Γειά σας πιδιά μ’ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ όλ΄ τ΄ν εβδομάδα θιαμαίνουμι μι τ΄αυτά απού είηδα από τ΄ μπάμπου μ΄.
Μι πήρι πρου μη από μια βδομάδα ο Μανέντης απ΄το υπουργείο κι μ΄ είπιν στα κρυφά, ότι θα γεν λόκ ντάουν κι θα κλείσουν όλα τα μαγαζιά. Σκάνιαξα πουλύ γιατί δε φτάν που δε θα γεν η Αη μαρίνα η Χ΄νοπωριάτικ΄, άμα κλείσουν ντιπ τα μαγαζιά, πως θα πλήσουμι τς κάχτες, τα κάστανα, τα μύγδαλα κι τα μπατζιάδια, για να βγάλουμι το Χ΄μώνα;
Μ΄είηδι η μπάμπου μι το κιφάλ σκυφτό κι μι ρώτσιν γιατί σκανιάζου. Τ΄ν είπα τι μ΄είπιν ο Μανέντης κι μ΄ είπιν ότι δεν κάμνω καλά, γιατί πρέπ΄ να γλέπουμι τ΄ν κάθε κρίσ΄ σαν ευκαιρία. Μι ρώτσιν πόσες παράδες θα τσάκωναν όλα αυτά που λογάριαζα να πλήσω. Τ΄ν είπα, μπορεί κι δέκα χιλιάδες δραχμές. Μι λέει, άμα σι δώκου ιγώ δώκα χιλιάδες, θα μ΄ αφήης να τα πλήσου ιγώ; Πάρτα κι κάμτα ότ΄θέλτς, τ΄ν είπα, μόνι να τα πλήης, για να βγάλουμι του Χ΄μώνα.
Τ΄ν άλλ΄ τ΄ μέρα ήρθιν ο Πλατέντας, μι κατ΄τρανά κτιά απού ήλιγαν από όξου «υλικά συσκευασίας». Τα χι παραγγείλ΄ η μπάμπου. Παράδις δε μι γύρεψιν. Τα πλέρωσι μι θκές τς παράδες απού χι κρυμμένες στο σεντούκι. Τα κτιά τα μασι όλα στο κατώι, κι όσα δε χωρούσαν τα ΄φκι όξω στ΄ σάλα, πήρι το λάπτοπ, πήρι κι το καντάρ΄ κι κλείσκι στο κατώι.
Πρου μη να βασλέψ ο ήλιος, φάνκι ένα φορτηγό που λιγι απ΄ όξω: «κούριερ έι σι ές». Ήρθι μι τ΄ν όπισθεν αμπροστά στο σπίτ΄ κι βήκι όξω η μπάμπου. Ήταν κι δυό πιδούλια που σέφκαν στο κατώι κι χήρσαν να κουβαλούν ένα κιαμέτ΄ μκρά κτιά που είχι τμάσ΄ η μπάμπου. Σαν έσωσαν έβγαλι αυτός μι το φορτηγό κι τ΄ μέτρησι εικοσιδυό χιλιάρκα κι έφυγι.
Θιαμάχκα!! Σέφκα στο κατώϊ κι είηδα ότι δεν είχι απομείν΄ καν΄ τίποτας από κάστανα, κάχτες κι μύγδαλα! Βγαίντας μι λέει η μπάμπου: «Έλα να σι δώκου τς παράδες» κι μ΄ έδωκι δέκα χιλιάρκα.
«Τι έκαμις»; τ΄ν είπα. «Άνξα ι σόπ» μ΄είπιν «κι τα μοσχοπούλτσα όλα λιανική, σαν αυθεντικά προϊόντα Βοΐου». «Κι πως τα πούλτσις όλα»; τ΄ν είπα. Μι λέει: «έβαλα χορηγούμεν΄ διαφήμισ΄ στο φέισμπουκ, κι αυτά απού ήταν να πλήσω τα πούλτσα όλα κι μι γυρεύουν κι άλα τόσα». «Κι τς παράδες απού περίσσεψαν τι θα τς κάμς»; τ΄ν είπα. «Θα αγοράσω όλα τα χωριανκά τα γεννήματα κι θα τα πλήσω λιανική» μ΄είπιν. «Το πρωί θα γιουμώνου το κατώι κι το δειλνό θα να ρητι πάλι ο κουριεράς κι θα στέλνω τς παραγγελιές αντικαταβολή».
Αυτή η δλειά γένητι μια βδομάδα. Η μπάμπου πήρι κι τ΄ Μούλαινα μι τ΄ Λάμπραινα υπαλλήλ΄ για να τ΄βοηθούν, με επιδότησ΄ απ΄τον ΟΑΕΔ κι μέσα σι μια βδομάδα πούλτσι όλα τα χωριανκά τα γεννήματα. Ως κι σούρβα στο Τέξας έστειλι. Όλα αντικαταβολή. Έβγαλι τόσες παράδες, όσες δεν έβγανα ιγώ στ΄ν Αμερική σ΄ένα χρόνο. Έραψι κι καινούρια κοντούσια στο Θοδωράκη κι η κούριερ πααίν΄ κι έρητι.
Πρου μη από λίγο γύρσα απ΄ το καφενείου κι τ΄ν είπα ότι από ταχιά θα να χει λόκ ντάουν κι για τ΄αυτό σκανιάζου. «Να μη σκανιάηζ΄», μ΄είπιν η μπάμπου. «Δεν είπαμι να γλέψ΄ τ΄ν κάθε κρίς΄ σαν ευκαιρία»;
Δεν είπα καν΄ τίποτας. Πλάηασα στ΄ν κόχη κι δεν ήξιρα άμα πρέπ΄ να χαίρουμι ή να στεναχωριούμι απού μ΄ έβαλι τα γυαλιά η μπάμπου μ΄!!
Κωνσταντίνος Τσιαμίτης