Τα αιματηρά γεγονότα στη Γαλλία, στο Παρίσι και τη Νίκαια, από ακραίους, φανατικούς ισλαμιστές, έφεραν στο προσκήνιο και πάλι την ανάγκη κατανόησης του Ισλαμικού φονταμενταλιστικού φαινομένου και την περί αυτό σχετική συζήτηση. Για την βαθύτερη κατανόηση των αξιών του, των πραγματικών αντιλήψεων και κινήτρων των δραστών, καθώς και των σημαντικών πολιτικών του διαστάσεων σε αντιδιαστολή με μια τρέχουσα δυτική οπτική που αναλύει τον ισλαμικό φονταμενταλισμό με τους ίδιους περίπου όρους που αντιλαμβάνεται και τον ακραίο δυτικό ριζοσπαστισμό, είχα γράψει στην εφημερίδα ”ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής” (21 Μαΐου 2017). Το κείμενό μου εκείνο, αναρτημένο και στο : e-diavlos.blogspot.com., εξακολουθεί να έχει σημαντική αξία και χρησιμότητα και σήμερα.
1. Φονταμενταλισμός και ισλαμικός φονταμενταλισμός.
………………………………………………………………………………………………………………
Στη σύγχρονη χρήση του, ό όρος (φονταμενταλισμός) σχετίζεται με όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, Ισλάμ, Ιουδαϊσμό, Ινδουισμό, Βουδισμό, όπως επίσης και τον Χριστιανισμό. Για πολλούς, δηλώνει την μισαλλοδοξία και την καταπίεση, θεωρούμενος ως εχθρός των φιλελεύθερων αξιών και της προσωπικής ελευθερίας. Πάντως, αντίθετα με τους άλλους όρους ”συντηρητισμός”, ”ορθοδοξία”, ”θρησκευτική αφύπνιση”, ο φονταμενταλισμός έχει το πλεονέκτημα ότι αποδίδει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του πολιτικού φαινομένου.
Υπήρξαν σημαντικές θεωρίες με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που μίλησαν για τη ”σύγκρουση των πολιτισμών” (Huntington, 1993), η ερμηνεία του φονταμενταλισμού και, ιδιαίτερα του θρησκευτικού, όπως αυτός εμφανίζεται από τα τέλη του 20ου αιώνα, πρέπει αξιοποιώντας αυτές τις θεωρίες, να λάβει υπόψη του και παράγοντες της οικονομικής -κοινωνικής βάσης. Η εκκοσμίκευση, η μετα-αποικιοκρατία και η παγκοσμιοποίηση αποτελούν τρείς παράγοντες που έχουν συντελέσει να αναδυθεί και να ενδυναμώσει ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ιδιαίτερα σε κοινωνίες υπό κρίση. Η εκκοσμίκευση με την εξάπλωση των ορθολογικών αξιών, συνέβαλε στην αποδυνάμωση της θρησκείας και της θεωρούμενης ”ηθικής δομής” της κοινωνίας, στοιχεία που για τον φονταμενταλισμό οδήγησαν στην παρακμή και την υποκρισία. Κινούμενος ενάντια σ΄ αυτά τα ‘’εκφυλιστικά στοιχεία’’ ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός στοχεύει να αποκαταστήσει την ”ορθή” τάξη και να επανεδραιώσει τη σύνδεση του ανθρώπινου κόσμου και του θείου. Η μετα-αποικιοκρατία (με ό,τι την συνθέτει και την χαρακτηρίζει) εξηγεί το λόγο για τον οποίο ο φονταμενταλισμός έχει ισχυρότερη και ευρύτερη επιρροή σε κοινωνίες που βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα και μετά τον αντιαποικιοκρατικό τους αγώνα. Οι κοινωνίες αυτές μεταπίπτοντας από την αποικιοκρατική καταπίεση και εκμετάλλευση του παραδοσιακού ιμπεριαλισμού στην νεοαποικιοκρατία με τη συνεχιζόμενη ανισότητα, την υποτέλεια και την επανασύνδεση στα συμφέροντα, βρήκαν ελκυστικό τον φονταμενταλισμό που προσέφερε μια μη δυτική, συχνά αντιδυτική προοπτική, μια ”δική τους” ταυτότητα, καθώς και την έκφραση τους για τις ανάγκες και φιλοδοξίες τους (ιδιαίτερα των φτωχών και μικρομεσαίων τάξεων). Τέλος, η παγκοσμιοποίηση έχοντας υπονομεύσει την ικανότητα του ”πολιτικού” εθνικισμού να καθιερώσει σταθερές πολιτικές ταυτότητες, παρέχει το πεδίο στη θρησκεία και τη δυνατότητα στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό (ως υποκατηγορία του εθνοτικού εθνικισμού) να αντικαταστήσει το έθνος ως πρωταρχική πηγή συλλογικής ταυτότητας, ιδιαίτερα μάλιστα εκεί όπου η εθνική ταυτότητα είχε αμφισβητηθεί.
