Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Νο 2
Ου Νάσιους απλέτι,΄όπους ήπαμι παραπάν, ίχιν καμ κένα φιγγάρ κανα ινάμς Μήνα, στν Αστράλια, ίχιν πάει στ χαρά τς αμψιάστ. Σκώθκιν μια χαραΐ, κατέφκιν στν πλατέα κι μι τα τσιμπράτσκαλατ’ σέφκιν στου Σιλτσιώτκου του πούλμαν π’ πάϊνιν στ Σαλουνίκ.Ικι π θαύμαζιν τ’ φύσ’ τριουρ πτου λιουφουρείου, μόλις πέρασαν ένα μέρους πτούλιγαν καστανιά, του πούλμαν έφκιανιν όλου κλώζματα κι τριούρια κι του Νάσιου τουν ήρθιν παραφύσις αντράλα κι άχαρα.Φώναζιν αράδα… ινσπέκτουρ.. σακούλα. Απόλκιν τα μπλάρια πεντέξ φουρές κι όταν έφτασιν Σαλουνίκ ίχιν χρώμα σα λιμόν’, σαν πιθαμένους. Ύστιρα, αφού συνήρθιν μι σαλουνκιάτκα ιλιάτσια…. κατ’ σόϊα, τουν πήγαν σένα μέρους πτούλιγαν αϊρουδρόμιου κι σέφκιν σένα πουλύ τρανό πλί π’ δεν κνούσιν τα φτιράτ’ αλλά απιτούσιν . Έτς απ ν’ αρχή τουν φάγκαν ότι γένουντι μυστήρια πράματα, πλι μι τρανά φτιρά π’ δεν τα κνάει ν’ απιτάει;. Μόλις σέφκιν τουν ίπαν να δές στν κλιάτ , ένα λουρί, μια ίγκλα όπους δεν του σαμάρ στου μπλάρ κι στου γουμάρ. Απ ν’ αρχή ίχιν γινατιάσ’ μι τα φιρσίματατς .. τι τουν πέρασαν Ντριανουβνό γουμάρ; Θαρσι, Θα τουν ύριβαν να βάλει κι στουν ουπισνότ ουψτιά. Ύστιρα χίρσιν ν’ αρπάχνιτι σχιδόν μ’ όλνους..πρώτα μι κατ’ μπουιατζμένις παρδάλις που όλου χαζουγιλούσαν σα μσόχαζις κι τς ήλιγαν αιρουσυνουδίνις (ιμίς σμώτυρα ιτιμουλουγικά έχουμε τς αϊρουγάμδις κι του ανιμουπύρουμα). Ϋστιρα χπούσιν τα χέριατ’ να παραγγείλ’ κι δεν έρχουνταν καγκάνας μόνι..γκαργκαλιούνταν στα κρυφά όσ’ ήταν τριούρ.Παρήγγειλιν ρουβθίσιου..όχ δεν είχαν, γύριψιν μια ντραματζάνα τιουλτιούκου να ρουφκαλνάει να πιρνάει η ώρατ, να πουρέψ’ , να ξιπιτιάζ του στόματ…όχ’ απαγουρέβιτι γιατί θα χιρίις να κρούς τς άλνους κι να αγγαρίιζ να τραγδας. Γύριψιν μπάτζιου μ’ αυγά..δεν είχαν, καβουρμά μι κρουμίδια ούτι, κιφτέδις μι ζμί ούτι..ντιπ καντίπουτα..ότ’ παρήγγειλνιν τουν απόπιαναν κι υρνουσαν τα πστρόφια κι γκαργκαλιούνταν. Ύστιρα που λίγου χίρσαν κάτ πτά λιγαν οι άλλ’ κινά αέρος. Τι τουν θέλτς του Νάσιου ..τουν έρχουνταν αράδα άχαρα..μιά ανακατουσούρα στα τζιέριατ κι μια αναγούλα στα λιμπάτ. Απουλνούσιν αράδα τα μπλάρια.Τριούρτ’ κάθουνταν λουίς-λουίς τσιασίτια. Κατ’ έίχαν κατ’ μάτια ντίπ τζιμουμένα κι πριζμένα , σαν να τς τσιούμσαν αγριουκουμπαναίοι..μι μια φιραμάδα μόνι στ μέσ’ μάλουν για να ζαρίζν ψίχα .Αυτοί κατέφκαν σένα μέρους πτούλιγαν Σιγκαπούρ’ Κάτ’ άλλ’ ίχαν του χρώμα πτου ξικουρνιαχτίρ, σαν καρβουνόξλου..κι κάπου κάπου γκαργκαλιούνταν κι ου Νάσιους σκιάζουνταν κι παρατόρζιν γιατί φαίνουνταν , μόνι μια σκουτίδα μι μια αράδα δόντια, σαν τ΄ μασέλα τ’ πιθαμένου στου μνημόρ, όταν τουν ξιχουματίζν. Κατ’ άλλ ίχαν κάτ’ σαλβάρις ψάθινις κι τρανές σα μαλάθις. Έκλουθαν του κιφάλ’ κι κλώθουνταν κι οι μαλάθις σαν του διρμόν’ π’ διρμουνίιζ στ αλών. Ίχιν αντραλιαστεί..
