Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Νο 5
Ζγκαργκαλώνιτι ουπάν στου τσιατί σφιντόνα…σφίγγ τν πέλα στα χέριατ , τόσου πουλύ που ιουμώζν αγκίδις τα δάχλατ… κι ουρλιέτι:
Μήτσιους: Έλα δώ ρε μισκίν’, βουϊνιά Νάσιου..πούσι ρε αδραγμένου πουκρόβ παρδαλόΝασιου; μπίτσις. Τήρα μια φουρά ακόμα κατ’ ν’ Αησουτήρα ..ιδέτιν για τιλιφτέα φουρά..τήρα κι τα βακούφκα…του σάντβου κι η βούλιαρ π’ δε φαίνουντι, που ίντα χαμπλά στα όψμα μη τα τηράς… γιατί σχόλασις, σι ξιάρσα. Πουσι ρε Αλουμπόϊνου γκαφάλ; Πούσι ρε αγάνουτου κακάβ να σ’ αγανώσου μι του τσιατόξλου π’ σέρνου;..θα σι ζιάσου μι τν πέλα π’ τσακώνου στου ψμένους κι θα στ’ ανοίξου σαν τραντάφλου…σα λουβουδιά κι θα σι απουσώσου στουν πάτου μι του καρπουλόϊ.. ισί ρε γκζντάρ, τίρσις να ιπιξιργαστείς του Μήτσιου τουν Παρδάλ’ τς Ιφταλίας; Πάει σι ξιφόρισα…σύρι για μιταλαβιά που τώρα..κιντώς στου ξυλουκρέβατου κι ανξι τ’ γούρνα..βάλ’ του κουστούμ πέχς για του φιβγιό , για του παράχουμα…σι λιάρσα νταμπλουκόκουνα..ιδώϊα θα σι..
Κι μι τρανιές δρασκλιές ουπάν στου τσιατί νταλντούσι κατά του Νάσιου…έβγανιν αφροί..
Ου Νάσιους τουν τηράει απουρημένους να ζγών, σ’ αυτή τν’ κατάστας..
Νάσιους: Τι έπαθις ρε Μήτσιου, τι ουρλιέσι ετσιαϊάς; Πν τιουλτιούκου τόπαθις; Για κάτσι ρε..πτ’ χαραΐ καρτιρώ να μι φέρς τς πέλις να καρφώσουμι ..που σκλιά πιαλούσις; Σι γιάλτσιν καμιά μπουγατσιώτσα κι καϊπιώθκις; ή σίρθιν τίπουτα αντίθιτα κι πιαλάς στ’ χροία; Ισί έχς χρώμα σαν του κιδρουμπόμπαλου, ντίπ άλικου..φουτιά, σαν αναμένου δαυλί..μπάς κι σέρχιτι ντάμπλιαζμα..κι τι βουγκάς σαν του δαμάλ’ ..τι γέγκις ετσ’;, να φουνάξουμι τουν..
Μήτσιους: Τι ίπις ρε βρουμουμόλτσα;..μι πιργιαλάς κιαπουπάν; Σκαπέτα..μια φουρά προυφτέντς ..σι λιάρσα του γκαργκαλιάνου…θα σι δαγκώσου μι του σκλιόδουντου κι του φτίς..ν’ απουμείντς τσιούλους…ιμένα βρίκις να γιλάις ρε γκζντάρ; ¨ολ τ’ μερα τυρανιούμι παγκάτ στ σκάλα, μι τς πέλις, κι μόλις κουντεβου να ζγκαργκαλουθώ στου τσιατί ουρλιέσι άλου μπόϊ; Τι μι πέρασις ρε παρδάλ; Τς#@ρα απού λαγό ή μαλί απού πιρδίκα; Τι μπόϊ θέλτς ρε παρτάλα; Τρία ίχαμι κι τα κουβάλτσα κιά τα τρία…Ωρέ σι σκότουσα..ιγώ ίρθα να μάσου καμιά παράδα για τ΄φαμπλιά κι σι μι πιργιαλάς κι μι ξιπλάτσις; Ωρέ σι λιάρσα γκαμπρόνασιου..τώρα θα σι δείξου ιγώ..
Κι πουλιουμάει τν ‘ πέλα κι σμαδέβ του νάσιου ίσια στ’ μές στου μουρέλου.. Ου Νάσιους ίντους που πίσου πτου Τζιάκ, κι φαίνιτι ου μσός. Η πέλα βρίσκ’ στου τζιάκ..κλωθ όϊρα δυό φουρλις κι ζγγκαλών’ στν άκρα στου ουλούκ’. Του Νάσιου τότι του γκουμπζιαλνάει..τουν πιρπατάει στν πλάτ’ σα να ζβίγγουσι τιουλτιούκου 49 γράδα. Χιρνάει να κουρών’ ..του μστάκ’τ κι τα μαλιάτ’ χιρνούν να αρτσιώνουντι κι να γένιτι σαν έζγκιους. Του μπρουστουμούν’ (ίπαμι μαστουρκή πουδιά..πουνηροί), κλώθ μια ζβούρλα κι παέν σχιδον του αμπρουσνό , πστόϊρα. Κόντιψι να ξιθλικουθεί κι να σκρουπίσν τα ιργαλείατ. Στα χέριατ ίχιν του σκιπάρ..
