Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. OI ΠΡΟΥΤΟΥΠΟΡ 2…ΑΗ ΒΑΣΙΛΤΣ
Γειά σας ρε πατριώτις κι χρόνια πουλλά.
Γιάμι ξανά..κουβαλήθκα..θάρσιτι ξέφυγέτι; οχ’ γιάμι…πως ποριψέτι ρε αντάσδις τα κόλιαντα; Οι τζιουμανίκις κι τα σακούλια ιντάξ; Έμασέτι πουλά καλούδια; Τα Χριστούγιννα όλα καλά; Γκλιουκάτσιτι τσιγαρίδις; Λουκάνκα; Τηγανιά;τσέπα; πατσιά; Πόσις κούπις κράσου σβιγγουσέτι ρε βιράνκ; Του εσουσέτι του βαέν’; Δεν προφτιναν οι μαχιές να σας κουβαλούν; ή καϊπιώνουσάσταν στου κατώϊ κι ρουφκαλνούσιτι πτα κρυφά; ή του φλάγτι σι ίσμπα; Κι πώς έβγινέτι ύστιρα ουπάν ρε πτν ίσμπα; Βαστούσαν τα πουδάρια σας ή ακόμα τρικλνάτι κι στου ίσιουμα; Του σιόχαλου τόβανέτι πάλι στ θεσ’ τ’ κανουνικά; Να μη αραδίς του μπρούσκου; Του κουφουτίλ’ του ρούκουνέτι; Κι δε μι λέτι ρε..
Όϊ…τι ίνι ιτούτ’ ρε…δεν απουλουιέτι ντίπ καγκάνας..δεν κρέν’. Τόσ’ ώρα ρουτώ κι ντιπ σκουτίδα..ή απ του πιόμα χόντρινιν η γλώσα τς κι δεν μπουρούν να ουμιλήσν ή τάφκιασαν ρόϊδου μι του πιουτί κι μι του ντιρλίκ’ αυτές τς μέρις κι αντρέπουντι ..άμα χίρσαν τς ζουλουμιές κι τς κατρατσιές μι του φαΐ κι μι του πιουτί που να μαρτυρίσν. Αλλά τι να πείς …άλλους ίντους στν Αστραλία..άλλους στ Γιρμανία ,σν Αμιρική, στν Κόζιαν’, στ Σαλουνίκ’ στν Καστουριά..στν Αθήνα…παντού..σ’ όλα τα δίστρατα ..σκρόπσαν οι Ντριανουβνοί στου ντουνιά. Δεν ίνι όπους παλιά, π’ τα πιδιά μαζώνουνταν στα μαϊριούδια για τα κόλιαντα, κι μουλουγούσαν κι ήλιγαν που κουντά. Οι τρανοί στα καφινεία μι τα νταούλια, γλιντούσαν..κι κριτσούσαν τα παραθύρια πτου ρόπουτου πτου νταούλ’ ..κι κιρνιούνταν κι ήλιγαν κι τραγδούσαν..κι γιλούσαν..που κουντά..άμα ήθιλις πτ’ χαράς τουν φλούσις τουν άλλου..πτα γινάτιας τουν άμπουχνις..τουν ξέστρουνις..τουν αψχούσις , τουν φέρουσαν..που κουντά ..τώρα μόνι μι γράψμου ή με μακρινή εικόνα. Κι τα τυπικά «τι φκιάντς;» , «πήρις τ’ σύνταξ’;», «που δλέβς;», «πόσα πιδιά έχς;», «πόταβους γέγκις;,,για να σι ιδώ ψια στου viber..ψια στου messenger” «χρόντς πουλούς». Παντρέυιτι καένας κι δεν παίρν χαμπάρ σχιδόν καγκάνας..πουνουκαρδάει ου άλλους ..χαμπάρ…χιριτάει ου άλλους, τς καμαρών’ ..τουν παραχών…κι ακόμα κι οι θκοίτ πουλές φουρές δεν ίντς. Έχν δλειές ή δεν προυφτέν η ίντς ντιπ απουρουφημέν απ τουν τρόπου ζουής, πτου μέρους που ζούν.Μας κατάπιιν όλνους ντίπ η ζουή… Μακριά κι πάλι μακριά..δεν ίντς κουντά..να ζάει ου ένας τς χαρές πτουν άλλου..να λυπάτι κι να συμπαραστέκιτι στς λίπις τ’. Δεν του βαραίνου άλλου μέρις που ίνι…
Ξέρτι ρε πατριώτις, σας ίπα κι προυτύτιρα..ότι ίμιστι ΠΡΟΥΤΟΠΟΡ…στα κόλιαντα..πρώτ’ ιμείς απόλνους ηλιγάμι στα σπιτικά του χαρμόσυνου τς γέννησης…πρώτ’ πιρπατούσαμι κόλιαντα..πρωτ γκιζιρούσαμι όλου του χουριό.