Όταν έφτασαν , τς έβρισιν πρώτα όλνους, στ’ αϊρόπλανου, γιατί τς ασκάθκι η ψχήτ, κίστιρα κατέφκιν κι τουν πήγαν τα σόϊατ τρείς μέρις στου Κρατικό . Ίχιν φτάσ’ κ’ήταν άρρουστους
Απ’ ν ‘ αρχή π’ σέφκιν στου αιρουπλάνου όμους τουν φάγκιν πιρίιργου που όλ’ σιούκουναν του ένα του χέρτς , χαζουγιλούσαν ψίγα κι ήλιγαν τουν άλου: ΆΛΟΥ ΜΠΟΪ …Ύστιρα κάθι μέρα τηρούσιν κι γένουνταν όλου του ίδιου…άλλου μπόϊ κι άλλου μπόΙ. Τουν φαίνουνταν όμους παράξινου κι σκέφτουνταν «τι άλλου μπόϊ κι άλλου μπόϊ ρε…ξερουμι όλ’ έχν άλλου μπόΙ…χραζιτι να του λές; Αϊντι να πιτίχς μόνι τιπουτας τζιτζμάρκ κι ναχν ίδιου μπόϊ τς άλνους τι του λές; Ωρέ μι φαίνιτι μόνι τς αντραίοι λέν ετσιαϊάς τς γυναίκις όχ’..»
Απ’ τς πρώτις τς μέρις πέφτασιν χίρσιν να τς ουμιλάει Ντριανουβνά..κνουσιν τα χέριατ.. πουδαρίζουνταν αλλά δεν του άκουγιν καγκάνας μόνι του σόϊτ. Οι άλλοι τουν έβγαναν αράδα φουτουγραφίις κι γκαργκαλιούνταν μόνι…
Ιπιδή ήταν όμους, φουστήρας κι τ’ άρπαχνιν ενακένας , ίπιν να ρουτής κι τουν αμσιότ του Δημητρούλ’ να τουν ιξιγίς , μη υρίσ’ στου Ντριάνουβου κι τουν ρουτήσν’ κι δεν ξέρ κι αντρουπιαστεί, αλλά κι για να του χρησιμουποιάει κ’ αυτός στου Χουριό..να δείχνιτι…
Νάσιους: Ωοο αμψιέ..ώοο Δημητρούλ…έλα ιδώϊα ρε πιδί π’ σι θέλου.. (κάθιτι ου Δημητρούλτς σμάτ) ..Δε μι λες ρε αμψιέ…που τν ώρα πέφτασα ιδώια τς γλέπου όλνους όταν πιρνούν αντραίοι, πιδιά κι σιρνκά δηλαδή, σκών του χέρ χαζουγιλούν κι φουνάζν : ΑΛΛΟΥ ΜΠΟΪ..Ξέρουμι ρε ότι όλ’ έχν άλλου μπόϊ ..χράζιτι να του λέμι κιόλας;…για ιξίγα
Δημητρούλτς: Άκσι Θείου…αυτόϊα π’ γλέπς (ιντουμιταξύ τσακών ένα χαράκ κι ένα χαρτί) , δεν ίνι για του μπόΪ πόσου ψλός η σβόμπιρας ίνι κάποιους. Ετσιαϊάς χιριτιούματι ιδώ ..αυτό γράφιτι (γράφ) , HELLO BOY , διαβάζιτι άλλο μπόϊ κι σημαίν , γειά σου ρε φίλι, γειά σου ρε άνθρουπι…κατάλαβις;
