Κατά τη Λαϊκή παράδοση τις γιορτές των Θεοφανείων και του Άη -Γιάννη , τα σπίτια που είχαν όνομα Φώτης η φωτεινή και Ιωάννης η Ιωάννα , μαγείρευαν Μισίρκα-Κούρκο- Γαλοπούλα. Αυτά γίνονταν προ του ’40 , λόγω όμως των πολέμων, και της κατοχής το έθιμο αυτό ατόνησε. Προ των Χριστουγέννων αγόραζαν Μισίρκα, έτσι την λέγαμε στη Κοζάνη τη Γαλοπούλα, και εάν οι οικοδεσπότες είχαν μεγάλο κοτέτσι την έβαζαν μέσα εκεί, εάν όχι , στην αυλή του σπιτιού.
Έχω προσωπική εμπειρία του εθίμου αυτού, δεδομένου ότι ο πατέρας μου αγόραζε προ των Χριστουγέννων μισίρκα- κούρκο, για τη γιορτή του γιού του Γιάννη , αλλά και της κόρης του Θεανώς. Τη Μισίρκα την είχαμε στη αυλή του σπιτιού, δεμένη με σκοινί σε δέντρο της αυλής και το σχοινί ήταν μακρύ για να μπορεί να κάνει βόλτες στην αυλή και φυσικά να μην πετάει , την ταϊζαμε , καλαμπόκι, καρύδια και φουντούκια για να παχύνει και παίζαμε ως παιδιά μαζί της, αυτή έβγαζε κραυγές κούρ, κούρ, και άνοιγε τα πολύχρωμα φτερά της, ήταν πολύ όμορφη εικόνα.
Μετά την πρωτοχρονιά ερχότανε εκδοροσφαγέας , έσφαζε τη μισίρκα και η νοικοκυρά –μητέρα μου προετοίμαζε το φαγητό με τη μιρσίκα. Το κεφάλι και τα πόδια τα έκανε σούπα, το σώμα της μισίρκας το άνοιγε και το γέμιζε με κιμά μοσχαρίσιο, αφού προηγουμένως τον τσιγάριζε με κρομμύδι και έβαζε μέσα διάφορα «σπιρντζικά» και ψητά κάστανα. Έραβε το σώμα τη μισίρκας με κλωστή και την τοποθετούσε στον «Ταβά»-ταψί , βάζοντας γύρω από την μισίρκα πατάτες και την πηγαίναμε στο φούρνο της «Κατιρνούλας». για να ψηθεί καλά, ήταν στη γειτονιά μας , στην Παύλου Χαρίση, εκεί που είναι και σήμερα.
Το ίδιο περίπου μαγείρεμα της μισίρκας έκαναν και οι άλλες νοικοκυρές. Το φαγητό γίνονταν νοστιμότατο και στη γιορτή προσκαλούσαμε στο γεύμα , τον παππού Νάνου και τη γιαγιά Μαριγώ .Μια παραδοσιακή οικογενειακή ατμόσφαιρα που την τηρούσαν οι Κοζανίτες με ευλάβεια , έχοντας αρχές και αξίες που συνέβαλαν στο δέσιμο της οικογένειας, και αποτελούσαν παράδειγμα στην κοινωνία. Έτσι παραδοσιακά λειτουργούσαν τότε οι οικογένειες Όμορφες εποχές που η οικογένεια ήταν ο βασικός ιστός της κοινωνίας με θετικά αποτελέσματα. Ευτυχώς την παράδοση των εθίμων και της οικογένειας την κρατάει ακόμη η επαρχία.
Από πού προήλθε το έθιμο της γαλοπούλας να μαγειρεύεται τις γιορτές των φώτων και τ’-Γιαννιού, δεν γνωρίζω, ούτε μπόρεσα να πληροφορηθώ από ηλικιωμένους. Ίσως ,να το έφεραν οι Κοζανίτες που ζούσαν στην Αμερική, «όπου την ημέρα των Ευχαριστιών , που είναι η τελευταία Πέμπτη του Νοεμβρίου, εκάστου έτους. Συγκεντρώνονται οι οικογένειες και τρώνε όλοι μαζί γαλοπούλα. Έχει την ιστορία της στην Αμερική η γιορτή των Ευχαριστιών με τη γαλοπούλα». έχω γράψει στο παρελθόν την ιστορία αυτή και την έζησα την ημέρα των ευχαριστιών στην Αμερική παρακολούθησα παρέλαση στην 5η λεωφόρο στο Μανχάταν ,συμμετείχαν πολλοί με διάφορα άρματα , φιλαρμονικές , μουσικά συγκροτήματα, ομάδες Ηθοποιών , Τραγουδιστές ,άλλες ομάδες ανθρώπων με διαφορετική εμφάνιση και πολλά άλλα .Τα πεζοδρόμια ήσαν γεμάτα από Κόσμο που παρακολουθούσε την εκδήλωση της 1.