Ο φονταμενταλισμός απορρίπτει τη διάκριση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής, καθιστά την ίδια τη θρησκεία πολιτική ιδεολογία με αξιακό, θρησκευτικό περιεχόμενο, ως κοινωνικο -πολιτικό πρόγραμμα. Οι θρησκευτικές ιδέες δεν αποτελούν μέσα υπεράσπισης ή εξωραϊσμού πολιτικών δογμάτων, αλλά τη βασική ουσία της πολιτικής σκέψης. Ο θρησκευτικός, μάλιστα, φονταμενταλισμός θεωρεί τη θρησκεία ως ένα σώμα αναγκαίων και αναμφισβήτητων αρχών, οι οποίες υπαγορεύουν όχι μόνο προσωπική αγωγή, αλλά και την οργάνωση της κοινωνικής , οικονομικής και πολιτικής ζωής. Η διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού δεν υφίσταται. Η θρησκεία δεν περιορίζεται στην ”ιδιωτική” σφαίρα, αλλά βρίσκει την υψηλότερη έκφραση της στην πολιτική της λαϊκής κινητοποίησης, της κρατικής οργάνωσης και της κοινωνικής αναγέννησης.
Ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός στρέφοντας την πλάτη του στον ξεπεσμένο σύγχρονο κόσμο, στοχεύει στην αναγέννηση μέσω ενός προκαθορισμένου από τον Θεό ηθικού συστήματος, με επανεισαγωγή, π.χ., του νόμου της σαρία, σύστημα το οποίο καθοδηγεί η απολυταρχική ”χαρισματική θεόπεμπτη ηγεσία” του, αποδεχόμενος και σύγχρονα μέσα της νεωτερικότητας (της τεχνολογίας και της επιστήμης), ακόμα και τα πλέον καταστροφικά, όπως τα πυρηνικά όπλα. Πιστεύοντας ότι υπηρετούν σκοπούς που έχουν ορισθεί από τον Θεό, ότι αποτελούν μια δύναμη θεϊκής αποστολής για την ολοκληρωτική επικράτηση απέναντι στους ”άλλους” (τους απίστους, τις ”σκοτεινές δυνάμεις”, τους δυτικούς εκφυλισμένους κλπ). Με νομιμοποιητική τους αναφορά τη ”δυναμική ερμηνεία” των Ιερών Κειμένων, οι φονταμενταλιστές είναι σε θέση, και μέσω αντισυνταγματικής και εκτός νόμου δράσης, να αγωνισθούν, να συγκρουσθούν, να πολεμήσουν, φτάνοντας σε ακραίες μορφές δολοφονικών επιθέσεων και πράξεις βομβιστικών αυτοκτονιών.
Με την ευρεία έννοια, στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό συναντούνται, βέβαια, και άλλες μορφές. Οι μορφές : ‘’νέα Χριστιανική δεξιά’’ στις ΗΠΑ με σημαντική επιρροή στο χώρο των Ρεπουμπλικάνων (με επιρροές στους προέδρους Ρήγκαν και Μπούς), ο εβραϊκός φονταμενταλισμός ως επιθετική μεταμόρφωση του Σιωνισμού, ο Βουδιστικός, ο Ινδουϊστικός και Σιχικός φονταμενταλισμός με χώρο δράσης το Παντζάμ. Όμως, ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός αποτελεί το δυναμικότερο, μαχητικό, ανερχόμενο κίνημα. Το Ισλάμ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία στον κόσμου και η πιο γοργά αναπτυσσόμενη, με 1,3 δισεκατομμύρια μουσουλμάνους σε περισσότερες από 70 χώρες.
