Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου, 2024

Μι τ΄ Γιαννούλου στο Μέγαρο τς Κατίνας. Με τη ματιά ενός θυμόσοφου Κασμιρτζή Βοϊώτη

0 comment 6 minutes read

 

Γειά σας πιδιά μ΄καλά! Τι γενησέστι; Ιγώ τώρα καλά είμι, κι σας γράφου από τ΄ν Αθήνα, από ένα τρανό χαν, απού του λεν Χίλτον, μόνι άξητι να σας πω πως βρέθκα ιδώ.

Ήμαν στου σπίτ΄ στου χουριό κι όπως είχα νταϊακώσ΄στ΄ν κόχη, άξα έν α ρόποτο απ΄ το τηλέφωνο. Ρώτσα τ΄ν Κώτσαινα τι είνι αυτό κι μ΄ είπιν ότι κάποιος μι καλνούσι στο μέσεντζερ. Ανοίγου κι τι να ιδώ! Ήταν μια θειά μι στόφα, απού δεν τ΄ν ήξιρα. Μι καλησπέρσιν, τ΄ν είπα κι ιγώ «καλησπέρα θειά» κι σάματ΄ τσιουτουρώθκι λίγου.

Για να λέμι κι τ΄ν αλήθεια ίσια κι πέρα, χρόνια είχα να πω θειά  σι γυναίκα. Που να βρεθεί τρανήτιρ΄ απ΄τ΄ εμένα! Αυτήν όμως όπως τ΄ν ήγλιπα, πρέπ΄ να ταν κι κάμποσο τρανήτιρ΄.  Ήταν ντμέν΄ μ ι μια στόφα κι μ΄ είπιν ότι είηδι τ΄ φωτογραφία μ΄ στο προφίλ μι φουστανέλλα κι μι γύρεψε να τ΄ συνοδέψω μι τ΄ φουστανέλα  σ΄ ένα ζιαφέτ,  σ΄ ένα πολύ τρανό σπίτ΄ στ΄ν Αθήνα.  Αυτήν ζούσι κι το ΄21 κι θάρεσε ότι είμιστι συνομήλικοι, κι ήθιλι να πάμι αντάμα, ως μοναδικοί επιζώντες από το 21, αλλά ιγώ τ΄ν είπα ότι ο πρώτος ο πόλεμος απού είηδα, ήταν το 1897.  Τ΄ ρώτσα πως τ΄ λεν κι μ΄ είπιν ότι τ΄ λεν Γιαννούλου Καγκελοπούλου. Μ΄ είπιν ότι ου άντρας τς έχει ένα τρανό εργοστάσιο που φκιάν σίδερα. Σκέφκα ότι σάματ΄ απ΄ τα σίδερα θα φκιάν κι κάγκελα, για τ΄ αυτό θα τ΄ λεν Καγκελοπούλου.

Τ΄ν είπα ότι ιγώ από το σπίτ΄  δεν κοτώ να βγώ κι δε μπορώ να πάου στ΄ν Αθήνα.  Μ΄είπιν ότι άμα πω ιγώ το ναι, θα μι στείλ΄ κι τα εισιτήρια κι παράδες κι πασαπόρτ΄ να παίνου όπ΄ θέλου, μέρα κι νύχτα. Στείλτα  τ΄ν είπα, κι μι τα στειλι.

Κατέφκα στ΄ν Κουζιάν, πήρα το αροπλάνο κι όταν εφτακάμι στα Σπάτα, μι καητιρούσι μια κούρσα μακρυά, ίσι  μι τ΄ Γκουγκόλ το φορτηγό. Σέφκα μέσα κι μι πάει κατ΄ ευθείαν στ΄ Γιαννούλου. Τ΄ν άρεσι πουλύ κι η φουστανέλλα μ΄ κι του τσιαμαντάν  κι τα τσιάμκα κι τα χολέβια. Από τ΄ ικεί μι πάει σ΄ένα τρανό χάν, απού του λεγαν Χίλτον. Ήταν όλα πληρωμένα. Κι το δωμάτιο κι τα φαϊά κι τα πιοτά.  Όλ ινκλούσιβ για μια βδομάδα. Να χα  ιδώ το Γούλα κι το Μίχου, να γλεπέτι τι θα γένταν!

Ύστιρα από δυό μέρις, ήρθιν η ώρα να πάμι στου τραπέζ. Λούσκα κι ας μη ήταν Σαββάτου, ξουραφίσκα, έφκιακα κι τ΄ν πόλκα κι κίντσα. Σ΄ν πόρτα μι καητιρούσι η Γιαννούλου. Ήταν πουλύ σμα αυτό το τρανό το σπίτ  που θα παηνάμι. Σαν ανάχτορο ήταν. Ήταν τσιολιάδες στ΄ν αυλή κι μέσα ήταν προέδρ΄ από κράτη, πρωθυπουργοί, υπουργοί κι άλλ΄ επίσημ΄.