Γκιλνούν όμους οι μέρις σα του νιρό στ’ αυλάκ’..ξγών τα σούρβα, η παραμουνή τς προυτουχρουνιάς.
Τσ’ δώδικα αλλάζ’ ου χρόνους…σιβαίν ου άλλους. Έρχιτι του 2024 πατριώτις, κι εύχουμι στουν καθένα όλα τα καλά αυτή τ’ χρουνιά πρώτα υγεία κι ύστιρα ότ’ πουθάει ου καθένας να γέν’..κατά τουν πόθου σας π’λέμι ιμείς οι Ντριανουβνοί. Ξημιρών’ η πρώτ τ Γινάρ’ ρε συμπατριώτις κι τι γένιτι; η μάλουν τι γένουνταν; Οι ΠΡΟΥΤΟΥΠΟΡ οι Ντριανουβνοί κι παλι προυτουτυπούσαν..Τι έφκιαναν ρε πιδιά; Του ΚΑΡΝΑΒΑΛ’ ρε πατριώτις ..πρώτ’ κι πάλι απ’ όλνους..απόλου του ντουνιά. Του πρώτου καρναβάλ τς χρουνιάς γένουνταν στου Ντριάνουβου. Πότι έφκιαναν όλ; Οι άλλ’ αει οι Πιλκιώτ’… Οι Σιλτσιώτ’..τ δεύτιρ η τν Τρίτ μέρα, στ Σιάτστα τα φώτα..σν Καστουριά τν πατιρίτσα..ύστιρα πτουν ΑηΓιάν’..στν Κόζιαν’ κι στα πλιότιρα τα μέρη τς απουκριές…ΠΡΩΤ’ απόλνους..του καρναβάλ’ τς χρουνιάς στου Ντριάνουβου. Πρώτ, να ξουρκίσουμι του κακό, να σατιρίσουμι..να συνιτίσουμι να δώσουμι κοινουνικά μυνήματα..να γκαζγκαλίσουμι …κλπ. Του προυιτίμαζάμι πουλύ κιρό. Να του σκιφτούμι..να φκιάσουμι του άρμα..του σινάριου..η σκηνοθισία. Δεν ίχαμι ούτι χρηματουδότες, ούτι υλικά ούτι μέσα αλλά πιρίσιβιν ου ζήλους κι η φαντασία.Έφκιανάμι τς ουμάδις, κάθι μαχαλάς χουρστά..καναδυό φουρές ίμασταν κι ανακατουμέν..η υπήρχαν κι άλλις ουμάδις..πουλές φουρές μκρότιρις παρέις.
Ιδώϊα τώρα, ιγώ θα αναφιρθώ στουν κάτ’ του μαχαλά, γιατί ικεί ήμαν κι συμετείχα μεχρι κι φοιτητής..ως που ‘εφυγάμι αλλ’ κατ’ ιδό , άλλ κατ, ικεί..σκρόπσαμι κι δυστυχώς έσουσιν κι του καρναβάλ’. Ιθύνον νους, σεναριουγράφους, σκηνικά-κουστούμια αλλά κι κουρυφαίους προυταγουνιστής ποιος άλλους; Αυτό του ουξυδερκέστατο πνεύμα, ου πιο πολυμήχανους απ’ όλνους..ου τιτραπέρατους…αυτός ου ζαρζαβούλτς, ου Κώτσιους ου Θουμόπουλους τ’ Τζέκ..απ’ τς τσουμπουρλίδις. Κάθι χρόνου πτου καλουκαίρ’ ακόμα μαζώνουμάσταν, μας ήλιγιν τν, ιδέα. Τ’ συζητούσαμι κι ύστιρα σχιδίαζάμι πως θα τν υλοποιούσουμι. Δεν ίχαμι καντίπουτα , ούτι παράδις..ούτι υλικά κι μέσα ..καντίπουτα .. «υπιξιρούσαμι» (ιπιικής δόκιμους όρους) δε σουφρουνάμι, υπιξιρούσαμι μόνι κατ υλικά κι ότ’ τσιμπράτσκαλου ίβρισκάμι. Ιχαμι μιγάλου ζήλου, ζέσ’ κι χαρά κι ήθιλάμι όλου να προυτουτυπούμι. Κάθι έργου ίχιν σινάριου κι λουγική ρουή..κι υλοποιούνταν πάντα στν, κιντρική σκηνή..δηλ. στου μισουχώρ..