Το Ισλάμ δεν είναι, ούτε και ήταν ποτέ, απλά μια ”θρησκεία”. Είναι περισσότερο ένας τρόπος ζωής με οδηγίες και κανόνες για τα άτομα και τα έθνη στο πολιτικό, ηθικό και οικονομικό πεδίο. Ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν πρεσβεύει απλώς την πίστη στην κατά γράμμα αλήθεια του Κορανίου, – αυτή είναι αποδεκτή από όλους τους Μουσουλμάνους – , αλλά την μαχητική πίστη στις Ισλαμικές πεποιθήσεις με στόχο την εγκαθίδρυση μιας θεοκρατίας κυριαρχούμενης από μια πνευματική και όχι κοσμική εξουσία και την εφαρμογή του θεϊκού Ισλαμικoύ νόμου (σαρία) και τον ”εξισλαμισμό” ολόκληρης της κοινωνίας. Η σαρία -ως θεϊκός νόμος, σε αντιδιαστολή με τη νομοθεσία και τους θεσμούς των σύγχρονων Δημοκρατιών- περιλαμβάνει ένα δεδομένο σύστημα νόμιμης και ενάρετης συμπεριφοράς, αλλά και σκληρής τιμωρίας για τα περισσότερα αδικήματα, καθώς και κανόνες προσωπικής διαγωγής για τους άνδρες και υποταγής για τις γυναίκες. Η ”τζιχάντ” μολονότι είναι για τον ισλαμισμό μια πιο σύνθετη έννοια, τείνει να καθιερωθεί, ιδιαίτερα μετά τις αιματηρές επιθέσεις, ως το μόνο και πλέον επιθετικό της σκέλος, δηλαδή, ως ”ιερός πόλεμος” εναντίον των απίστων. Τα άλλα σκέλη της, ωστόσο, αφορούν στον εσωτερικό πόλεμο του κάθε πιστού με τους κάθε είδους πειρασμούς του, αλλά και τον πόλεμο εναντίον των μουσουλμάνων που παραβιάζουν τους κανόνες του Ισλάμ.
Ενώ, η πολιτική από μόνη της δύσκολα οδηγεί σε τέτοιες ακραίες επιθετικές συμπεριφορές, η ύπαρξη του θρησκευτικού υποβάθρου και η θρησκευτικά νομιμοποιημένη από τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό έννοια του ”ιερού πολέμου”, διαμορφώνει τη δυναμική τους και ωθεί σε αιματηρά γεγονότα.
Ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός, μετά το κλείσιμο – και εκλίποντος- του αραβοεθνικού κύκλου (με πρωτοπόρο τον αιγύπτιο ηγέτη G. Nasser), μετά και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, συσχετίσθηκε με έναν νέο ιδιότυπο εθνικισμό. Τη δεκαετία του 1960, ισλαμιστές φονταμενταλιστές χρησιμοποιήθηκαν από συντηρητικά ισλαμικά καθεστώτα ενάντια στα εθνικά κινήματα στον αραβικό χώρο, συνέχισαν ως σύμμαχοι των Αμερικανών, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των Ταλιμπάν εναντίον των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, στην εν συνεχεία αυτονόμησή τους και τη στροφή τους κατά των Αμερικανών.
Η παλαιστινιακή υπόθεση και η βαριά περιπέτειά της, η όξυνση των συγκρούσεων στη Μ. Ανατολή και οι επεμβάσεις στην περιοχή, και, κυρίως, το έντονο θρησκευτικό υπόστρωμα, όπως αυτό ενισχύθηκε μέσα από θεοκρατικά καθεστώτα και το σουνιτικό Ισλάμ, όπως μαχητικά ριζοσπαστικοποιήθηκε από ομάδες και δίκτυα (Αλ Κάϊντα, ISIS, Μπόκο Χαράμ κλπ) οδήγησαν στο φαινόμενο όπως σήμερα εμφανίζεται.
2. Ελευθερίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, εθνικός κορμός και κοινωνική συνοχή.
…………………………………………………………………………………………………………
Οι χώρες της Δύσης και ιδιαίτερα αυτές της Ευρώπης που συνθέτουν στην μεταψυχροπολεμική περίοδο τις σημαντικότερες κρατικές οντότητες της Ε.Ε., βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες στο εσωτερικό τους με το πιεστικό, πολύπτυχο αυτό φαινόμενο, ιδιαίτερα του ισλαμικού φονταμενταλισμού και τις τρομοκρατικές του εκφάνσεις. Φαινόμενο, το οποίο στις κοινωνίες βιώνεται ως μείζον θέμα ασφάλειας, προκαλώντας με τη σειρά του αντιτιθέμενες πολιτικές ερμηνείες, στάσεις και γραμμές αντιμετώπισης.