Αμπροστά – αμπροστά στέκονταν μιαν  μι κατ΄ τσιοχλιά, που τ΄ν ήλιγαν Κατίνα. Κατάλαβα ότι θκο τς θα να ταν το σπίτ΄, μόνι που θιαμαίνουμαν πως μι τόσ΄ επίσημ΄,  αυτή βήκι μι τα τσιοχλιά.  Θάρεσα θα ξαστουχήθκιν.  Όλ΄ τ΄ χιρητούσαν κι τ΄ χιρέτσα κι ιγώ. Μ΄είπι ότι χάρκι που πήγα κι τ΄ν κάλεσα κι ιγώ να ρθει στου χουριό, μόνι να μι στείλ΄ από νωρίτερα χαμπέρ΄ για να σφάξω το γκραβανό τον πέτνο. Σάματ΄ δεν κατάλαβι τι τ΄ν είπα, αλλά καλύτιρα για τον πέτνο.

Σμα σ΄αυτήν στέκ΄νταν κι ένας άντρας. Τ΄ν είπα: «αυτός θα να νι ου άντρα σ΄» κι μ΄ είπι ότι δε νι ου άντρας τς, αλλά ου σύντρουφους τς.  Θιαμάχκα κι γύρσα στ΄ Γιαννούλου κι τ΄ν είπα: «που μ΄ ήφιρις»; Αυτή κατάλαβι κι μ΄είπι: «Μι τα μετράς αυτά.  Στ΄ν Αθήνα έτς ζάει ου κόσμους».  Τι να πω κι ιγώ; Τ΄ν είπα ότι άμα δεν αντρέπητι αυτήν, ιγώ γιατί να αντραπθώ;

Καλά που χα τ΄ Γιαννούλου κι μ΄ήλιγι που να σταθώ κι τι να φκιάκου. Μι πήρι κι εκατσάμι στου τραπέζ΄. Κάθουμαν σμα σ΄ έναν πρεσβευτή κι τσάκουσάμι κουβέντα. Τουν ρώτσα πως τουν λεν κι σα μ΄ είπιν το όνομα τ΄, τουν είπα ότι μι ένα με όνομα σαν το θκό τ΄,  δουλευάμι αντάμα στα τραίνα, όταν ήμαν στ΄ν Αμερική κι μ΄ είπιν ότι ήταν ου πάππους τ΄. Τον όμοιαζι κι όλας. Ντιπ όκαχτος ήταν!

Ύστιρα κουβέντιασάμι κι μι τ΄ Γιαννούλου. Τ΄ν κάλεσα να ρθει κι στου χουριό να γνουρίσ΄ κι τ΄ μπάμπου κι μ΄ είπιν ότι θα πάρ΄ το Θόδωρο κι θα ρθει. Αυτήν τ΄ φορά δεν είπα τίποτα για τον γκραβανό τον πέτνο. Δε θα φκιάνου όλ΄ τ΄ν ώρα πολιτική μι το πετνάρ΄! Τ΄ρώτσα μόνι άμα ου Θόδωρος είνι σύντροφος τς κι μ΄είπιν ότι ήταν στεφανωμέν΄ μι παππά κι μι κουμπάρο κι ησύχασα λίγου.

Ύστιρα ήρθαν οι σερβιτόρ΄ κι μι ρώτσαν  τι κρασί θα πιώ. Είχαν δυό άσπρα κι ένα κόκκινο, μόνι που το κόκκινο ήταν γλυκό.  Είπα ότι τα γλυκά είνι γυναικίσια κι δε θέλου κόκκινου κι μ΄ είπιν η Γιαννούλου ότι αυτά είνι σεξιστικά σχόλια κι καλύτιρα να μη λέου τέτοια. Θιαμάχκα αλλά μούλουξα. Αφού έτς είπιν η Γιαννούλου, ετς ας κάμου. Είπα να μι φέρουν ένα άσπρο. Διάλεξα αυτό απού του λεν Μαλαγουζιά, γιατί τ΄ άλλο απού ΄χαν είχι τρανό όνομα κι δεν το θμούμαν.

Ύστιρα μ΄ ήφιραν ένα μπισκότου, μαύρο σα κατράν. Του χαν ζμώσ΄ μι ζμί από ένα θαλασσνό, για τ΄αυτό ήταν τόσο μαύρο. Δοκίμασα να του φάου κι ήταν πουλύ κόραβο. Όταν δε μι τηρούσι καένας, τό ΄βαλα λίγο μέσα στο κρασί να μαλακώσ΄, για να μπορέσου να του ματσιαλίσου κι βήκι του μελάν΄ απού ΄χι μέσα κι θέλουσι  το κρασί κι από άσπρο, γίγκιν  ντιπ  σιάρβα.

