Καλημέρα πιδιά μ΄ καλά. Τι γενησέστι; Ιγώ σήμιρα είμι πουλύ γινατουμένους, μόνι ας τα πάρουμι μι τ΄ν αράδα:
Κόμα τ΄ν Άνξ΄ πέρασι ένας μηχανικός απ΄ του χουριό. Τουν είηδα κι τουν αψήισα κι είπα να τουν κιράσου έναν καφέ. Παράγγειλα απ΄ του ι φούντ δυό φρέντα μι καστανή, κι όπως τα ΄πναμι, τήρσι κα τα χαϊαάτια. Μι λέει: «Μπάρμπα, τα έης αναγνωρισμένα τα χαϊάτια»; Τουν λέου: «Θκά μ΄ είνι, απ΄ τουν κιρό τ΄ κιρού τ΄, σι θκο μ΄ τόπον». Μι λέει: «πρέπ΄ να τα αναγνωρίης, γιατί θα σι ρθούν προστίματα». Τι να κάμου κι ιγώ ου μπήραβους; είχα κι παράδις γιατί είχαμι κόψ τα αρνιά για τ΄ν Πασκαλιά κι τουν είπα να τα αναγνωρίσ΄. Τι μι τσάκουσι κι ημένα; Σάματ΄ ου Λίας που έχ΄ κι πλειότερα καρκατσιούκια κι δεν τα αναγνώρσι, τι έπαθι; Ποιος τουν αμπόδσι;
Έβγαλα ένα κιαμέτ΄ παράδις κι τουν έδωκα κι χαίρουμαν απού αναγνώρσα τα χαϊάτια. Χαίρουμαν ως τα υπροχτές, απού ήρθι ου κουρεμός! Μ΄ ήρθιν ου ΕΝΦΙΑΣ διπλός. Για ένα χαϊάτ΄ μι τσίγκια στ΄ Ντράμστα, πλέρουσα παραπάν΄ ΕΝΦΙΑ, απ΄ ότ΄ πληρώνουν άλλ΄ για τς βίλλες στς Εκάλες κι στα Πανοράματα. Γινάτουσα κι πήρα τουν κασμά κι του γκρέμσα, θάρουμ γλυτώνου τουν ΕΝΦΙΑ.
Σαν του γκρέμνούσα, για τους πάλι ου μηχανικός. Μι λέει: «τι φκιάντς ικεί»; Τουν λέου: «του γκριμνώ, δεν έχου παράδις για κολωνακιώτκου ΕΝΦΙΑ, για ένα χαϊάτ΄ στ΄ Ντράμστα». Μι λέει: «Μουράθκις; Δεν του γκριμνούν έτς, χουρίς άδεια, θα σι βάλουν πρόστιμου». Τι να φκιανα ου μπήραβους; Κόσιεβα μια βδομάδα στ΄ς πολεοδομίες για άδεια κατεδάφισης, χώρια τς παράδες απού πλέρουσα στου μηχανικό κι σι παράβολα.
Αφού ξεμπέρδεψα, πήγα κι ήφιρα λουμάκια από τ΄ Γκαβοσιοπουτούρα. Είχα κρατήσ΄ κι τς λαμαρίνες. Έφκιακα ξανά του χαϊάτ΄ κι άμα ξαναηδώ του μηχανικό, θα απολύκου τουν Καλέσ΄ κι ας τα βγάλ΄ πέρα μόναχος. Ιγώ μια φορά, άλλες παράδες για ΕΝΦΙΑ δε δίνου.
Μπαρμπα Κώτσιους Τσιαμήτς
Ντράμστα