Πατριώτς: Ωρέ τυχιρός π’ ίσι ..έλα , ικεί πααίνου κι γώ..άιντι έλα, σκαλίς..
Κινάει ου Πατριώτς πν Πέλκα κι ου Νιάνιους, κλώθουντι σι κάτ στράτις..αράδα αυτουκίνητα κι ανθρώπ κι ου Νιάνιους αντραλιάζιτι ψίχα. Σι λίγου φτάν κι σιβαίν μέσα στου πουλύ τρανό του σπίτ’. Ου Πιλκιώτς τραβάει σι μια πουρτούλα τσιουτσιαν’, πατάει κάτ’ κουμπιά κι καρτιράει ψιχα κι ακούιτι ένα ντούκ . Ανοίγ τν πόρτα κι λέει «άει σέβα..να σιβώ κι γώ ν ανέβουμι..πρόσιχι μόνι τν κλούτσα να μη σγκαλώσ’ πουθινά..»
Νιάνιους: Τι είνι αυτό ρε; Τι μκρό κτι κι μι λες να σέβου; Τι φκιάν;
Πατριώτς: Αηνέρ του λέν η ατζνέρ ..κάπους έτς του λέν..πατάς ένα κουμπί κι ανιβαίν σιαπάν η κατιβαίν..αει σέβα..
Νιάνιους: Ούουου τι βρουκόλακας ίνι αυτός ρε Πιλκιώτ; Σπιτούλ π παέν παγκάτ; Τι λύκους γραμμένους ίνι αυτός; Δε σιβαίνου..να πας ισί..ιγω όπους στου σπιτμ , ‘π τσ σκάλις
Κινάει απ τς σκάλις, κι βγαίν ουπάν ψιά φουσκουμένους, φσούσι όταν έφτασι. Ου Πιλκιώτς , πτ ασανσέρ, βγαίν πρώτους κι τρυπών στ Μπουντιούκου. Ου Νιάνιους , παίρν’ μια ανάσα..τιριάζιτι λίγου κι σιβαίν. Δεν τούν γλεπ τουν Πιλκιώτ’ «Θα πρώλαβιν του ζιουγρίμ..ινι αγαρηνοί αυτοί..τρυπών πρωτ..παντού». Κάθιτι σι μια καρέκλα, συμουρφώνιτι ψίχα ξανά, κι βάν τν κλούτσα αμπρουστάτ. Ακουμπάει τα χέριατ ουπάνουτς κι απου πάν του κατσιαούλτ κι καρτιράει.
Ξαφνικά σιβαίν..ου Νιάνιους ανταριάζιτι απότουμα..γλέπ να πιρνάει που μπρουστάτ’ του θαύμα..δεν ξανάιδιν τέτοιου τιφαρίκ’ ..Τηράει πρώτα κάτ’, κι γλέπ κατ’ κόκκινα τσαρούχια..πουλύ σουγλιτιρά χουρίς φούντα μι κάτ’ τακούνια σαν ψηλά κόπατσια..ψίχα χουντρίτιρα, σα λουμάκια..παραπάν κότσια..ύστιρα ψηλά πουδάρια..τρουπιά κι φαίνουνταν ως του γόνα!!!..παραπάν ένα φουστανούλ ντιπ τσιούτσιανου μι στινό κόκινου ζνάρ. Παραπάν άσπρου πουκάμσου , π σκίζουνταν στ μές κι ίχιν μον κανά δυο κουμπιά στου νουφαλό κι ψίψα παραπάν, ήταν ντιπ ανοιχτό κι φαίνουνταν όλου τ αυλάκ σιακάτ πτου γκαργκαλιάνου. Απου πάν οχ γιαλέκου, αλλά ένα κόκκινου πάλι σακακούλ. Στου νόμου ίχιν έναν τρουβά ντιπ αλλιώτκου…τρουβαδούλ’ Ηταν τσιούτσιανους κι τιτράγουνους κι πάλι κόκκινους..γυαλιστιρός , παρλάτζιν, κι κρέμουνταν ‘πτου νόμου μι αλτσίδα σαν αυτές που δεν του σκλί αλλά ίχιν χρυσό χρώμα, σαν τς αλτσίδις πτου θυμιατό. Τα χείλιατς ήταν βαμένα κόκινα κι γιάλτζαν παραφύσις.