσουχή σι μένα , ασι κάτ τν κούπα…Όταν λοιπόν μιθούμι πουλύ κι χιρνούμι κι τσακιζουμι πρώτα τς μπότσις κι τα πουτήρια κι ύστιρα τς καρέκλις μι τα τραπέζια, πως ρε του μαθαίν πρώτα τα γκαφάλια, οι ντραγαταίοι κι ύστιρα ,ικείν’ μι τα μαύρα π’ παρακαλώ να πεσν στου γκρέμουρα; Ποιος τς ιδουπιάει ρε αφού ιμείς τσακίζουμι στα κρυφά; Κι ύστιρα τι γένιτι ρε;..Πράτα μας βάν τα δάχλα σι κείνου του κατραμ, κι μας τα ζούγλ σ’ ένα χαρτί..ύστιρα βγάν κι ριχν πρώτα στα τσακτζμένα ,ένα αλευρ , ( σαν αλεύρ που βρίζα φαίνιτι η απου καλαμπούκ η απου στιαρ, τετοιου π’ φκιαν οι θκεζ’μας τν πιτα, τελους πάντουν) κι ιστιρα βγαν κατ’ σα μαύρα φύλλα που γκάυρου η σα λουρίδις που μαυρα σαπζμένα συκόφιλα, κι τα ακουλνούν ουπάν, κι του βγαν …κι τι ψαχν λές; ..δαχλιες πτι αυτόν π τσάκζι, τίνους ίνι , να τουν παν στουν κατή κι ύστιρα στα σίδιρα… Τίνους ίνι οι δαχλιές ρε ψαχν….Απ τ χαραί αυτό σι λέου κι σι μι χίρσις πώματα κι απουκώματα ΔΑΧΛΙΕΣ, κι δε καταλαβαίντς…δαχλιές .. άμα είνι οι θκεζ’ μας οι δαχλιές
Μολις , στν πλατέα, όλους τυχαίους , φτάν ου Δάσκαλους κι ακούει τν τιλιφταία πιριγραφή τ Νιάνιου…παίρν θέσ
Δάσκαλος: Αποτυπώματα λέγονται κύριε Νιάνιο, ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Νάσιους: Α γειά σου ρε δάσκαλι, να σι χαίρουντι οι γονιδις, να χερισισι τα τσκαλιας κι τα κουρδουμπούλιας… απ τ χαραΐ αυτό τουν λεου του σλιάμτα , αλλα αυτός ου σλιάμτας, μια πόμματα απ του Λιαψιστ’, μια απουκόμματα απ τν Καστουρια μ’ αντράλιασιν, μι αντάριασιν κι μ’ ανακ’ατουσιν ντιπ ..
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