Το φαινόμενο φαίνεται ότι αλλάζει δραστικά το μέχρι πρότινος δεδομένο πλαίσιο ασφάλειας και τις σχετικές νόρμες και λειτουργίες των υπηρεσιών Ασφάλειας. Ο φόβος τείνει να φυλακίσει την καθημερινότητα σ΄ ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Στο όνομα της ασφάλειας, εκ των πραγμάτων θα υποσκάπτονται ατομικές ελευθερίες και δημοκρατικά δικαιώματα. Ένας φαύλος κύκλος : τρομοκρατίας και αντιτρομοκρατίας, περισσότερης ασφάλειας και λιγότερης δημοκρατίας, πρόκειται να παγιδεύσει πολίτες και πολιτικές δυνάμεις, παράγοντας παράπλευρα πεδία ακραίων συμπεριφορών (φονταμενταλιστικών – θρησκευτικών, από τη μια, ρατσιστικών – ακροδεξιών από την άλλη). Η επέκταση των αστυνομικών μέτρων, η αύξηση των μέτρων ασφάλειας, – αναγκαία και πάντα υπό όρους σε προσδιορισμένες συνθήκες- , οι προληπτικές δράσεις (στο όνομα ποίου ; και με ποιά αιτιολογική βάση, επαρκή για την δημοκρατική έννομη τάξη ; ) δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, αν αυτό δεν εννοηθεί στην πολυπλοκότητά του, στα αίτια ανατροφοδότησής του, στα πραγματικά πεδία ανάπτυξής του και στην σταθερή αντιμετώπισή του στις πηγές του (είτε στα πεδία πολεμικών αναμετρήσεων, είτε στα πεδία πολιτικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής). Απολύτως αναγκαία, λοιπόν, είναι μια ολοκληρωμένη, σταθμισμένη και πολυμέτωπη δημοκρατική στρατηγική κοινωνικής συνοχής και αποφασιστικής αντιμετώπισης των εστιών της κρίσης.
Στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες, τα παραπάνω σχετίζονται και με θεμελιώδη θέματα ελευθεριών και δικαιωμάτων. Με εύγλωττο, π.χ., το δίλημμα : υπάρχει περιορισμός (ή/και θεσμικός -νομικός παρεμβατισμός) για ζητήματα ελευθερίας έκφρασης, από τη μια, και θρησκευτικών πεποιθήσεων, από την άλλη ; Η έννοια της βλασφημίας (σχετική με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις) μπορεί να θέσει όριο (πότε, και ποιο ; ) στην ελευθερία έκφρασης, όπως αυτή περιλαμβάνει και την έκφραση της κριτικής, ακόμα και της σάτιρας (η περίπτωση της εφημερίδας ”Charlie Hedbo”, στο Παρίσι) ;
Οφείλουμε να πούμε ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των συνανθρώπων μας δεν μπορούν να συνιστούν θεμιτό περιορισμό στην ελευθερία έκφρασής μας. Το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία δεν ισοδυναμεί και με την αξίωση του καθενός για αποδοχή ή/και σεβασμό των θρησκευτικών του ”πιστεύω” από τους συνανθρώπους του. Ένα σατιρικό σκίτσο, όσο ”ακραίο” και αν είναι, χωρίς βέβαια να εξατομικεύεται υβριστικά σε ζωντανό, πραγματικό πρόσωπο, ούτε την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης θίγει ούτε την άσκηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων εμποδίζει. Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί προνομιακή μεταχείριση των θρησκευτικών αισθημάτων -πεποιθήσεων των πολιτών και αυξημένη προστασία τους έναντι των πολιτικών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων. Όσο πολύτιμα και αν είναι τα θρησκευτικά αισθήματα ή οι πολιτικές πεποιθήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προνομιακής προστασίας τους από την έννομη τάξη, χωρίς συγχρόνως να διαλύονται δύο βασικές αρχές του κράτους δικαίου : η ελευθερία του λόγου και η ισότητα των πολιτών. Υπό την έννοια αυτή, ποινικές διατάξεις περί βλασφημίας, που μεταχειρίζονται προνομιακά τα θρησκευτικά ”πιστεύω”, συνιστώντας εξ ορισμού περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης, είναι αντισυνταγματικές. Όπως επιγραμματικά έχει υποστηριχθεί : ‘’ Για τα ζητήματα αυτά, το όριο της κριτικής και της σάτιρας δεν μπορεί να το θέσει ο νόμος, παρά μόνον ο συγγραφέας ή ο καλλιτέχνης.’’.