Τα μάτιατς που πάν βαμένα σαν του χρώμα που πρασινουγκούστιαρα ή σκαρκάλ στου καπνό , κι τα πλιακαλνούσι αράδα. Γλέπ κι του κιφάλ’, σαν κλαδαριά σιαπάν, κι πυκνή σα μπαιαγκουφουλιά. Κάθιτι απέναντι ‘πτου Νιάνιου, κι σα να τουν φάγκιν ότι τουν γέλασιν ψίχα κι τουν σφάλτσιν του μάτ’. Χιρνάει κι ου Νιάνους, να στρίβ πρώτα τα μστάκιατ , ύστιρα βγάν τα δόντια πόξου κι τζιβών κι ψίχα του ένα του μάτ’.Bάν κι του ένα του τσαρούχτ πίσου πτάλου του πουδάρ κι τότριβιν, κι έκαμνι ότι αντρέπουνταν. Η λιγάμιν’, βάν’ του χέρ κατά τουν κόρφουτς κι σταυρών τα πουδάριατς. Τι τουν θέλτς του Νιάνιου..τουν κόβ ίδρουτας κι ζγκαλών του σαλ στου γκαργκαλιάνουτ..δεν μπουρούσι να σκαπιτίσ’..τάντσι τα γκαβάτ κι γέγκαν σα φυλτζιάνια..’πτα μάτιατ’ πέρασιν πρώτα ένα σιούτου κριάρ’ π’ κινηγούσι τς προυβατίνις..Ου μπέλους ου πούρτσιους τς γίδις, τουν ακούουνταν γουμάρια να αγκαρίζν όπους όταν κυνηγούν τς γουμάρις τουν κιρασάρ.. ήταν ντιπ σα χαμένους. Ιτιμάζουνταν να ουρμήσ’, να πάρ τν πόλ’ ..να κνίς τ αγγειά..να σφίξ του μπάτζιου..ν αναπιάς τα προυζύμια..να ρίξ τα τφέκια..να δές τν κουλουκύθα.. να τν καβαλκέψ’ κι να τ΄ζιάσ’ στα τσκάλιατ..να τ σφίξ στου νόχτου.Ξαφνικά ανοίγ η πόρτα κι ακούιτι ου Μχάλτς ου Μπουντιούκους, ου γιατρός χιριτούσι τουν πιλκιώτη κι τουν ίπιν «άει στου καλό.. κι να μη αστουχίις τα χάπια κι ‘ν αλφή ..ου ιπόμινους»
Σκώνιτι ου Νιάνιους, κοιτάει πρώτα τ λιγάμιν’ κι τ λέει «μορ..ισί κάτσι ιδώια κι καρτέργια, έχου ψιά δλειά στου Μχάλ’, κι ύστιρα θα ρθώ να κνίσουμι αντάμα τς γκαβανούζις..να σφίξουμι τα γάλατα..να προυστυλάξουμι τα ζά..να σι δαγκώσου..(δεν προυφταιν’ ..ακούιτι πάλι ου Μπουντιούκους) « ου ιπόμινους είπα, άιντι θα χινουπουριάσουμι)
Τ’ ακούι ου Νιάνιους, κι για να μή προυσβαλθούν πν αρρχή, σιβαίν’..
Νιάνιους: Τι χαμπάρια ρε Μχάλ; Που χάθκις;
Γιατρός: Ώωω, καλώς τουν πατριώτ..καλώς του Νιάνιου , έλα ρε να σι φλίσου σταυρουτά ρε..(τουν φλάει) τι χαμπάρια ρε..πόσουν κιρό έχου να σι ιδώ;; κάτσι ρε, σ’ αραθύμσα.. τι χάθκα ρε Νιάνιου; Ιγώ ιδώ ιμι , κι πλω χάπια , βατσίνις σιρόπια..α γιατρουπουρέυουμι ψίχα. Ισί; Τι γένισι ; η φαμπλιά;
Νιάνιους: Όλ’ οι άλλ’ καλά ρε Μχάλ’..ιγώ μόνι δεν μπουρώ να ρουκώσου τν κόψα στου θλήκ’ , κι μι ζούπσι κι του τσαγκρασούλ στου λιάβου του τσιούγκου, αλλά διάφκιν τώρα. Άσι αγκάρζι κι η άλλ’ κι μι χούιαζι, γιατ’ αυτό ήρθα, να μι ιδείς ψίχα, να μι δώις κι κανά χαρτί, άδεια π τς δλειές να του δείχνου τν άλλ κι να μπουρώ να πάου κι ψίχα στου καφινείου, να δω τς φίλ’, τς αραθίμσα , κουντά τρία μιρόνυχτα έχουμε ν ανταμώσουμι..κι ίμι κι στιγνός που αντιβίουσ’ κατάλαβις;
Γιατρός : (γκαργκαλιέτι ψίχα) Ωρέ Νιάνιου, πάντα ίσι κι χουρατατζής..όλου μπέτια..δέν κατάλαβα καντίπουτα απ ότ’ ίπις, αλλά όλα θα γέν ..άει τώρα , χίρνα να ξιντιέσι, βγάλτα όλα , να σ’ ιξιτάσου..
