Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου που εμφανίζονται στον τίτλο της σημερινής δημοσίευσης αντλήθηκαν από ΄΄Ποντιακούς στίχους. ΄΄
Είναι ένα τραγούδι που οι στίχοι του αναφέρονται σε οικισμούς και περιοχές του Πόντου και κυρίως γύρω από την Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη όπως Πλάτανα ,‘Όφις ,Σούρμενα, περιοχή Ματσούκα, Τόνια , Ορντού .Τσάμπασι . Ίμερα και τονίζει το πέρασμα από 2 μεγάλες πόλεις κατά την αναγκαστική απομάκρυνση τους και την μετάβαση στην μητέρα πατρίδα την Ελλάδα ,το Βατούμ της σημερινής Γεωργίας και το Σοχούμ της Απχαζίας που τους φιλοξένησαν τονίζοντας συγχρόνως σε κάτι που ξεχωρίζαν ,φαγητά, συμπεριφορές,διασκέδαση κ.α.
Η ονομασία του τραγουδιού είναι ‘’Ας σο Σοχούμ επέρασα .‘’
ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Ας σο Σοχούμ επέρασα
————————-
Ας σο Σοχούμ επέρασα
Και σο Βατούμ εστάθα Ση Ματσούκαν κρύον νερόν
Έπα κι ενεπάγα Σην Τόνιαν ετραγώδ’νανε
Έπαιζαν κεμεντζ̌έδες Σα Σούρμενα σο φαγοπότ’
Χαψία και μεζέδες Σα Πλάτανα εφόρτωναν
Οψάρι͜α οι κατιρτσ̌ήδες Κι εβάλναν και τηγάνιζαν
Οφλήδες κι Απεσ̌λήδες
Έπαιζαν κεμεντζ̌έδες. Σα Σούρμενα σο φαγοπότ’
Χαψία και μεζέδες Σην Ίμεραν το ’θόγαλαν
Έπαμε σα παρχάρι͜α Σο Τσ̌άμπασ̌ιν εχόρευαν
Τ’ Ορτούς τα παλληκάρι͜α Σον Πόντον αν ευρίεσαι
Αρτουρεύ’νε τα χρόνι͜α ς’ Τα γεράδες λαρούντανε
Απιδι͜αβαίντς τα πόνι͜α ς’
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Από το Σοχούμ πέρασα
——————————
Από το Σοχούμ πέρασα και στο Βατούμ στάθηκα
Στην Ματσούκα ήπια κρύο νερό και ξεκουράστηκα
Στην Τόνια τραγουδούσαν΄, έπαιζαν λίρες .
Στα Σούρμενα στο φαγοπότι
γαύρους και μεζέδες .Στα Πλατανα οι αγωγιάτες φόρτωναν ψάρια
και έβαζαν να τηγανίζουν Οφλήδες και Απεσλήδες
Έπαιζαν κεμεντζέδες Στα Σούρμενα στο φαγοπότι
γαύρους και μεζέδες .
Στα ‘Ιμερα στους βοσκότοπους ήπιαμε ανθόγαλα
Στο Τσάμπασι χόρευαν ντα παλληκάρια της Ορτού.
Στον Πόντο αν βρεθείς αυξάνονται τα χρόνια σου ,
οι πληγές θεραπεύονται οι πόνοι απομακρύνονται.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ Eνεπάγα , Θόγαλαν , Ευρίεται , Ετραγώδ’νανε , Εβάλναν , Εστάθα
1, Eνεπάγα
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ανά + παύω
Ετυμολογία : αναπαύω < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀναπαύω < ἀνά + παύω (ανα- + παύω)
Ξεκουράζομαι.
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Αναπαύω ,ξεκουράζω
Συγγενικές λέξεις : αγρανάπαυση ,ανάπαυση αναπαυτήριο επαναπαύω
****************************************
2.Θόγαλαν
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Άνθος+γάλα
Ετυμολογία :
άνθος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἄνθος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂endʰos
γάλα < αρχαία ελληνική γάλα
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : ανθόγαλα.
Συγγενικές λέξεις : ανθοβολώ ανθόγαλο ανθογραφία ανθογυάλι
• ανθοδέσμη
*****************************************************************
3.Ευρίεται
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ευρίσκω – εύρηκα
Ετυμολογία : ευρίσκω < αρχαία ελληνική εὑρίσκω
βρίσκω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική εὑρίσκω
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : εὑρίσκω βρίσκω, ανακαλύπτω ,αποκτώ, φέρω
Συγγενικές λέξεις : εὕρημα εὕρεσις εὕρετρα
***************************************************
4.Ετραγώδ’νανε
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Τραγῳδῶ
Ετυμολογία : τραγούδι < μεσαιωνικό τραγούδιν < τραγουδώ < αρχαίο τραγῳδῶ
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : ποίημα ή κείμενο που τραγουδιέται η ενέργεια του τραγουδώ
Συγγενικές λέξεις : παρατράγουδο ,καψουροτράγουδο
.**************************************************
5. Εβάλναν
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Βιβάζω
Ρήμα βάζω, πρτ.: έβαζα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, π.αόρ.: βάλθηκα, μτχ.π.π.: βαλμένος
Ετυμολογία : Ἀπό ρίζα βαF- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: βάζω (=μιλῶ), βάξις (=λόγος). Παράγωγα: βασκαίνω, βασκανία, βασκάνιον (=φυλαχτό), βασκαντικός.
βάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βιβάζω
βιβάζω < βαίνω
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Τοποθετώ
Συγγενικές λέξεις : βάλθηκα ,βάλσου ,βαλμένος (μετοχή) αναβιβάζω
• αποβιβάζω διαβιβάζω
**************************************************
6. Εστάθα
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Έστηκα
Ετυμολογία : στέκομαι
στέκω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στέκω < ελληνιστική κοινή στήκω < αρχαία ελληνική ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι)
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο Στάθηκα.
Συγγενικές λέξεις : κοντοστέκω , • παραστέκω