Γειά σας πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ημείς καλά είμιστι, μόνι που βρήκαμι το μπελιά μας μι τ΄ αυτήν τ΄ν Κατρανοτσιβούλου. Ότ κι να ανοίξεις, όλ στέλνουν χαμπέρ΄ να πάμι να ψνήσουμι , γιατί έχ΄ Κατρανοτσιβούλου, μόνι που δεν είνι τα πράματα, όπως ήταν πέρσ΄.
Ως τα πέρσ΄ ούτι ηξιράμι τι είνι. Πέρσ΄ ήρθιν ο Γούλας κι μι ρώτσι: «Τι είνι αυτή η μπλάκ φράιντεϊ»; Γιατί Γούλα; Τον ρώτσα. . Μι είπι ότι τον πήριν ου Νίκους από τ΄ν Αμερική, κι τον είπι ότι ικεί έχουν μπλάκ φράιντεϊ, κι τα πλούν όλα ιφνά κι ήρθιν κι ου Καραϊάντς από τ΄ Σαλονίκη κι είπι ότι κι στ΄ Σαλονίκ΄ έχουν μπλάκ φράιντει κι μι ρώτσι πως το μεταφράζουν. «Μαύρ΄ Παρασκευή» τον είπα. Τότε πιτάχκιν ου Μίχους ου Φιάκας κι λέει: «σαν τ΄ν Κατρανοτσιβούλου». Που τ΄ θμήθκις, τουν είπα κι ρώτσα το Γούλα απού είνι μκρότερος, άμα τ΄ θμάτι. Δεν τ΄ θμούνταν κι τουν είπα ότι ήταν μιαν που τ΄ν ήλιγαν Παρασκιβή, Τσιβούλου δηλαδή κι επειδή ήταν πολύ μαύρ΄, σαν κατράν΄, τ΄ν ήλιγαν Κατρανοτσιβούλου. Δηλαδή, λέει ου Γούλας, ημείς θα λέμι ότι έχουμι Κατρανοτσιβούλου; Πε το κι έτς τουν είπα κι σέφκα στο σπίτ΄.
Ύστιρα από τ΄ αυτό, σα σέφκα στου σπίτ΄ είχι έρθ΄ η μπάμπου μ΄ κι χήρσιν: «Κώτσιου, θα μι πάς ταχιά στου Τσουτύλ»; «Τι σκλιά γυρεύουμι στου Τσουτύλ΄»; τ΄ ρώτσα. «Για», μ΄ είπιν, «θα να χει ταχιά Μπλάκ Φράιντεϊ κι είπα να πάμι να ψνήσουμι τίποτας». Έστειλα από βραδίς ες εμ ες στο Μήτσιο τον Παπαγιαννόπουλο κι ήρθι τ΄ν Παρασκιβή μι το ταξί κι μας πήρι.
Είχαν όλ΄ στο Τσουτύλ΄ Κατρανοτσιβούλου! Ένα πλήρουνις, δυό ήπιρνις. ‘Έκατσάμι κι μια μέρα παραπάν΄, γιατί κι ου Παπούλιας για κάθε βράδ΄ από μνησκις στου χαν, είχι κι ένα βράδ΄ δώρο. Εκαμάμι κι νυχτερινή ζωή με τ΄ μπάμπου. Πήγαμι το βράδ΄ κι εφαγάμι στο Γιώργο τον Τσιάτα. Τ΄ν πήρα κι ένα κτί κουραμπιέδες για τα Χριστούιννα από τον Παπακώστα κι μια κάσα μπακαλιάρο από το Μουστάκα, κι για τς δυό τς σαρακοστές, γιατί τουν είχι ιφνό.Τ΄ν πήρα κι ένα μαντήλ΄μι φέξες απ΄το Σωτήρ΄ το Μακρή. Περασάμι πουλύ καλά μι τ΄ μπάμπου, κι είπαμι ότι όταν ξαναγέν΄ κατρανοτσιβούλου, θα ξανακατεβούμι αντάμα στο Τσουτύλ.΄!!!
Αυτά όμως τα λιγάμι πέρσ΄. Που να ξεράμι όμως τι μας καητιρούσιν; Φέτος είμιστι κλεισμέν΄ μέσα. Κι τον Ψαρρή να πας να ποτίης, θέλ΄ ες εμ ες. Βάνω 4, φροντίδα σε ηλικιωμένο, γιατί τράνιψι κι αυτός. Μόνι η μπάμπου δεν καταλαβαίν΄ τίποτα. Σαν έμαθι ότι έχ΄ κατρανοτσιβούλου, τα ισόπια αναστέναξαν από τς παραγγελιές τς, γιατί ότ΄ γλέπ΄ στο ίντερνετ το θαρρεί ευκαιρία κι το παραγγέλν΄.
Τα μοτοσακά από τ΄ς κούριερ κλώντι γύρω γύρω όπως τα ζερζένια γύρω από τ΄ς πυργολιές, όταν γένουν τα σταφύλια. Έτς πάει η μσή η σύνταξ΄ απ΄ τον ΟΓΑ. Είπα να απολύκω τον Καλέσ΄ κι να μη μπορεί να ζγώς καένας, αλλά άμα είνι να μι βγάλ΄ τίποτα ψυχολογικά η μπάμπου, ξίκι να γέν΄ η σύνταξ΄!!
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτ’ς
Ντράμστα