Νιάνιους: Τι!!! Τι να τα βγάλου όλα ρε Μπουντιούκου;;. ιγώ μόνι τρείς φουρες ξιγκουλιώθκα να μι γλέπν ΄κι οι άλλ’…μιά ύστιρα που γιντσιάρκους όταν μι βάφτσαν, μιά όταν πέρασα πιριουδευουν για του στρατό, κι μια του βράδ’ ‘πτ χαράμ π μι ξιγκόλιουσι η Ξίάγκλια να ιδεί άμα έχου όλα τα σμάδιαμ..οι άλλις π ξιγκουλιώνουμι για να φκιάνουμι τα χαζά δεν πιάνουντι γιατί γένουντι όλα στα γκαβά. Αμά θέλτς να βγάλου τ αντί, του γιαλέκου κι τν πουκαμίσα κι απού κατ τν πόχα..μέχρι ικεί, αλλιώς θα πάου σ άλλου Μπουντιούκου π δε σι ξιγκουλιών’. Κι δε μι λές ρε Μχάλ; ίσι σίγουρους ότι θέλτς να βγάλου κι τα τσαρούχια η να τα βγάλου κατουπίτιρα μόνι στου σπίτ;;γιατί προυχτές πτάβγαλα σπίτ , κόντιψα να τ χάσου τν άλλ, τν ήρθιν ψιά βαριά μάλλουν π ίδιν νάχου ντιπ ξιξζμένου ..χάρβαλου του τσιράπ…άλλουν λόγου δε βρήκα νάχ’
Μχάλτς: Άει καλά..βγάλι μόνι αυτά..αλλά τα τσαρούχια;; δεν πρέπ να τα βγάλτς για να βγάλτς τν πόχα;
Ου Νιάνιους χιρνάει να ξιντιέτι. Βγάν τ απουπάν κι βγάν κι τα τσαρούχιατ για να βγάλ τν πόχα. Του Γιατρό τουν έρχιτι μια μπόχα για λιγουθυμιά..βάν μια μάσκα κι ανοίγ ντάμπαρα τα παραθύρια κι λέει: (τουν ίρθιν ιδέα..μπας κι σουθεί..)
Μχάλτς: Καλά λές ρε Νιάνιου, δε μπουρώ να καταλάβου πως ξέρς κι απού γιατρικά. Όταν ξιπουδένουμι τα τσαρούχια, υπάρχ κίνδυνους να κρυώσν γιρά τα πουδάρια κι να σέβ του κρύου πτα δάχλαν, να πιρπάτίς απότουμα ύστιρα στα κότσια, άει σιαπάν στς λύσεις, στα λάγαρά κι στα τσκάλια ύστιρα στου νουφαλό, παραπάν..
Νιάνιους: Καλά ρε Μχάλ’, κατάλαβα του ιπιστιμουνικός του μουχαμπέτ, ύστιρα κ ύστιρα κι αει παραπάν ..στουν πάτου θα μι πείς θα φτάς στου γκαργκαλιάνου κι θα βραχνιάσου κι θα γένου σα βραχνουκόκουρας ..θα βηχώ κι θα κριμνούν τα τσέρκια..Στα ‘πα ιγω πν αρχή να μη τα βγάλου τα τσαρούχια. Άει τα πουδένου πάλι να ιδούμι τι θα έν’.
Ου Νιάνιους πουδέν’ τα τσαρούχιατ κι καρτιράει. Αφού η ατμόσφιρα στου γιατρείου διουρθώνιτι κάπους ου Μπουντιούκους λέει: «κιντώς τώρα ιδώια να σι ιδώ..»
Ου Νιάνιους κιντώνιτι κι ου Μχάλτς χιρνάει να τουν πασπατέβ. Τηράει πτι δώ τηράει πτι κεί κι ακούιτι ου Νιάνιους να γκαργκαλιέτι ψίχα « όϊ Μπουντιούκου..σιγότιρα, μι τρόπου, γιατί γκανταλνιούμι κι μέρχιτι αντράλα..θέλτς να πουδαρστώ να σι τσακίσου κανά ιργαλείους;». Ου Γιατρός συνιχίζ’ ..φταν κι στου ψμένου, τουν τηράει τα φτιά , τουν λέει να βγάλ τ γλώσσατ. Ύσιρα τουν τανίζ κι τα μάτιατ κι τηράει πουκάτ που πάν κι λέει «χμμμ για να ιδούμι..σαν μια πανάδα θα ιδούμι ..Νιάνιου σιούκ τώρα κι κάτσι ιδώια στν καρέκλα, να ιδούμι τν πίις κι να τα ιδούμι καλύτιρα τα μάτιας».