Εκτός αυτών, οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται
από την κατάσταση που ονομάσθηκε ”πολυπολιτισμικότητα” και για την οποία χρειάζεται στην κατανόησή της και στη χρήση της, σχετική προσοχή. Πολυπολιτισμικότητα, η οποία δεν πρέπει και δεν μπορεί να εννοείται, ούτε να εφαρμόζεται, ως ένα άθροισμα, παράπλευρων ή/και συμπληρωματικών κοινωνικών- εθνοτικών- θρησκευτικών ομάδων, αλλά σαν μια νέα συνθήκη, και, σαν μια σύγχρονη αντίληψη και δημοκρατική πολιτική ενεργής, λειτουργικής, κοινωνικής ενσωμάτωσης. Πέραν της γενικής αρχής ότι σ΄ ένα δημοκρατικό σύστημα όσοι άνθρωποι υπόκεινται στην πολιτική εξουσία έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στον καθορισμό της, η αποφυγή δημιουργίας συνθηκών και συμπεριφορών υποκουλτούρας και ροπής προς την εγκληματικότητα και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, επιβάλει προς τις ομάδες αυτές που βιώνουν ένα είδος απομόνωσης, να προωθηθούν προγράμματα ένταξης παρόμοια με εκείνα των κανονικών (μη λαθραίων) μεταναστών, ενθαρρύνοντας την παρακολούθησή τους από την κατηγορίες αυτές και ιδιαίτερα με συμμετοχή από τα άτομα δεύτερης γενιάς (παιδιά μεταναστών).
Είναι αναγκαίο η ”πολυπολιτισμικότητα”, να λάβει τη μορφή και το περιεχόμενο μιας πολιτικής, και να λειτουργεί συνθετικά, κι όχι προσχηματικά, παράγοντας στην πραγματικότητα τον κοινωνικό κατακερματισμό. Να συνιστά μια διαδικασία κοινωνικής ενοποίησης κι όχι κάθετων διασπάσεων, έχοντας πάντα ως σημείο αναφοράς, άρμωσης και συνταύτισης τη συγκεκριμένη Χώρα διαβίωσης και παραμονής (Ελλάδα, ή όποια της Ε.Ε.). Μέσα από μια λογική δημοκρατικού πλουραλισμού, να δρα δια-πολιτισμικά, διαλεκτικά, ενοποιητικά με αναφορά τον εθνικό κορμό, για την ενδυνάμωση του εθνικού κορμού και της πατριωτικής ταυτότητας, αποφεύγοντας ρήγματα αυτονομιστικού υποστρώματος, καθώς και τον οριζόντιο κοινωνικό τεμαχισμό.
Παράλληλα, οι ιδρυτικές αρχές θεμελίωσης των σύγχρονων εθνικών κρατών και δόμησης των Δημοκρατιών -αρχές που, επίσης, συνθέτουν ένα υψηλό πολιτισμικό κεκτημένο- οφείλουν να γίνονται σεβαστές και να τηρούνται απ΄ όλους τους κατοίκους της Επικράτειάς τους.
3. Το απαράδεκτο όραμα και η ανάγκη της Ισλαμικής Μεταρρύθμισης.
……………………………………………………………………………………………………..
Η νέα άνοδος της θρησκείας και των μισαλλοδοξιών εξηγείται εν μέρει και από την απουσία μιας άλλης θετικής εναλλακτικής κοινωνικής πρότασης.
Ο Τariq Ali, προοδευτικός διανοούμενος καταγόμενος απ΄ το Πακιστάν, με συνείδηση του γίγνεσθαι στον ισλαμικό κόσμο, απ΄ όπου προέρχεται, υπογραμμίζει : ”Έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη από μια Ισλαμική Μεταρρύθμιση που θα σαρώσει τον θεότρελο συντηρητισμό και την καθυστέρηση των φονταμενταλιστών αλλά, και, πέρα από αυτό, θα ανοίξει τον κόσμο του Ισλάμ σε νέες ιδέες. Αυτή θα καταστήσει αναγκαίο τον αυστηρό διαχωρισμό κράτους και τζαμιού, τη διάλυση του κλήρου, την επιβεβαίωση των Μουσουλμάνων διανοουμένων να ερμηνεύουν τα κείμενα που αποτελούν συλλογική ιδιοκτησία της ισλαμικής κουλτούρας, την ελευθερία να σκέφτεται κανείς χωρίς απαγορεύσεις και ορθολογικά, και την ελευθερία της φαντασίας. Όσο δεν κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση είμαστε καταδικασμένοι να ξαναζούμε παλιές μάχες και να σκεφτόμαστε όχι ένα πλουσιότερο και ανθρώπινο μέλλον αλλά το πως θα πάμε από το παρόν στο παρελθόν. Πρόκειται για ένα απαράδεκτο όραμα.”.
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε