129
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ αναθύμησες.
Απόσπασμα από το βιβλίο *Πορείες θανάτου…και ζωής* του Β. Σιδηρόπουλου
***Εκείνο το ίδιο απόγευμα λοιπόν που η μάνα μου ετοίμαζε τις βαλίτσες για την Γερμανία, εγώ απ’ τη μια μεριά και η Νόπη από την άλλη, βουβά μυξοκλαίγοντας κουνούσαμε μια ξύλινη κούνια και νανουρίζαμε τη μικρή μας αδελφή, τη Φανή.
Εκεί στο άβολο, γεμάτο με τρύπες σε μέγεθος πεντάρας τσιμεντένιο πάτωμα, πάνω σε κουρελούδες και μικρά πατάκια αποκοιμηθήκαμε, ρουφώντας τον πικρό αέρα του επικείμενου φευγιού των γονιών μας.
Οι μπόγοι και οι βαλίτσες τους είχαν ήδη φορτωθεί και δεθεί ψηλά στη σχάρα της πράσινης γουρούνας.
Ο εισπράκτορας πηδώντας απ’ τον ουρανό του λεωφορείου στο χαλικόδρομο μ’ ένα ω, ω, ωπ…, έπιασε στον αέρα το καπίστρι της κατσίκας του γέρο-Χοπλαμάζ (Χορευτής). Μετά με βία τραβώντας την, την έμπασε μέσα και την έδεσε από τα κέρατά της, με κολλημένη τη μουσούδα στο μεταλλικό μπράτσο ενός καθίσματος.
Τα σκαλιά του λεωφορείου και το μεταλλικό του πάτωμα γέμισαν απ’ τις μαύρες σαν μπίλιες κακαράντζες της, που της ξέφυγαν απ’ την τρομάρα της. Είχε παραγεράσει και προοριζόταν από το αφεντικό της για πούλημα στο παζάρι της Κατερίνης.
Πίσω της ακολούθησε βαριά ασθμαίνοντας ο γέρο-Χοπλαμάζ, πατώντας πάνω στις κακαράντζες της που βρωμοκόπησαν και βολεύτηκε στο κάθισμα, προσπαθώντας να μαζέψει τις ανάσες που του έλλειπαν από το χρόνιο άσθμα, που τον ταλαιπωρούσε.
Οι γείτονες κι’ οι συγγενείς μας, άλλοι με κατεβασμένα κεφάλια, άλλοι πιο ψύχραιμοι και τάχατες αποστασιοποιημένοι με σταυρωμένα χέρια στο στήθος τους και άλλοι πνιγμένοι στ’ αναφιλητά, ασπάζονταν ένας-ένας και αποχαιρετούσαν τους γονείς μου.
Η γιαγιά μου κρατούσε με δυσκολία στην αγκαλιά της τη μικρή μας αδελφή τη Φανή, που καθώς κι’ αυτή ψυχανεμίστηκε το φευγιό, τσιρίζοντας βαλάντωνε στο κλάμα, κλωτσώντας με μανία χέρια και πόδια στον αέρα, πασχίζοντας να ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά της.
Η μάνα μας, μας αναζήτησε με το βλέμμα της κι’ έκανε να μας πλησιάσει, για να μας αγκαλιάσει με αναφιλητά, αλλά γίναμε καπνός.
Το λεωφορείο στο μεταξύ έκλεισε τις δύο του πόρτες, που ξεφύσησαν με πάταγο και κίνησε να πάει μέχρι την πλατεία του χωριού, για να κάνει την αναστροφή του για την Κατερίνη.
Είχαμε φτάσει τρέχοντας στην άκρη του χωριού, μέχρι τη στιγμή που αυτό ξαναφάνηκε, σέρνοντας μαζί του και τη στροβιλιζόμενη σκόνη κολλημένη πάνω στο τεράστιο πίσω τζάμι του. Έβγαλα τον άσπρο κασκορσέ μου και τον στριφογύριζα στον αέρα τσιρίζοντας, αντίο, αντίο, κυνηγώντάς το ξυπόλητος, ρουφώντας τη σκόνη του, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας, σαν έφτασε στο σπίτι του Καπράν του Τουρκαλβανού, χτισμένο κάπου δύο χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό, πάνω σε μια μικρή τούμπα.