Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακους στίχους τραγουδιών
ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Ελενίτσα μ’ αγαπώ σε .
Έλα μίαν ας φιλώ σε
Ντο τερείς με και γελάς;
Ας σον πόνο μ’ ’κ’ εγροικάς
Ελενίτσα μ’, Ελένη μ’
Εποίκες με σεβνταλήν
Εγώ κουίζω κι εσύ φεύ’ς
Ντ’ άπονον καρδόπον έεις;
Εγώ λέγω κι εσύ πας
Ντο είναι ατά ντ’ ευτάς;
Το καρδόπο μ’ τυρα̤ννίεις
Και την ψ̌η μ’ πολλά κλαινίεις
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ελενίτσα μου σε αγαπώ
Έλα μια φορά να σε φιλήσω
Τι με κοιτάς και γελάς
Από πόνο μου δεν καταλαβαίνεις
Ελενίτσα μου ,Ελένη μου
Με έκανες και σε ερωτεύτηκα
Εγώ φωνάζω και εσύ φεύγεις
Τι άπονη καρδιά έχεις
Εγώ λέω και εσύ πας
Τι είναι αυτά που κάνεις
Την καρδούλα μου τυραννάς
Και την ψυχή μου την κάνεις και κλαίει πολύ .
**************************************
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Ντο τερείς ; – Κουίζω – Κ’ εγροικάς – Φευ’ς – Κλαινίεις – Ντ’ ευτάς ;
****************************************************************
Ντο τερείς
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Τηρώ
Ετυμολογία : τερώ=τηρώ
τηρέω < τηρός (ο φρουρός)
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Κοιτώ ,επιτηρώ, φυλάττω
προσέχω
Συγγενικές λέξεις : τηρός τήρησις επιτήρηση τηρητέον
***************************************
Κουίζω
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Κοϊζω – Σκούω
Ετυμολογία : Σκούω-σκυύομαι
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Φωνάζω δυνατά καλώ ονομαστικά, καλώ,προσκαλώ λαλώ, γρυλλίζω ,, βογκώ.
Συγγενικές λέξεις : Σκούξιμο.
************************************************
Κ’ εγροικάς
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Εγνεύω
εγραιίκα,γραιίκα.
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Δεν καταλαβαίνεις
Συγγενικές λέξεις : εγροικίουμαι , εγροικισμένος.
***************************************************
Φευ’ς
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Φεύγω – Φεύω
Ετυμολογία : φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγω
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Φεύγεις
Συγγενικές λέξεις : φυγή
• φευγιό
• φυγάς
• φευγαλέος
***************************************************
Κλαινίεις
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : , κλάμα
Ετυμολογία : Κλαίω. Ετυμολογείται από το κλάω =σπάω.
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Στενοχωρείς , κάνεις να κλάψει,οδύρεται
Συγγενικές λέξεις :Κλαψιάρης=γκρινιάρης, μεμψίμοιρος
***************************************************
Ντ’ ευτάς ;
*
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ευθεία – ευθύς
Ετυμολογία : ευθειάζω μεσαιωνική ελληνική εὐθειάζω ,ευθειάω
μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς.
Αόριστος εποίκα, από το αρχ παρακ,πεποίηκα, του ρήμ, ποιώ,
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο :
Τι κάνεις
Κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω κάτι.
Συγγενικές λέξεις :φκιασίδι (Υπάρχει και η άποψη: < ελληνιστική κοινή φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)
• (παρωχημένο) φκυασίδι
• (παρωχημένο) φτειασίδι