Του Γιάννη Κορκά
Κοζανίτικα καρναβάλια Η εύθυμη λαϊκή μούσα: Μια σειρά από ωραία παληά τραγούδια
Κοζανίτικα καρναβάλια
Η εύθυμη λαϊκή μούσα: Μια σειρά από ωραία παληά τραγούδια
ΚΟΖΑΝΗ, (του απεσταλμένου μας).
Χάρις στην πρωτοβουλίαν του Δήμου Κοζάνης, ανεβίωσαν από της Κυριακής τα παληά καρναβάλια και όλα τα παληά έθιμα και οι εύθυμες παραδόσεις του παληού καιρού, αυτές που με λαχτάρα αναθυμούνται οι παληοί Κοζανίτες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα περασμένα χρόνια η Κοζάνη μαζύ με την
Σιάτισταν εθεωρούντο η Νίκαια της Δυτικής Μακεδονίας.
Η οργανωτική επιτροπή, αποτελούμενη εκ του Δημάρχου Κοζάνης κ.
Τέρπου ως προέδρου και των κ.κ. Κ. Τσιτσελίκη, Πράσσου, Καραλίβανου,Ζωγράφου, Θεοδοσοπούλου, Δ. Δόκου, Δ. Χασάπη, Γ. Ρεπανά, Κ. Τσόρουκαι Γ. Στέφου, ως μελών, έθεσε τας βάσεις των εορτών αίτινες καιεπέτυχαν απολύτως.
Το καταρτισθέν πρόγραμμα περιελάμβανε βραβεύσεις αμφιέσεων
αρμάτων, ευθύμων ομάδων, κέντρων διασκεδάσεων, φανών και των
καλλιτέρων παληών αποκρηάτικων τραγουδιών.
Τι είναι αυτά τα περίφημα παληά Κοζανίτικα καρναβάλια που χαλούσαν
κόσμο και ξεσήκωναν όχι μόνον τους ξενητεμένους Κοζανίτας και Δυτικόμακεδόνας για να πάνε να τα ιδούν, αλλά κι’ άλλο κόσμο από όλες τες Μακεδονικές πόλεις;
Μια ατέλειωτη σειρά από συνεχείς διασκεδάσεις, τραγούδια, χορούς
υπαιθρίους, σάτυρες καυστικές, μεταμφιέσεις που προκαλούσαν τρόμον και από διάφορα παιγνίδια. Παλαιά, η γιορτές αυτές εγίνοντο από την Πρωτοχρονιά μέχρι των Θεοφανείων, από δε του 1902 στην Κοζάνη μετετοπίσθησαν στες αποκρηές. Σ’ αυτό έδωσεν αφορμή η ίδρυσις του Γυμνασίου και του καλού Μουσικοφιλολογικού συλλόγου «Πανδώρα»,διότι από τότε ήρχισε κάποια εξαιρετική μορφωτική πρόοδος. Επίσης η μετατόπισις οφείλεται και εις τας προετοιμασίας δια τον Μακεδονικόν Αγώνα, του οποίου επέκειτο η έναρξις.
Οι γιορτές αυτές εκαλούντο «μπουμπουσάρια». Το όνομα, όπως μας λέγει ο σοφός Κοζανίτης Χαρίσιος Μεγδανός στο βιβλίον του «Ελληνικόν Έθνος» (1812), πάρθηκε από την Έμπουσαν, ένα από τα σκοτεινά φαντάσματα τα οποία κατά την μυθολογίαν εκάλη η Εκάτη, που είχεν ως μόνην κατοικίαν τον Άδην. Η Έμπουσα αυτή είχε την ιδιότητα να αλλάζη πολλές μορφές και να μεταμφιέζεται διαρκώς. Και έτσι πότε ενεφανίζετο ως παιδί, πότε ως ημίονος, ως άγριον θηρίον που έβγαζε από το στόμα φωτιά, πότε ως σκυλί και πότε ως ωραία κόρη που έχει το ένα πόδι χάλκινο και το άλλο όνου.