γιορτής των ευχαριστιών. Είχαμε εντυπωσιαστεί , διέρχονταν το δρόμο χωρίς παρατράγουδα . ήρεμα και ήσυχα σεβόμενοι όλοι τη γιορτή των Ευχαριστιών.
Την ημέρα λοιπόν των ευχαριστιών που βρισκόμουνα στην Αμερική, προσκλήθηκα από τον Τάσο Πιτένη πρόεδρο του συλλόγου Κοζανιτών Ν. Υόρκης, στο σπίτι του και γιορτάσαμε την ημέρα των ευχαριστιών τρώγοντας γαλοπούλα, σύμφωνα με το έθιμο. Μαζί με την οικογένεια του ήσαν και άλλοι συγγενείς του που μένουν στην Αμερική καθώς και δύο άλλοι Κοζανίτες που μένουν επίσης στην Αμερική, ο Μπίλης Κ. Σκορδάς, καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης και βαφτιστήρι του Τάσου και ο Δημοσθένης Μπίζιος, πολύ καλός ράφτης .Οι παλαιοί θα τον θυμούνται, Είναι αείμνηστος , Είπαμε πολλά κασμέρια για τη μισίρκα». Υποθέτω, οι Κοζανίτες που έμειναν στην Αμερική να συνέδεσαν τη γαλοπούλα με τα Θεοφάνεια και το βαπτιστή Ιωάννη, που είναι μεγάλη Χριστιανική γιορτή.
«Να υπενθυμίσω, επίσης ότι την παραμονή των Θεοφανείων που είναι η γιορτή του Ιορδάνη και της Περιστέρας αγιάζονται τα νερά και οι ιερείς γυρίζουν στα σπίτια με το «μπακράτσ’» χάλκινο σκεύος με χερούλι από πάνω, γεμάτο αγιασμένο νερό που έχει διαβαστεί και αγιάζουν τα σπίτια, για να φύγουν και οι Καλικάντζαροι. Στο «μπακράτσ΄» έριχναν δραχμές και πεντάδραχμα, και τους κερνούσαν καλούδια Χριστουγεννιάτικα . Θυμάμαι τον παπαγιώργη που είχαμε ιερέα στον Άγιο Νικόλα, όπου υπαγόμασταν , πατέρα του Δημάρχου Ι. Παπαγιάννη, με τον μικρό του γιο Κώστα, κατόπιν γιατρό, που κρατούσε το μπακράτσι, και γύριζαν στα σπίτια και άγιαζαν .Ήταν καλό έσοδα για τους Ιερείς τότε που δεν είχαν μισθό , αυτά βέβαια γίνονταν παλιά. Τώρα με τις πολυκατοικίες δεν γυρίζουν οι ιερείς.
Θα αναφερθώ στο έτος 1938, που είχε κάνει μεγάλη παγωνιά με πολύ χιόνι , τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες είχαν κλείσει και τα Θεοφάνεια γυρίζανε οι ιερείς φορώντας πάνω από τις γαλότσες , «καλτσιούνια», ήταν παντούφλες από μαλλί η χοντρό ύφασμα σε σχήμα κάλτσας που δεν γλιστρούσαν .Το κρύο ήταν δριμύτατο και αναγκάστηκαν οι ιερείς να διακόψουν την επίσκεψη στα σπίτια για το Χριστιανικό έθιμο να τα Αγιάσουν. Αγίαζαν επίσης τότε, τα χωράφια, τα αμπέλια, τα ζώα, τα ποιμνιοστάσια , τις αποθήκες των σιτηρών και άλλα γεωργικά είδη . « Έχω περιγράψει στο βιβλίο μου «Κοζανίτικες Διαδρομές έκδοσης 2001» πως γίνονταν ο αγιασμός.
Ακόμη περιγράφω στο βιβλίο μου με λεπτομέρειες μια Θρησκευτική παράδοση τη συγκέντρωση των γυναικών της γειτονιάς «Τ΄Καρατζ’ζ», στο σπίτι της χιονάτας, (στην οδό σήμερα Χ. Μούκα), «την παραμονή των Θεοφανείων του 1920, για να δουν να ανοίγουν τα Ουράνια , να φανεί το Άγιο Πνεύμα ως περιστέρι φωτεινό όπως πιστεύεται κατά την θρησκευτική παράδοση, βλέποντας οι γυναίκες το ουράνιο φως σταυροκοπούνταν και άναβαν τις λαμπάδες μεταφέροντας το ουράνιο φως στα σπίτια τους όπου άναβαν την καντήλα στα Εικονίσματα. Παρακαλούσαν τότε οι μάνες και οι γιαγιές να επιστρέψουν τα παιδιά τους που ήσαν στρατιώτες, στον πόλεμο στη Μικρά Ασία. Ήταν μια Θρησκευτική κατάνυξη με βαθύ νόημα πίστεως». Μου τα είχε διηγηθεί η γιαγιά μου Μαριγώ που συμμετείχε, είχε και αυτή τρία παιδιά στρατιώτες στη Μ. Ασία ,ο ένας ήταν ο πατέρας μου. Πέρασαν από τότε 100 χρόνια, ένας αιώνας.
