Νεανική Παραβατικότητα και Εγκληματικότητα: Η ανίχνευση των αιτιών Έγκλημα και παραβατικότητα. Πρόκειται για δύο έννοιες που επικεντρώνονται στη σύγκρουση ανθρώπου και κοινωνίας
Και οι δύο έννοιες αντιτίθενται στον ποινικό κώδικα και είναι κατακριτέες και η διαφορά τους έγκειται στο βαθμό σοβαρότητας της πράξης. Παραβατικότητα ή παράπτωμα θεωρείται η «καταπάτηση» και προσβολή των νόμων, ενώ το έγκλημα αφορά την επίθεση κατά της ανθρώπινης ζωής. Σήμερα παρατηρείται αύξηση της εγκληματικότητας στις νεαρές ηλικίες που χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρη βιαιότητα, ωμότητα και επιθετικότητα. Η διογκούμενη παραβατική συμπεριφορά των νέων αποδεικνύει πως οι φορείς κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης, χαρακτηρίζονται από κοινωνική «παθογένεια» και αδυνατούν να αναπαράγουν ευσυνείδητους πολίτες. Υπάρχουν κάποιοι αξιοσημείωτοι παράγοντες που οδηγούν τους νέους σε παραβάσεις νόμων ή ακόμη και σε εγκληματικές πράξεις.
Αρχικά οι παράγοντες που σχετίζονται με την εγκληματική συμπεριφορά ανηλίκων, μπορεί να προέρχονται από το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον και να επηρεάζονται από ψυχολογικούς ή άλλους παράγοντες. Συνήθως στο «ιστορικό» παραβατικότητας συνυπάρχουν πολλοί παράγοντες ταυτόχρονα. Το δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, γονείς με ψυχικές διαταραχές ή καταχρήσεις, η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας, η τιμωριτική ή αδιάφορη στάση των γονέων, μπορούν να επηρεάσουν τη ψυχολογία του νέου, που επιζητά το ενδιαφέρον και την υποστήριξη. Από την άλλη, κοινωνικοί παράγοντες όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι διακρίσεις, έχουν ως συνέπεια την αντικοινωνική συμπεριφορά προς κανόνες και νόμους. Η περιθωριοποίηση των νέων και ο διαχωρισμός από το σύνολο, λόγω φυλετικών, κοινωνικών ή άλλων λόγων, διαταράσσει τη ψυχική υγεία και οδηγεί σε έκνομες ενέργειες με στόχο την προσωπική «επανάσταση».
Ο τομέας της εκπαίδευσης και το σχολικό περιβάλλον, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και συμπεριφορά των παιδιών. Η σχολική αποτυχία και οι διακρίσεις μεταξύ μαθητών, στιγματίζουν τα παιδιά και τους ανοίγουν το δρόμο στη παραβατικότητα, με σκοπό τη προσέλκυση της προσοχής. Αρχικά μπορεί να χρησιμοποιήσουν λεκτικές προβολές και στη πορεία να εκδηλώσουν εμμονές και βιαιότητες, απειλώντας μέχρι και την ίδια τη ζωή του θύματος. Η ελλιπής επιμόρφωση και η απουσία της απαιτούμενης προσοχής, «παραπέμπει» τη νέα γενιά στον σκοτεινό κόσμο του διαδικτύου. Τα διαδικτυακά μέσα κοινωνικοποίησης και τα ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια, προωθούν πρότυπα βίας και αποτελούν κίνδυνο μίμησης αντικοινωνικών και βίαιων πράξεων. Η νέα τάση στα διαδικτυακά παιχνίδια, περιλαμβάνει προκλήσεις που ζητούν από τους παίκτες – «θύματα» να διαπράξουν ακατάλληλες, επικίνδυνες για την ζωή πράξεις. Επίσης, το ηλεκτρονικό έγκλημα λαμβάνει ιδιαίτερες διατάσεις αυτή την κρίσιμη περίοδο και η έλλειψη διαδικτυακής παιδείας, έχει σοβαρές καταστρεπτικές επιπτώσεις καθώς είναι συχνό φαινόμενο η εμπλοκή νέων σε κυκλώματα ηλεκτρονικών εκφοβισμών και εκβιασμών ή και κακουργηματικών πράξεων.
Αναφορικά με τη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των παραβατικών χαρακτήρων, υπάρχουν κάποια στοιχεία που μαρτυρούν τη ροπή προς τη βία. Κάποια από αυτά μπορεί να είναι η υπερκινητικότητα, η έλλειψη αυτοελέγχου, η νευρικότητα και η επιθετική συμπεριφορά. Ο παρορμητισμός και η συνεχόμενη αδυναμία συγκέντρωσης, υποδηλώνουν δυσκολίες σε εκτελεστικές λειτουργίες του εγκεφάλου, που συνδέονται με τις ανθρώπινες πράξεις. Ακόμη, διαταραχές προσωπικότητας ή διαταραχή της διαγωγής, που συναντάται σε παιδιά με επαναλαμβανόμενη αντικοινωνική στάση, μαρτυρούν πως υπάρχει τάση για επικίνδυνα παραπτώματα. Επιπλέον, καταπιεσμένα συναισθήματα, πάθη ή απωθημένα που δεν εκδηλώθηκαν τη σωστή στιγμή, εκφράζονται με βίαιο και απειλητικό τρόπο στη πορεία της ζωής. Όσον αφορά τα βιολογικά χαρακτηριστικά, έχει διατυπωθεί πως μπορεί κάποιες δυσλειτουργίες του εγκεφάλου όπως κάποιες νευρολογικές επιπλοκές, να συσχετίζονται με την παραβατικότητα. Κατά πάσα πιθανότητα, αρκετά γονίδια μπορεί να συμμετέχουν στην εκδήλωση επιθετικότητας σε συνδυασμό με την ψυχοπαθολογία και με άλλους οικογενειακούς παράγοντες.
Συμπερασματικά, η νεανική παραβατικότητα, λαμβάνει σημαντική αύξουσα πορεία και είναι απαραίτητη η άμεση παρέμβαση κοινωνικών και εκπαιδευτικών φορέων. Κρίνεται πολύτιμη η ενθάρρυνση για ψυχολογική υποστήριξη γονέων και παιδιών ακόμη και με δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, οφείλει το σχολείο να διατηρεί μια υγιή και συνεργατική σχέση με την οικογένεια, βασιζόμενη στην ειλικρίνεια και την εμπιστοσύνη. Το οικογενειακό περιβάλλον οφείλει να παρατηρεί και να διακρίνει τις αποκλίνουσες συμπεριφορές των παιδιών και να εμφυσήσει τα συναισθήματα αλληλεγγύης και σεβασμού. Η ενίσχυση της έννοιας της ισότητας και ενσυναίσθησης καθώς και η προβολή ισορροπημένων και συγκροτημένων προτύπων, είναι ζωτικής σημασίας για την «οικοδόμηση» μιας κοινωνίας ευσυνείδητων και ολοκληρωμένων πολιτών.
Αντιγόνη Κολιού