466
Μια φθινοπωρινή απρόσμενη συνάντηση στο οινοποιείο Άλφα
Υπάρχουν επισκέψεις που ξεκινούν σαν μια απλή περιήγηση, ένα πέρασμα για να γεμίσεις τη μέρα — κι όμως, καταλήγουν να σου αφήνουν μια ανεξίτηλη εντύπωση, ένα συναίσθημα σαν να ανακάλυψες ξαφνικά κάτι πολύτιμο, σχεδόν κρυμμένο. Έτσι ένιωσα όταν βρέθηκα στο οινοποιείο “Αλφα”, στο Αμύνταιο, μια φθινοπωρινή μέρα που δεν προϊδέαζε για τίποτα το ιδιαίτερο. Το τοπίο γύρω απλό, γήινο, με τους αμπελώνες να απλώνονται ήσυχα σαν πίνακας ζωγραφικής, βουτηγμένος στα χρώματα του Οκτωβρίου. Δεν ήταν όμως μόνο η φύση που μίλησε στην ψυχή μου — ήταν κυρίως αυτό που αντίκρισα μόλις πέρασα την πύλη του οινοποιείου. Έμεινα κυριολεκτικά άφωνος από την οργάνωση. Κάθε χώρος τακτοποιημένος με φροντίδα και λειτουργικότητα, κάθε βήμα της διαδικασίας της παραγωγής σχεδιασμένο με λεπτομέρεια και σεβασμό προς το προϊόν, τον επισκέπτη και, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο τον χρόνο. Η αυτοματοποίηση δεν έκλεβε τη μαγεία από τη διαδικασία· αντίθετα, της πρόσθετε κύρος, ακρίβεια και ένα αίσθημα σύγχρονης αρμονίας.
Και μέσα σε όλη αυτή την τεχνολογική αρτιότητα, η ανθρώπινη παρουσία δεν χανόταν — το αντίθετο. Το προσωπικό του οινοποιείου, με χαμόγελο γνήσιο και διάθεση φιλόξενη, με έκανε να νιώσω καλοδεχούμενος, σχεδόν σαν να με περίμεναν. Εξήγησαν, καθοδήγησαν, απάντησαν, πάντα με σεβασμό και ευγένεια.
Κι εκεί που νόμιζα πως η εμπειρία είχε αγγίξει την κορυφή της, ήρθε η πιο απρόσμενη και συγκινητική συνάντηση: μπροστά μου βρέθηκε ο Άγγελος Ιατρίδης, οινολόγος και ένας από τους ιδιοκτήτες του οινοποιείου. Ένα όνομα που κάτι μου θύμιζε… Και τότε, σχεδόν σαν εικόνα να ξεπήδησε από τα παιδικά μου χρόνια, θυμήθηκα. Ο Άγγελος ήταν εκείνο το παιδί που κάποτε έπαιζε στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας. Ο πατέρας του είχε το ζαχαροπλαστείο της περιοχής — ένα μικρό κατάστημα γεμάτο μυρωδιές από βανίλια, κανέλα και σοκολάτα, που τότε για εμάς τα παιδιά φάνταζε σαν παλάτι. Πόσα απογεύματα δεν είχαμε περάσει εκεί, αγοράζοντας γλυκά με το χαρτζιλίκι μας, με τον μικρό Άγγελο να μας χαμογελά μαζί με τον αδελφό του πίσω από τον πάγκο Κι όμως, ο χρόνος είχε περάσει — εκείνο το παιδί είχε μεγαλώσει, είχε μορφωθεί, είχε ταξιδέψει και τώρα στεκόταν μπροστά μου, ώριμος, γεμάτος γνώση και πάθος για αυτό που κάνει. Δεν ήταν απλώς ένας οινολόγος· ήταν ένας άνθρωπος που είχε μεταφέρει τη γλύκα εκείνων των παιδικών του χρόνων σ’ ένα διαφορετικό πεδίο: το κρασί. Ένα κρασί με χαρακτήρα, με βάθος, με προσωπικότητα. Όπως κι εκείνος.
Η επίσκεψη αυτή δεν ήταν απλώς μια περιήγηση σ’ ένα οινοποιείο· ήταν ένα ταξίδι στον χρόνο, ένα ξανακοίταγμα στο παρελθόν και μια συνειδητοποίηση πως, ακόμα και όταν οι δρόμοι μας απομακρύνονται, υπάρχουν στιγμές που ξανασυναντιούνται, γεμάτες αρώματα, μνήμες και συγκίνηση.
Έφυγα από το οινοποιείο Α με μια γλυκιά αίσθηση πληρότητας. Είχα δοκιμάσει εξαιρετικά κρασιά, είχα μάθει πράγματα, είχα δει την τελειότητα στην πράξη — αλλά πάνω απ’ όλα, είχα ζήσει μια εμπειρία ανθρώπινη, σχεδόν ποιητική. Κι αυτή είναι, τελικά, η μεγαλύτερη αξία κάθε καλού κρασιού: η ικανότητά του να ενώνει ανθρώπους, μνήμες και στιγμές σε ένα και μόνο ποτήρι.
Βασίλης Παπαδημούλης