στν κιντρική πλατεία. Μαζουμέν, γύρου-γύρου μπρουστά στα καφινεία κι σιαπέρα ως τν ικλισιά κι του σκουλειό κι κατά τν άλλ τ’ μιριά, σ’ όλ’ τ’ στράτα μαζουμένου όλου του χουριό. Ιμείς πτουν κάτ ίχαμι να λύσουμι κι του πρόβλημα τς μη απουκάλυψης που νουρίτιρα..του όλου εγχειρήματος. Δν έπριπι να πιράσουμι του άρμα κι ‘ μεις , πτουν κατ κατ’ του σκουλειό..έπριπι να γίν’ αργότιρα κανουνικά πτου σκουλειό κατ’ τουν κάτ’ . Έτσ’ για να μη απουκαλυφτούμι κινούσαμι , μι του τρακτέρ μπρουστα..αυτοί ήταν οι ιλκιστιρις κι τα μεσα π, ίχαμι..συνήθους ζβάρνιζαν τν’ καρότσα κι ακλουθούσαμι ιμείς. Κατέβινάμι σιακάτ πτ’ Ζησ’ τ Θουμόπουλου…τ φουτουγράφου, τ Γιάν’ τ Παγούν, κι παρακάτ στ Πέτσιου τν αχιρώνα έστριβάμι στν τουρκόστρατα. Ύστιρα έφτανάμι στν’ τσιπουτούρα κι απ’ του εικουνουστάσ’ έστριβάμι κι έβγινάμι ουπάν στ στράτα…σιαπάν-σιαπάν πτα μνημόρια κι μιτά του κλώζμα τ» Χρηστάκ’ έφτανάμι πουκάτ πτου σκουλειό. Ικεί σταματούσαμι κι ουργανώνουμάσταν… ακουλνούσαμι τα μστάκια μι μέλ’ (θάματ’ ίχαμι κόλις;)..συνουϊούμασταν ποιος θα πιράσ’ πρώτους κλπ. Η μουσική υπόκρουσ’ κάθι χρόνου..σι κάθι άρμα ήταν μία ..του soundrack ήταν ου ΑηΒασίλτς. Τουν Αη Βασίλ’ έπιζαν αράδα τα νταούλια..δυό-τρείς ώρις ..κι μεις πιρνούσαμι κι έφκιανάμι του σκέτς…στν κιντρική τν πλατέα μόλου του χουριό που γύρου
1) ΠΡΑΞ’ ΠΡΩΤ’. Τιτλος εργου: «Η ΧΑΙΔΟΥ ΑΠΟΨΙ ΚΛΕΒΙΤΙ». Όλα διαδραματίζουντι μέσα κι απόξου πτου σπιτ τς Χάϊδους. Του σπίτ’ ίταν φκιαγμένου που ξυλουκατασκιυή μι κριμαζμένις, κουριλούδις που γύρου στν καρότσα σένα τρακτέρ (δε θμούμι τίνους ήταν)
ΠΡΟΥΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: α) Κώστας Θωμόπουλος τ Τζέκ’ απ’ τ’ τσουμπουρλίδις στου ρόλου τς νύφς (Χάϊδω) β) Μηνάς Θωμόπουλος τ Τάκ’ τ’ Μπρίζιου (αγγόν’ κιαυτός τ’ πάππου τ’ Νταήκα..όπους κι ου Κώστας), στου ρόλου τ’ γαμπρού. γ) Χρήστος Ζαχόπουλος τ’ Νάσιου τ’ πατσιουμύτ…πατέρας τς νύφς δ) Θωμάς Θωμόπουλος τ’ Μάρκου τ’ Χατζηϊάνν’ ..αγουγιάτς (ίχιν του γουμάρτ’ π’ γκανταλνιούνταν στ’ νουρά , όταν παϊναμι να του βάλουμι τν ουψτιά), κι θα μιτέφιρνιν τ’ νύφ’ ύστιρα πτου κλέψ’μου. ε) Παναγιώτης Κωστόπουλος τ’ Κουτσιαρή..απ’ τς Νικουλίδις, κανταδόδους-μπράτμους φίλους τ γαμπρου (δηλ. τ’ Μηνά τ’ Μπρίζιου) στ) Κώστας Παγούνης τ’ Γιάνν’ τ΄Ψέκα…κανταδόρους-μπρατμους κι φίλος τ γαμπρού π κουβάλτσιν κι τ’ σκάλα για του κλέψμου.