Νάσιους : Άααα τώρα κατάλαβα ρε Δημητρούλ’ καλά π’ μι φώτσις γιατί ήλιγα ντιπ μσόχαζ ίστι στν Αστράλια, π’ χραζιτι να λέτι αράδα πόταβου μπόϊ είνι ου καθένας ή ν’ αλάξτι του μπόϊ σας
Μι τ’ αυτέσια τς πιργαμηνές κι τς γνώσεις, ύρσιν στου Ντριάνουβου ου Νάσιους΄ ου Γκαντιαφίκας. Έμαθιν ότι όταν θελτς να χιριτίις έναν, σκώντς του χέρς..βγάντς τα δόντια πόξου κι ουρλιέσι ΑΛΟ ΜΠΟΪ . Oυ αμσιόστ ου Δημητρούλτς, τούχιν γράψ ψια αλιώτκα πτα Ντριανουνα (ου Νάσιους δεν ήξιριν κι καλά γράμματα) ..ιχιν βάλ πρώτα ένα σα σκάλα, μι μόνι ένα σκαλί Η, ύστιρας μια χτένα μι τρια δόντια Ε , παραπέρα έβαλιν δυό π’ ινώνουντι σαν λατάκ’ μι καδρόν’ ,σαν του πουδαρκό πτου τραπέζ μι ν’ τάβλα ετσιαϊας ΓΓ π’ τα χρησιμουποιούμι ιμέις όταν λέμι Γαμότου, αλλα τα ύρσιν ανάπουδα LL, δυό ανάπουδα Γαμοτου δηλαδή κι ύστιρα ένα στρόγγυλου Ο, σαν κουλουσταρ που μπίκιου. Μολις μπιτσιν ου Δημητρούλτς χίρσιν τα ξέντρουπα. Έβαλιν πρώτα ένα σαν κώλου ή βζιά Β, ύστιρα του κουλουσταρ του Ο κι στουν πάτου μια φούρκα Υ. Τά ένουσιν όλα κι γέγκιν HELLO BOY κι ίπι ότι του λέν ΑΛΟ ΜΠΟΪ κι χιριτιουντι ετσιαϊα οι αντραίοι στν Αστραλία, κι χιριτούν κι τασιρνκά…αλλά κι παντού στου ντουνιά ετσιαϊα χιριτιούντι
Πανου- κάτ, κανα δυό μήνις μιτα, τ’ χαραΐ, στς έντικα τ Κιρασάρ, φτάν’ στου Μπουγατσκό του λιουφουρείου τς Καστουριάς. Αντάμα μι άλνους, κατιβαίν κι ου αρχιμάστουρας ου Νάσιους ου Γκαντιαφίκας , μι του προυσουπικό πτου συνιργείουτ’ του Μήτσιου τουν Παρδάλ’ τς Ιφταλίας. Παίρν τα τσιμπράτσκαλατς κι τα ιργαλεία τς πτου ντλάπ πτου λιουφουρείου κι τραβούν γραμμή στου σπίτ τ΄Τσιότσιου. Ενάκένας φτάν..του σπίτι ίνι σμα στ στάσ’.
Χπάει του γλουσίδ’ στ θύρα πτου σπίτ’ τ’ Τσιότσιου τ’ Μπακάλ’, κι ακούϊτι που μέσα ν’ αραδίζ’ πρώτα του κόλ’… η αμπάρα κι του νταϊαντάρ που νταϊαντάει τν πόρτα….βγαίν ου Τσιότσιους….