Κατά τον Δημοσθένην, Έμπουσα εκαλείτο η μητέρα του Αισχίνου (εκ του
«πάντα ποιείν») δια την οποίον ελέγετο ότι ήτο κρυμμένη σε σκοτεινά μέρη και απ’ εκεί εξωρμούσε για να φοβίζη και να τρομοκρατή τα παιδιά. Τα πολύ παληά χρόνια τα παιδιά συνεκεντρούντο εις ομίλους και εγύριζαν στα σπίτια τραγουδώντας. Ένα απ’ αυτά ή και περισσότερα, ήσαν «τραγικώς μεταμορφωμένα» με προσωπίδες, με ουρές αλεπούς, ή και με άλλες τερατώδεις μεταμφιέσεις, μιμούμενα την Έμπουσαν. Δια τον λόγο δε αυτόν ωνομάσθησαν τα παιδιάτικα αυτά παιγνίδια «μπουμπουσάρια».Το έθιμον αυτό από τους μικρούς μετεπήδησε στους μεγάλους και έτσι διεσώθη ως τα σήμερα με διαφορετικήν ονομασίαν. Μόνον εις την Σιάτισταν εξακολουθούν να ονομάζωνται, ακόμη και σήμερα «μπουμπουσάρια».
Πάντως το είδωλον της Εμπούσης εθεωρείτο ότι φέρει την δυστυχίαν και δια τον λόγον αυτόν επί ένα χρονικόν διάστημα είχον απαγορευθεί τα βυζαντινά Εμπουσάρια.
Όταν ανάβονται οι φωτιές, αρχίζει το πανηγύρι με χορούς και τραγούδια, ολόγυρα στη φωτιά. Σ’ όλες τις γειτονιές παρατηρείται μια ευγενική άμιλλα ποία θα παρουσιάσει την ωραιότερη φωτιά.
Οι κάτοικοι της μιας συνοικίας επισκέπτονται τους φανούς των άλλων
συνοικιών. Οι γυναίκες τότε βγάζουν κρασί με μεζέδες και κερνούν τους
επισκέπτας, οπότε το γλέντι κορυφούται.
Να μερικά ωραία τραγούδια που τραγουδιούνται στις φωτιές:
– Αφήστε αυτά τα ψέμματα κι ας πούμε την αλήθεια Ποιος είδε ψάρι στο βουνό, γουρούνι με σαμάρι Και ποντικό με κέρατα και ψύλλο με
μουστάκια Τον ψύλλο τον εφόρτωναν εννηά κιλά ρεβύθια Και μέσ’ το
μεσοσάμαρο σαράντα κολοκύθια Τον ψύλλο εκαλλίγωναν στη μέση στο
παζάρι Πέντε αλμπάντες τον κρατούν και τρεις τον καλλιγώνουν Σαν
έδωσε και κλώτσησε ταράχθη το παζάρι-
έτερον
Τρεις καλές γειτονοπούλες και οι τρεις αρχοντοπούλες Ψαροκόκαλα
βαστούνε, στην ταβέρνα πάν να πιούνε Και φωνάζουν, ταβερνιάρη φέρεμας ’να κατοστάρι Φέρε μας και τη μισή κι’ έλα κάθησε κι εσύ Φέρε μας και την οκά κι’ έλα κάθησε κοντά Φέρε μας και δυο σαρδέλες και τις δυο βαρέλες.
Μετά έρχονται τα κυρίως καρναβάλια, τα οποία είχαν φθάσει στο ζενίθ από το 1900- 1906. Τα καρναβάλια της τότε εποχής αποτελούσαν ολόκληρους θεατρικάς παραστάσεις.