Ύστιρα μας ήφιραν να φάμι κι είχαν κάτ΄ γιαπράκια μι κιμά απού γαρίδις.  Δεν τρώγουνταν. Άμα ήξιραν να φαν΄,  σκέφκα, θα τα φκιαναν μι μαντάρ΄, αλλά πάλι δεν είπα τίποτας.  Ύστιρα ήφιραν κατ΄ θαλασσνά που τα λεξαν αστακούδια. Πρώτ΄ φορά τα γλιπα, αλλά τα ασκιάθκα μόνι που τα είδα. Ήταν σα τρανά ζούζουλα, σαν τρανές πορτοκαλλί γκασιανίτσις, μι τρανά πουδάρια κι μι κέρατα  κι για να τα φας, τα τσάκζις μι τανάλια. Τανάλια σι τραπέζ΄ πρώτ΄ φορά ήγλιπα. Πάλι καλά που δεν έβαλαν κι τσιγκρασούλια.

Έτς καητιρούσα να περάσ΄ η ώρα, να πάου στου χαν  να φάου. Οι ξέν΄ έτρωγαν κι δεν ασκαίνουνταν κι μι τηρούσαν απού δεν έτρωγα  κι θαρρούσαν ότι οι Έλληνες συνήθσαμι να μι τρώμι,  απ΄τα πολλά τα μνημόνια που μας έβαλαν.

Σαν εσουσάμι, σκώθκαν όλ΄ να φύγουν. Σκώθκαμι κι ιγώ μι τ΄ Γιαννούλου κι χιρέτσαμι πρώτα  το σύντροφο τς προεδρίνας.  Τον ευκήθκα «καλά στέφανα», γιατί στου χουριό έτς φκιάνουμι κι μι τήρσι λίγο παράξενα, αλλά δεν κατάλαβα άμα τσιουτουρώθκι ή γέλασι, γιατί σώντας το φαΐ είχαμι βάλ΄ όλ΄ τα κρυψόμουτρα, κι δε μπορούσα να τον ιηδώ στα μούτρα. Ύστιρα χιρέτσαμι κι τ΄ν Κατίνα μι τα τσιουχλιά κι κίντσαμι να φύγουμι.  Φεύγουντας μ΄ είπιν η Κατίνα: «Κύριε Τσιαμίτη, νομίζω ότι η ατραξιόν της βραδυάς, φορούσε φουστανέλλα». «Μπά, θαρρώ τσιοχλιά φορούσι», τ΄ν είπα είπα κι έφυγα.

Περνούντας τον κατώφλιο, μι λέει η Γιαννούλου: «πολύ το ευχαριστήθηκα το τελευταίο κύριε Κώστα, κι όσα λέτε εγώ τα καταλαβαίνω.  Μπορώ να μιλάω όπως εσείς, αλλά δεν το κάνω, για να μπορώ να μπαίνω στο μέγαρο». Ανάλογα πως το γλέπ΄ ο καθ΄ένας, τ΄ν είπα!  Ιγώ όμως όπως γλέψ κι έτς κουβεντιάζω κι μπαίνου κι  στου μέγαρου!

Χιρητήθκαμι κι σέφκα σ΄ ένα από τ΄αυτά τα σβέλτα τα μαειργειά, αυτά απού τα λεν φαστ φουντ, που έγραφι απ΄ όξου «Μπακαλιάρος σκορδαλιά».  Πήγα κι πήρα μια μερίδα σι πλαστικό κλειδοπίνακου, κι πήγα στο Χίλτον να φάω σαν άνθρωπος!!

Κωνσταντίνος Τσιαμίτης

Leave a Comment

Ταυτότητα Ιστοσελίδας:
Σαλακίδης Ιωάννης – Ατομική Επιχείρηση

ΑΦΜ: 046450157, ΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Δ/νση Έδρας: Ζαφειράκη 3, ΤΚ 0100 Κοζάνη

Email: info@efkozani.gr

Τηλ. 24610-25112

Ιδιοκτήτης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής: Σαλακίδης Ιωάννης

Διευθύντρια Σύνταξης: Μαρία Τσακνάκη

Διαχειριστής: Σαλακίδης: Ιωάννης

Δικαιούχος του ονόματος τομέα (domain name): Σαλακίδης Ιωάννης

Efkozani logo

@2024 – All Right Reserved. Hosted and Supported by Webtouch.gr

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Διαβάστε περισσότερα

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00