Σήμερα δεν γράφω κάτι δικό μου, θεώρησα σκόπιμο και χρήσιμο να βάλω ένα απόσπασμα της ποιήτριας, όπως την αποκαλούσε ο Ελύτης, Μαρίας Λαμπαδαρίδου – Πόθου, από το μακρινό 1991 με τίτλο «Από το Λυκόφως της Μοναξιάς».
Μας χτύπησαν. Μας έλιωσαν. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Κάπου φωνάζαμε….κάτι θέλαμε να εμποδίσουμε. Ύστερα, χάθηκα…Κοιμήθηκα βαθιά. Χάθηκα φώναξα, χάθηκα…μα δεν υπήρχε τίποτα γύρω μου…τίποτα και κανείς. Ένα όνομα έμεινε μόνο μέσα στη μνήμη μου. Μάρα! Είναι της μάνας μου; Είναι της αδελφής μου; Είναι της κοπέλας που αγαπούσα; ποιος θα μου το πει;
Μάρα, φώναξα, την τελευταία στιγμή και της έδωσα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για να μη χαθούμε
Το πρόσωπο του άντρα βυθισμένο σε μια ανώνυμη σιωπή.
Ο κόσμος αυτός είναι και δικός μας, λέει. Πρέπει να ψάξω να βρω το πρόσωπό μου, κάπου χάθηκα, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο δεν φτάνει, καταλαβαίνεις… το μόνο στοιχείο της ζωής μου, είναι τούτο το κόκκινο ρόδι!
Ίδιο με το δικό μου, λέει εκείνη. Σίγουρα είναι το δώρο που μου έδωσες για να μη χαθούμε.
Απορούν και οι δύο. Ένα σημάδι γνωριμίας. Όμως τίποτε άλλο
Μα να υπάρχω μέσα στην απουσία, στην ανωνυμία, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μόνο μέσα στην ερημιά του μυαλού. Θέλω να θυμηθώ, να υπάρξω! Έχω ανάγκη από μια ταυτότητα, από το πρόσωπό μου. Καταλαβαίνεις;
Όχι, όχι, δεν θέλει να καταλάβει εκείνη, ή δεν μπορεί.
Θα φτιάξουμε με την φαντασία μας τούτες τις στιγμές, λέει, μια ζωή ολόιδια σαν αληθινή. Ίσως σωθούμε τότε. Τι λες;
Πως είναι δυνατόν να σωθεί με ψεύτικες μνήμες; Έχει ανάγκη από την αλήθεια εκείνος.
Πρέπει να μάθουμε πως φτάσαμε μέχρι εδώ, και γιατί λέει, μα εκείνη επιμένει.
Ώ έλα, έλα να θυμηθούμε τα παλιά κι ας μην είναι αλήθεια! Έχω ανάγκη από μνήμες γλυκές, έλα, έλα, λοιπόν, το χέρι σου μέσα στο χέρι μου να βαδίσουμε τις λεωφόρους του κόσμου! Θυμάσαι; κοιτάξαμε τα πρόσωπά μας μέσα στο νερό, σ’ αγαπώ μου είπες, μην το ξεχάσεις ποτέ…
Σώπασαν. Ένας τριγμός από πόρτα που ανοίγει. Άνθρωποι άγνωστοι γεμίζουν το θάλαμο.
Ποιος είσαι; Γιατί είσαι; Πότε γεννήθηκες; Τι έζησες; Γιατί έζησες; Μια βροχή από ερωτήσεις, ξαφνικά.
Ήσασταν κι εσείς λοιπόν στην οργάνωση “κόκκινο τριαντάφυλλο;” Σαρκάζει μια φωνή.
Τότε εκείνος σηκώνει το χέρι ψηλά, ήμασταν, ναι! φώναξε, κι ένας θυμός γλυκός αναταράζει το αίμα, ένας θυμός ολοένα πιο βίαιος ξυπνά πόνο μέσα στο μυαλό, ένα ρίγος της θύμησης. Και βλέπει χιλιάδες παιδιά να κρατούν ένα κόκκινο ρόδο και να φωνάζουν, στόματα ανοιχτά, στρογγυλά, θρυμματισμένα από τα δικά τους πύρινα άνθη του θανάτου.
Ο άγνωστος με το πρόσωπο μηχανή στέκεται μπροστά του προκλητικά.
Σε λίγο το ανθρώπινο γένος θα συμβολίζεται από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, λέει, ολόκληρο το παρελθόν του, η ιστορία του, η ταυτότητά του.
Εκείνος αναριγεί ως το κόκκαλο. Τούτα τα λόγια είναι προφητικά ή έτσι του φαίνεται; Και τι σημαίνει η δική του ιστορία; Μήπως είναι ο προάγγελος μιας θυσίας άγνωστης που ποτέ δεν θα μάθει;
Ποιοι είστε λοιπόν; Και τι είναι εδώ;
Η φωνή γέλασε. Όταν εμείς εξουσιάσουμε τη γη, εσύ δεν θα είσαι παρά ένας τυχαίος ασήμαντος αριθμός, για να μπορώ να σε κατευθύνω. Το σώμα σου, το μυαλό σου, η ιστορία σου, θα περιέχονται μέσα σε έναν Αριθμό, για να μπορώ να σε καταχωρώ και να σε βρίσκω σε χρόνο μηδέν, κατάλαβες;
Πάγωσε εκείνος μα δεν μίλησε. Όταν τα άγνωστα πρόσωπα έφυγαν, τότε κατάλαβε πως ήταν μηχανές τέλειες, απανθρωπισμένες.
Πήρε το χέρι της, το έσφιξε στον κόρφο του, είχε ανάγκη τούτο το ανθρώπινο άγγισμα.
Είναι παγίδα…παγίδα φώναξε κι ένας πόνος χάραξε το μυαλό.
Έβλεπε τώρα, έβλεπε καθαρά….Δεν μίλησαν…
Τούτη η άγνωστη εξουσία εισχωρούσε μέσα στη ζωή τους από ρωγμές αθέατες. Εισχωρούσε μέσα στο μυαλό τους, τους αφομοίωνε
Όχι..όχι….φώναξαν κι οι δύο και στάθηκαν μπρος σε ένα κάτοπτρο κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους. Ήταν δικά τους ακόμα, δικά τους… Πώς είναι δυνατόν να χαθούν πίσω από άγνωστους αριθμούς; Να γίνουν κουμπιά και καλώδια;
Όχι…όχι…ποτέ φώναξαν και πάλι. Και η μνήμη μάτωσε με μιας, πληγή ανοιχτή, κύλησε με τα δάκρυα.
Πρέπει να αντισταθούμε, να κρατηθούμε ορθοί, να φωνάξουμε….όσο ακόμα σώζονται κάποια κύτταρα του μυαλού ζωντανά, όσο ακόμα πονάει και ματώνει η μνήμη, όσο ακόμα μπορώ να σου κρατώ το χέρι και να σε φωνάζω Μάρα…
Σηκώνονται να φύγουν. Ψάχνουν για έξοδο. Κάπου, ένα παράθυρο. Και βρέχει. Έξω βρέχει για φαντάσου! Άρωμα από φθινοπωρινό πρωτοβρόχι! Η μνήμη είναι μυρουδιά! Μυρουδιά να υπάρχεις! Και μεις υπάρχουμε ακόμα…..Υπάρχουμε ακόμα.
Κι έχουμε ανάγκη από οργή, από όχι, από αίμα θυμωμένο στις φλέβες, έχουμε ανάγκη από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, να μας θυμίζει την ταυτότητά μας μέσα στο κόσμο.