Εγίνοντο λ.χ. αναπαραστάσεις της Γενοβέφας μέσα στο δάσος με το ελάφι της, των αγρίων με την ωραίαν αιχμάλωτον, με βασιλέα των αγρίων τον επιζώντα Θωμάν ή Τσώμον Ιωαννίδην, της ανακαλύψεως της Αμερικής, των Σπαρτιατών με τα ηρωικά των κατορθώματα, του περίφημου «σιδηροδρόμου» όπως τον εφαντάζοντο τότε, που ούτε καν τον είχαν ιδεί οι σατυρίζοντες αυτόν κλπ. Ακόμη εγίνοντο και αναπαραστάσεις γάμων, που όποιος δεν θυμόταν ότι ήτο Αποκρηά, τους έπαιρνε για αληθινούς…Εδώ μου αφηγήθησαν και ένα σχετικό περιστατικό που το θυμούνται οι Κοζανίται και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Πρόκειται περί του γάμου του Ψέκα,. που αγαπούσε τρελλά εδώ και 40-45 χρόνια πριν, την όμορφη Βασίλω – πεθαμένοι κι’ οι δυο τώρα – πλήν η κοπέλα με κανένα λόγο δεν ήθελε τον Ψέκα για άνδρα της. Τις Αποκρηές της χρονιάς εκείνης, που όλα τα αστεία ήσαν άκακα και αι παρεξηγήσεις άγνωστες την εποχήν αυτήν, οι πρόκριτοι της Κοζάνης απεφάσισαν να παίξουν ένα παιγνίδι στον Ψέκαν. Τον κάλεσαν λοιπόν και του είπαν πως το κορίτσι μετάνοιωσε και κλαίει κι’ αν δεν τον πάρη για άνδρα της θα σκοτωθεί. Έτσι, ο γάμος ωρίστηκε για το μεγάλο καρναβάλι, χωρίς ο Ψέκας να καταλάβη το χωρατό. Το απόγευμα απάνω από 300 καλεσμένοι ένδυσαν έναν άνδρα με γυναικεία νυφικά, τον σκέπασαν με πυκνό πέπλο και τον παρουσίασαν στον Ψέκα για τη Βασίλω. Ήταν τότε το έθιμο οι νύφες να σκεπάζωνται με πυκνό πέπλο, το οποίον ανεσήκωναν μετά την στέψι, στο σπίτι του γαμπρού.Στην πλατεία, μπρος στην εκκλησιά, επερίμενε άπειρο πλήθος, που ήξερε πως θα γινόταν ο ψεύτικος γάμος του Ψέκα. Βρήκαν ως αφορμή ότι η εκκλησία δεν χωράει τόσο κόσμον και είπαν ότι θα γίνει η στέψις στην πλατεία. Οι ψεύτικοι (μετημφιεσμένοι) παπάδες ήσαν έτοιμοι και η τελετή του γάμου έγινε σαν αληθινή μέσα σε ακράτητα γέλοια.
Ο γαμπρός καμάρωνε «σαν σκεπάρι γύφτικο», ενώ η «νύφη» κρατούσε τηνκοιλιά της από τα πολλά τα γελοία. Όταν ετελείωσε το μυστήριον, ο κόσμος επήρε τον γαμπρό και την «νύφη» και εγύρισαν όλα τα σπίτια για να «φιλήση χέρι» ο γαμπρός, όπως ήταν τότε ο έθιμο. Εννοείται ότι στο κάθε σπίτι εκερνούσαν κρασιά και μεζέδες.Και έτσι, όταν ο γαμπρός έφθασε στο δικό του, ήταν τύφλα στο μεθύσι.Τότε εξεσκέπασαν την νύφη και παρουσιάσθη αντί της Βασίλως ένας άνδρας με δυο πήχες μουστάκια.. .Την άλλη ημέρα ο Ψέκας έσκασε από το κακό του και σε λίγες ημέρες όλη η Κοζάνη τον συνώδεψε το δύστυχο στο νεκροταφείο…
Ας πάρωμε τώρα τα καρναβάλια της παληάς Κοζάνης, που προσεπάθησεν η οργανωτική επιτροπή να τα αναβιώση, πράγμα το οποίον και επέτυχε, διότι εύρε συνεπίκουρον αλόκληρον τον λαόν της Κοζάνης. Κατά τας αφηγήσεις του αγαπητού φίλου και εκλεκτού λογοτέχνου δικηγόρου κ. Τσιτσελίκη, οι γιορτές αυτές άρχιζαν τα παληά τα χρόνια μετον ρουκετοπόλεμον.
Μετά τον μέγαν εσπερινόν έβγαιναν όλοι εις την μεγάλην πλατείαν, όπου εχωρίζοντο εις δύο παρατάξεις και άρχιζεν ο ρουκετοπόλεμος. Επετούσαν δηλαδή οι μεν κατά των δε πότε μπούμπες (κροτίδες που βροντούσαν) και πότε τσούφες (κροτίδες που έκαμναν ένα απλό τσαφ). Κατόπιν έρριπταν και εις τα σπήτια.
Επειδή όμως έγιναν και μερικά μικροδυστυχήματα ο ρουκετοπόλεμος
γρήγορα κατηργήθη.
Στην πλατεία άρχιζαν ατέλειωτα τραγούδια και χοροί. Από τα τραγούδια
αυτά σημειώνουμε μερικά όπως είναι η εξομολόγησι:
«Πααίνω στον πνευματικό για να ξεμολογηθώ.Πααίνω μια πααίνω δυο και δεν τον βρίσκω μοναχό.Την τρίτη τον απάντησα, τούπα τα κρίματα μου.
-Πόσα κοράσια φίλησες, μου λέει, ευλογημένε.