Μάσιους: Τι ίπις ρε μαξούμ’; Τι ίπις ωρε μάζουμα π’ σέφκιασα άνθρουπουν; Τι έφκιασις ρε ανέσουστί; Πουλιόμσις τσιατόξλου στουν Νάσιου του Γκαντιαφίκα; Τουν προυτουμάστουρα τουν ασίκ’ του λιβέντ κι τουν καραμπουζουκλή, τουν φέρουντα μπρουστουμούν’ κι μι πιργαμινές απ’ τν Αστράλια; του πρώτου σκιπάρ στου Ντριάνουβου; Πότι σι τιράντσα ιγώ ρε ντιούλκα; Όλα τα δικιώματα δε στάχου; Δε σ΄αφήνου να διαβάιζ, πτα κρυφά στ’ δλειά κι ψίχα απαγουριμένα έντυπα; Νιβρουσπάστ, Ιλλινικό νότου (π’ ίνι απαγουριμένους παραφύσις..τι δλειά έχ μι του βουρά), Μακιδουνία ξαμπρουσνή, νέα πτου Λιαψίστ , χαμπέρια πτου Σούλπουβου, κασμέρια πν Πέλκα , Πιπιλισνά μπέτια κι ντουραλίκια, Σιατσνά κοινουνικά σούμια κι καμπαχάτια; Θ’ ακουσν, ρε μπίραβι, απ’ τν ιπιθιώρησ’ τς δλειάς, πτου ΙΚΑ , απ τ ΔΟΥ, απ’ τ’ ΔΕΗ, απ’ τουν ΟΣΕ απ’ τουν ΟΤΕ απ’ του ΕΣΑΚ απ’ του ΕΣΕ, απ’ του ΚΥΣΥΜ, απ του ΚΥΣΕΑ απ ν’ ΑΓΕΤ απ’ του ΓΕΣ , απ τ ΣΕΛΕΤΕ απ ν’ ΑΔΕΔΥ απ’ τ’ ΓΣΕΕ , απ’ τουν ΟΑΕΔ, απ’ του ΓΕΣΕΒΕ, απ’ του ΙΝΚΑ κι ιδικά πτου κανάλ’ τν ΥΕΝΕΔ αυτοί π’ γράφν του δήμου, δηλ. του λαό (ξερς πού), οι δημουσιουγράφ’ δηλ. κι θα μι σταβρόσν κι θα μι δισφιμίσν. Δε θα βρώ δκειά καμπότι. Αν σι τσακώσν στου στόμα τς οι Ιβαγγιλάτ, οι Χατζηνικουλάηδις , οι Πορτοσάλτες ; κάϊκις. Πότι , σι φέρθκα ιγώ κακουτρόπς ρε κατράναβι; Τι πέλα συνουήθκαμι ότι θα βάλουμι ρε σαπιουφττσέλα; Δεν ίπαμι πν αρχή ένα κι δικατέσσιρα; Ποτι σίπα ιγώ ρε να μι φέρς άλλου μπόϊ πέλα; Ιγώ καρτιρώ πτ’ χαραΐ να φανείς κι σι καντίπουτα. Πότι σέδουκα ιντουλή για άλλου πράγμα ρε γκαργκατσιουμάζουμα;. Ιγώ σήμιρα όλ’ τ’ μέρα δεν ουμίλτσα ντίπ. Μόνι κανα δυό-τρείς ανθρώπ χιρέτσα, όπους χιριτάει όλους ου ντουνιάς , πτάμαθα σν Αστράλια κι…
Μήτσιους: Φτάν ρε γκουσταρουκόζνου..φτάν..τώρα σι σκουτώνου ιδώια .που ακόμα λες χαμπάρια π’ δεν ουμιλτσις όλ’ τ μέρα.. σι σφάζου στου γόνα ρε μπαζλιάγκαβι..π’ τηρούσις μέτρουγιν η φουρτουσια, ουπάν στ σκάλα κι μόλις ίμαν έτμους να ζγκαργκαλουθώ ουρλιούσαν άλλου μπόϊ…
ψάχν κι βρισκ’ άλλου τσιατόξλου..του σφίγγ στα χέριατ κι ξαναουρμάει , μι του κλαρίνου αμπρουστά, σα σιούτου κριάρ’…
Ου Νάσιους τουν γλέπ, π’ άφρισιν κι ουρμάει κι τι να κάμ..συλουιάζ’…σκών του σκιπάρ πόχ’ στα χέριατ κι του πουλιουμάει..ίσια στα πουδάρια τ’ Μήτσιου. Ου Μήτσιους ρίχνιτι μια κατσκέλα..κι χίρνάει να παέν’ πέρα δώθι κι να ρίχνιτι κι να τσιαλκέβιτι σα μκρό πιδί, σα γουμάρ σι καγγέλια. Απουφεύγ’ του σκιπάρ ..βάν γιρότιρου ινάτ’ κι ξανανταλντάει
Πουκάτ, πίριν χαμπάρ κι μαζώχκιν του μσό του μπουγατσκό. Ιχαν μάθ που νουρίτιρα που ου Νάσιους ου Γκαντιαφίκας ου Ντριανουβνός ίχιν βλαφτεί στου νού κι όποιουν ίγλιπιν ,σιούκουνιν του ένα του τσιούγκου έβγανιν τα σκιπάριατ’ πόξου κι ουρλιούνταν ΑΛΛΟ ΜΠΟΪ. Τηρούσαν οι μπουγατσιώτ’ κι τώρα δε ζουρλάθκιν μόνι ου Νάσιους, αλλά κι του προυσουπικότ ου Μήτσιους ου Παρδάλτς τς Ιφταλίας. Κυνηϊούνταν, κρούουνταν, φτιούνταν βρίζουνταν ..ουπάν στου τσιατί πτου σπίτ’ τ Τσιοτσιου τ’ μπακάλ’.