Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Νο 6
Μια δόσ’ , στου πιαλτό ου Νάσιους ρίχνιτι ουπάν σι κάτ’ αριές κι σαγλάμκις πέλις κι…κράααακ… πέφτ μέσα πτου τσιατί. Τρυπάει μι τς ξιάλιστ’ του μπαγντατί, αλλά προυφτέν’ κι αγραπώνιτι που μια γριντιά. Πτουν κ@#λουτ κι σιακάτ, αρτιρνάει πουκάτ πτου μπαγντατί κι κρέμουντι τα πουδάριατ κι ου άλλους ου μσός ίντους μεσ’ του τσιατί.
Ου Μήτσιους, π’ όρμησιν μι του κιφάλτ αμπρουστά σαν κριάρ, μη του που καϊπιώνιτι κι σκαπιτάει ου Νάσιους μες του τσιατί κι δε βρίσκ αμπόδιου, δεν τσακών τα φρένα απ’ τα λαστιχουπάπτσα κι βζννν..γκλιστράει κι ξισιρνιέτι πόξου πτου τσιατί. Προυφτέν όμους τν τιλιφτέα στιγμή , κι πρίν φτασ, κατ στς πλάκις πτου νουβρό..πρίν χπις κατ κι τρουντστεί κι σκρουπίσ’, αγραπώνιτι απ’ του ουλούκ π’ αρτιρνάει. Αυτό ξικαχτάει πουγάλια-πουγάλια, κι τουν κατιβάζ μές του νουβρό, σα νάταν του χερ’ τ Θεού, κι τουν έσουσι.
Οι μσοι οι Μπουγατσιώτ γκαργκαλιούνταν, οι άλλ’ έσκουζαν αλλά ήταν κι κάμπουσις γκαμπέτσις π’ σι κάθι τσιάλκιμα τ Νάσιου η τ Μήτσιου ουπάν στου τσιατί τσούρζαν η κι γκάρλιζαν σα μπίτσιου πριν τα κόλιαντα (όταν του πάϊναν για λιάρζμα)
Μι του που φτάν’ ου Μήτσιους στου νουβρό, ενακένας πιαλάει μέσα στου τσιαρδί τ’ Τσιότσιου. Αμπώχν τσ’ θύρις μια-μια κι σιβαίν’ στου νουντά. Ου κακός χαμός..πέλις σκόνις σκούπιρα , ανασκηλουμένα λιγκέρια…Τηράει σιαπάν κι γλέπ ν’ αρτιρνούν πτου μπαγντατί ένας κ@#λους μι κατ’ κάνις. Τ’ αναγνουρίζ’..ίνι τ’ Νάσιου του πανταλόν’.
Ου Νάσιους θαρεί ότι σέφκιν στου σπίτ άλλους κι λέει για να τουν αψχήσν
Νάσιους: Άϊντι ρε πιδιάτι..καλά πούρθιτι..κουντά μσι μέρα ίμι ιδώϊα ζγκαλουμένους. Κάνιασα που νιρό, πίτιασαν τα χείλιαμ, με τσουξιν η κλιάμ..θ’ απουλθούν τα τσιούγκαμ κι θα τσακστώ..κατουρίθκα κιόλαντς κι σα να μι γκαζγκαλνάει για τσουκαλιάρς άει..ξιζγκάλουσέμιτι
Κι τότι παγών..ακούϊτι η φουνή τ Μήτσιου
Μήτσιους: Θέλτς κι ξιζγκάλουμα ε ζιουγρίμ; κάτσι ικείια πούσι..να σι φαν τα πουντίκια πτου τσιατί..να βρουμίις , να σι βρούν του χινόπουρου. Να σι χιρίσ’ του σαράκ’ πτα ξύλα..η μόλτσα να σι φάει ντιούλκα. Τι μι πιργιαλάς κι ουρλιέσι , όλ τ μέρα σήμιρα άλλο μπόϊ κι άλλο μπόϊ; Τι μι πέρασις
Του Νάσιου τότι του γκουμπζιαλνάει..
Νάσιους: Όχ ρε…ακ ρε Μητσιούλιμ ψίχα (τουν καλουπαίρν). Ιγώ , όπους ξέρς ίχα παει στν Αστράλια στ χαρά τς αμψιάζμ κι άσι ως που να φτάσου έκαμνα αράδα μιτό, ου Δημητρούλτς ου αμσιόζμ μίπιν ότι πρέπ αράδα να σκώνουμι του τσιούγκου μας να χαζογιλούμι κι να ουρλιούμαστι HELLO BOY κι ύστιρα πέρασιν ου Μπίλιους ου πιταλουτής, αλλά προυτύτιρα ίχιν πιράς ου Γόλης ου κανταλανάφτς…κατάλαβις ρε Μητσιούλημ; Αϊντι ξιζγκαλουσέμι τώρα
Μητσιους:Όχ ρε δεν καταλαβα καντίπουτα, θάματ’ κατάλαβιν κι κανας αναγνώστς; Για ρώτατς; Ισί του ίδιου του βιουλί εε…συνιχίιζ να μι πιργιαλάς κι τώρα ανακάτουσις κι τς Αστράλιις κι του Δημητρούλ τ’ αμσίδς. Να κάτς ικείια ζγκαλουμένους ρε..κι άκσι παριτιούμι ρε κι τς εξ τς δραχμές του μιρουκάματουμ κι τ μιάμς δραχμή του ΙΚΑ , να τα πάς νατα δώις στ μάναμ ρε..ιγώ δε θέλου να σι ξαναϊδώ..σ’ ασκάθκα κι μι τυχόν κι τς σουφρώις τς παράδις κι δε τς δώις στ μάνναμ.. σέσφαξα..
Νάσιους: Τίιι; Παριτιέσι; Τι λές ρε αγράματου σκιπάρ π δεν ξέρς πως χιριτιουντι σ’ όλου του ντουνιά..παριτιέσι; σ’ απουλνώ πρώτους ιγώ ρε μπαστραβίτσα..κι μαλί δε θα πάρς..π’ θέλτς κι παράδις, π’ δε μπόρισις ν’ ανιβάϊς στου τσιατί , ούτι ένα διμάτ πέλις..Ούουου μπουνταλά ιρίφ, πόφαγις του στμόν για γκανταΐφ..χαμπάρ δεν έχς…βζνν απ τι δώϊα αμόρφουτου κτουκ’. Ιγώ, κάπουτι θα μι ξιζγκαλώσν πτι δώϊα κι θα σι πιτίχου..ιτίμασι του μνημόρς ..παρτάλα
Τν ώρα ακριβώς π’ γένουντι αυτά όξου χιρνάει να σκουτιδιάζ’ κι να διαλάζ. Ου πρώτους ου γιρός ου μπουμπούναρους απ’ τ μιριά τ’ Αηλιά , βάζ’ κι τρουντίζουντι όλα.. στου Μπουγατσκό κι παντού.
Ου Τσιότσιους ου μπακάλτς, ίντους όξου πτου σπίτ’τ στου νουβρό, γουνατζμένουν κι μι δάκρυα στα μάτια μουνουλουγάει