Δρ. Ελπίς Σκόρδα, Γεωπόνος – ερευνήτρια. Άγνωστη γιατί πέρασε τη ζωή της με απλότητα, διακριτικότητα και συνέπεια στον πνευματικό και επιστημονικό προσανατολισμό. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1925, τρίτο από τα πέντε παιδιά του Αθανασίου και Αικατερίνης Σκόρδα, και αδελφή της μητέρας μου αείμνηστης Ελένης Ματιάκη. Ισχυρή και ανεξάρτητη προσωπικότητα, φίλη της αείμνηστης Άννας Καραγκούνη με την οποία παρείχαν κοινωνική και πνευματική προσφορά στην κοινωνία της Κοζάνης. Σε μία περίοδο όπου οι σπουδές ήταν αντικείμενο απλησίαστο, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, σπούδασε Γεωπονία στο ΑΠΘ, είχε υψηλές επιδόσεις και διακρίσεις και έλαβε το πτυχίο της με άριστα.
Τη διετία 1957-58 πραγματοποίησε με υποτροφία μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ στο University of Minnesota με κατεύθυνση στη Φυτοπαθολογία. Η αγάπη της για το Χριστό και τον άνθρωπο την οδήγησε στην απόφαση της να αφιερώσει τη ζωή της στην προσφορά. Η θεία Ελπίδα, όπως την αποκαλούμε πάντα, σαν επιστήμονας επέλεξε να ασχοληθεί με το σιτάρι με σκοπό, όπως μας έλεγε, να μπορέσει η ανθρωπότητα και κυρίως οι λαοί του τρίτου κόσμου να έχουν το απαραίτητο ψωμί για την επιβίωση τους.
Το κύριο ερευνητικό έργο της πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Σιτηρών της Θεσσαλονίκης, στην πόλη όπου πέρασε ολόκληρη τη ζωή της. Το 1956 διορίστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας σαν προϊσταμένη του Τμήματος Βελτίωσης των Σιτηρών. Συγχρόνως για χρόνια έκανε μελέτες στο εργαστήριο Βοτανικής του ΑΠΘ και στο εργαστήριο Γεωργίας της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών. Υπηρέτησε την επιστήμη με συνέπεια σαν ερευνητής Γεωπόνος μέχρι το 1983 όταν και αποχώρησε λόγω 35ετιας. Μετά την αποχώρηση της δεν αδράνησε αλλά συνέχισε το ερευνητικό και συγγραφικό έργο της μέχρι και λίγα χρόνια πριν το θάνατο της.
Με την πειραματική της έρευνα δημιούργησε τριάντα (30) ποικιλίες μαλακού σιταριού, πέντε (5) σκληρού, δυο (2) κριθαριού και βρώμης και δέκα (10) σιταροριζας. Η Δρ. Σκόρδα βοήθησε (υλικά) και ενθάρρυνε νέους γεωπόνους να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές και έτσι αναδείχθηκαν αξιόλογοι νέοι ερευνητές που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα, δυόμιση χρόνια από το θάνατο της, το σπουδαίο έργο της. Ανέπτυξε ερευνητική συνεργασία με πολυεθνικές εταιρίες φυτοφαρμάκων για την καταπολέμηση των ζιζανίων.
Παράλληλα με την έρευνά της, δεν παρέλειψε τη συγγραφή. Οι συνολικές δημοσιεύσεις της υπερβαίνουν τις 130 σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Οι συμμετοχές της σε διεθνή συνέδρια ξεπερνούν τις 50. Το συνολικό ερευνητικό επιστημονικό της έργο έτυχε ευρείας διεθνούς αναγνώρισης. Διετέλεσε μέλος Επιτροπής της ΕΟΚ για τις Τράπεζες Γενετικού υλικού. Διετέλεσε επίσης συνεργάτης πολλών Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών ερευνητικών Ινστιτούτων. Συνεργάστηκε αφιλοκερδώς με έρευνα και διδασκαλία από το 1992 έως το 1999 με τη Γεωπονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου για την προσφορά της ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας σε εκδήλωση το 2004.
Το έργο της, διεθνώς αναγνωρισμένο, σεβαστό και αποδεκτό, αλλά μερικώς αγνοημένο από την Ελληνική πολιτεία, όπου κυριαρχούν υπόγειες διαδρομές, παρασκήνια και το σύνηθες κατεστημένο. Έτσι το 1970 της αρνήθηκαν την έδρα στα Πανεπιστήμια των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης παρότι εκλέχθηκε. Ωστόσο, τις καταστάσεις αυτές σε όλη της την πορεία τις περιφρόνησε, επικεντρωμένη πάντα στην έρευνά της για το σιτάρι που υπήρξε ο “έρωτας ” της ζωής της.
Αντίγραφα πολλών από τις δημοσιεύσεις της, για τις οποίες νιώθω υπερήφανος, κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πολύωρες συνομιλίες μας, την εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπο μου και την παντοτινή της αγάπη για την οικογένειά μας και την Κοζάνη, παρότι ζούσε μακριά μας.
Αγαπημένη θεία Ελπίδα, θα είσαι πάντα στην καρδιά και το μυαλό μας.
Σάκης Ματιάκης