-Χίλια κοράσια φίλησα και χώρια παντρεμένες.
Κι’ οι καλογρηές κι οι παπαδιές λογαριασμό δεν έχουν,
έτερον
Ο παπάς απ’ την Αγυιά, έχασε την παπαδιά.
Πήρε σβάρνα τα χωριά για να βρη την παπαδιά:
Ψες την είδα μεσ’ τ’ αλώνι τ’ απαιζε με τον Μανώλη
Ψες την είδα στο γεφύρι, τ’ άπαιζε με την Ζαφείρη.
Κατόπιν όλοι εσκορπίζοντο σε επισκέψεις στα σπίτια που ήσαν ανοιχτά
όλες τις ημέρες εκείνες και τότε άρχιζε το γλεντοκόπι και τα τραγούδια.
Απ’ αυτά λίγα σώζονται. Τα πολλά τα έχει συγκεντρώσει ο γυμνασιάρχης Αθαν. Διάφας και καθώς μου λένε, τώρα κοσμούν το λαογραφικό μουσείο της Πρωτευούσης. Μερικά μας είπαν οι Νέστορας Κυριάκος και ΚώτταςΚαρακλάνης.
«Μάνα μ’ στο περιβόλι μου,
εκεί καθόμαν κι έπλεγα χρυσό μανδύλι κένταγα.
Επέρασαν τρεις αετοί, τρία παλληκάρια Το ένα με μήλο με βαρεί, με το
λεμόνι τ’ άλλο Το τρίτο το μικρότερο στέκειται και μου λέγει
Κόρη μου δεν παντρεύεσαι να πάρης παλληκάρι
έτερον
Τώρα που τα παιδιάστικα στο χορό θα τραγουδήσω Και θα πω για δυο
ματάκια π’ αγαπώ Για δυο ματούλια π’ αγαπώ, τηρώ και δεν ήταν δω.
Πάϊσαν στη βρύση για νερό και γω στη βρύση καρτερώ Να της τσακίσω το σταμνί, να πάη στην μάνα της αδειανή.
Εκτός από τον ρουκετοπόλεμο ήσαν οι περίφημοι φανοί που σώζονται
μέχρι σήμερα.
Οι φανοί είναι οι συνοικιακές φωτιές που άρχιζαν από την πρώτη Κυριακή της Τυρινής.Όταν επλησίαζε να έλθη ο καιρός τα παιδιά της κάθε γειτονιάς έβγαιναν μ’ένα πιάτο στα σπίτια της γειτονιάς τους και μάζευαν χρήματα για την αγορά δαδιού.
Έναν παρά για τον φανό, φώναζαν στις πόρτες και το πιάτο γέμιζαν λεπτά.Τα δαδιά ετοποθετούντο σε μεγάλους σωρούς κι5 ύστερα εγινόταν ολόγυραστολισμός με σημαίες, δάφνες, γυρλάντες, χαλιά κ.λ.π.
Οργανωταί σ’ όλες αυτές τις αποκρηάτικες γιορτές και στα καρναβάλια της τότε εποχής ήσαν οι επιζώντες ως τα σήμερα Δημ. Χαϊδόπουλος, Θωμάς ήΤσήλειος Γιοβάνης (ο βασιλεύς των αγρίων), Μάρκος Ματάκης, Ν.Γκουσκούνης, Μάρκος Μάνος, Ντίνος Σακελλάρης, Ν. Τσιμινάκης και οι αποβιώσαντες Ζήσης Αγραφιώτης τέως διευθυντής του λυκείου Πειραιώς, Αργ. Παφύλλης κ.α.
Αυτά με λίγα λόγια είναι τα περίφημα καρναβάλια της παληάς Κοζάνης της οποίας ο Δήμος, μόνος αυτός εξ’ όλων των Δήμων της Ελλάδος, μετά των Αθηνών, εβάλθηκε να τα αναβιώσει.
Οι Κοζανίτες αποβλέπουν με εξαιρετικήν εμπιστοσύνην προς τον δήμαρχόν τους κ. Τέρπου και την οργανωτικήν επιτροπήν και πιστεύουν ακραδάντως πως αι εορταί αυταί θα έχουν απόλυτην επιτυχίαν. Ας το ευχηθούμε κι εμείς γιατί η λαογραφία μας πολλά θα έχη να ωφεληθή από την ωραίαν αυτήν προσπάθεια.
Ι.Α.
ΖΗΡΑΣ