Ξεκίνησε μια πεταλούδα
να διασχίσει ωκεανό.
Δεν είδε πως μπροστά της έχει
ένα ταξίδι μακρινό.
Μπήκε στο δρόμο ορεξάτη
με κέφι και χαμόγελο.
Κουράστηκε κι έψαξε στάση,
μα έβλεπε άγριο νερό.
Με κουρασμένα τα φτερά της
και τον ιδρώτα στο λαιμό,
έβλεπε πως δε θα γλιτώσει
από το βέβαιο πνιγμό.
Ένας δε γλάρος που την είδε,
σαν από μηχανής θεός,
πρόφθασε, πάνω του την πήρε,
προτού την πάρει ο ωκεανός.
Συνέχισαν τη διαδρομή τους,
φθάσανε σώοι στην ακτή
κι απ΄ την κουβέντα μεταξύ τους
βγήκαν αδέλφια στη ζωή.
Μια πεταλούδα κι ένας γλάρος
βρέθηκαν συμπτωματικά,
νιώσαν κι οι δυο χαρά μεγάλη
και δε χωρίσανε ξανά.