Επανέρχομαι στη Γαλοπούλα. Με όσα αναφέρω παραπάνω οδηγούμαστε στη σκέψη , ότι οι εξ Αμερικής Κοζανίτες θεώρησαν ως ημέρα Ευχαριστιών τις θρησκευτικές 3.αυτές γιορτές, μεταφέροντας το έθιμο της γαλοπούλας στην Κοζάνη. Όπως είναι γνωστό, τις ημέρες των Χριστουγέννων τρώνε γαλοπούλα σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Εμείς στη Μακεδονία έχουμε τα δικά μας έθιμα, χρησιμοποιείται πολύ το χοιρινό που φκιάνουμε τα περίφημα γιαπράκια, Έχω περιγράψει τα φαγητά του τριημέρου των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς ,σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 23-12-2020.
Επίσης να αναφέρω και ένα άλλο έθιμο, στις γιορτές των Φώτων και τ’ Γιαννιού, ντύνονταν οι νέοι με τοπικές ενδυμασίες, κρεμούσαν στο σώμα τους κουδούνια και κυπριά και γύριζαν στις γειτονιές χορεύοντας, το είχαν και σαν διασκέδαση, ήσαν όμως επηρεασμένοι και από τα παραμύθια της γιαγιάς για τους κακούς καλικάντζαρους που εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο και τους έδιωχναν αγιάζοντας το σπίτι , ή χτυπώντας η οικοδέσποινα για να φύγουν οι καλικάντζαροι και τα καπάκια από τους χάλκινους «τσιντζιρέδις»,-Κατσαρόλες, που έκαναν θόρυβο. Επισκέπτονταν τα σπίτια που είχαν Φώτη και Γιάννη, κάθε χρόνο έρχονταν στο σπίτι μας, λόγω των Εορταζομένων . χοροπηδούσαν, Κοζανιστί «ρίχνουνταν», και από το «σ’νάξιμου»-κούνημα χτυπούσαν τα κουδούνια προκαλώντας θόρυβο για να φύγουν οι καλικάντζαροι.
Τα κουδούνια τα ονόμαζαν «Ζαμπουρντάκια» από τη ζάμπορντα, που είναι το Μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα, που είχε πολλά πρόβατα 5000 χιλιάδες περίπου με κουδούνια. Κατά τη λαογραφία οι Καλικάντζαροι είναι δαιμόνια δύσμορφα, ενοχλητικά που βλάπτουν τους Ανθρώπους και εμφανίζονται στη γη την περίοδο του δωδεκαημέρου.
Εκ του θορύβου των Κουδουνιών , πίστευαν, ότι απομακρύνονταν από το σπίτι οι καλικάντζαροι,. Συγχρόνως τραγουδούσαν , λέγοντας, «σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη και αγιασμός, το σπίτι αυτό νάναι αγιασμένο , διώχνουμε τους καλικάντζαρους τους κακούς, χτυπώντας τα κουδούνια και τα κυπριά. Χρόνια πολλά». Πολλές φορές έφερνα μαζί τους και λατέρνα-ρομβία, μουσικό όργανο χειροκίνητο, στολισμένη χρωματιστά και την έπαιζε ο λατερνατζής και παρήγε μελωδία, δυστυχώς εξέλειπαν κι αυτές. Μια όμορη εικόνα μιας άλλης εποχής που οι παλαιοί την αναπολούν.
Μας επισκέπτονταν κάθε χρόνο , δεν μας ξεχνούσαν, τους κερνούσαμε, μαύρο κρασί και γιαπράκια, έκαναν σύγκριση ποια ήταν καλύτερα και κολάκευαν την οικοδέσποινα. Τους έδωναν «σούρβα»- κουλουράκια, μανταρίνια, μήλα της εποχής , κάστανα, καρύδια και φυσικά φιλοδωρήματα, στην κατοχή λόγω φτώχιας , τους έδωναν ξυλοκέρατα. Αλησμόνητες και όμορφες εποχές με ανθρώπινο πρόσωπο και βαθιά Χριστιανικό.
Γιάννης Κορκάς