###Ιδώϊα μια διιυκρίνις. Ιπιδίς ίχαμι τρείς Κουσταντίν’ στουν κατ’ του μαχαλά..για να τς ξιχουρίζουμι..τς ήλιγάμι 1) Κώστας (Κώστας Θωμόπουλος) 2) Κωστής (Κώστας Ζαχόπουλος) 3) Κωστάκης (Κώστας Παγούνης)###
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ: Στου σπίτ’ τς Χάϊδους..οι καυγάδις ανάμισα στουν πατέρα (Χρήστο Ζαχόπουλο) κι στν κόρητ τ Χάϊδω (Κώστα Θωμόπουλο) ίνι συχνοί. Κυρίους γιατί η Χάϊδου πιαλάει στρατις κέχ’ κι αγαπητκό κι πήριν χαμπάρ ου πατέρας τς. Σέναν τέτοιουν καβγά , του βράδ π’ κλέβουνταν η Χάϊδου, ακούσκιν του αμίμητου πτου Χρήστου(όλ’ η πλατέα ξικίσκιν στα γέλια ) «Α στου διάουλου παλιό’ιδα π’ πιαλάς όλα τα ουρταλίκια κι μι κουβάλτσις κι αυτόν του μπόμ να κλιφτείς» (αυτοσχεδιασμός φυσικά…ίχαμε την κεντρική ιδέα και αυτοσχεδιάζαμε). Ικείν, τ βραδυά έφτασάμι πόξου πτου σπίτ οι φιλ τ’ γαμπρου μι τουν ίδιου…κι παραπέρα κιρουφυλακτούσι ου Κουστακς μι τ’ σκάλα κι ου Σιώμους μι του γουμάρ. Ύστιρα πν’ καντάδα κατέφκιν η νύφ’ κι κλέφκαν μι του γαμπρό. Πήριν χαμπάρ ου πατέρας τς νύφς, μας κυνήγσιν μι του γκρά κι μας έφτασιν…κι ύστιρα όμους απ’ τς ιξιγήσεις τ’ γαμπρού , ότι θα πάρ του κουρίτς, όλ’ συμφιλιώθκαμι κι ου πατέρας τς νύφς τς καλνούσι όλνους στ’ χαρά. Θμάστι όλ’ που μκρά πιδιά μας έστειλναν κι καλνούσαμι στς χαρές, στς αραβώνις στα βαφτίσια μι μια μπότσα μι τιουλτιούκου;…τς ήλιγάμι ίστι καλιζμέν’ στ τάδι τ’ χαρά..κι ζβίγγουναν κι μια…έτς κάλισιν ου Χρήστους όλ…. όσ’ ήταν τριούρ. Ίστιρα ταχατιά αφου ιξουμαλίνθκαν τα πράματα γλέντσαμι όλ’ αντάμα. Καναδυό π’ θμούμι κι ξικαρδίσκαμι ήταν οι τσουρξιές τς χάϊδους, τα μπινιλίκια τ πατέρα τς τ Χρήστου τ’ Ζαχόπουλου. Του μστάκ’ τ Χρήστου ήταν μα μπάλτσια γιδόμαλου (θα ιπακουλουθήσν φουτουγραφίις) κι φταρμιούνταν αράδα. Ου Θουμάς ου Θουμόπουλους ίχιν ένα πουκάρ γιδόμαλου πτουν αμπουδούσι..κι τουν κόβουνταν η ανάσατ’ Ότ’ ίβρισκάμι εβανάμι..ότ’ μας βρίσκουνταν. Η Χάϊδου ίχιν κι φκιασίδ..
ΙΝΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΟΥ ΕΧΟΥ ΦΟΥΤΟΥΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. ΠΡΟΥΣΚΑΛΩ ΚΙ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΟΛΝΟΥΣ ΤΣ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΟΙ ΠΕΧΝ’ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΜΑ ΝΑ ΤΟΥ ΑΝΙΒΑΣΝ…ΣΤ ΣΙΛΙΔΑ Τ ΧΟΥΡΙΟΥ ΚΙ ΝΑ ΣΧΟΥΛΙΑΣΝ
ΠΡΑΞ 2η (άλλου Καρναβάλ π’ θμούμι αλλά δεν έχου υλικό) Τίτλους έργου : ΠΡΟΥΣΤΑΤΕΨΤΙ ΤΑ ΔΑΣΗ
Θμούμι ίχαμι φκιάς ένα δέντρου μι λατάκια μι πελις κι μι καδρόνια…π’ σουφρουσάμι απ’ του Μαρκου κι απ’ του Τζέκ’ που ήταν οικουδόμ’ κ’ίχαν (ουρλιούνταν κια οι δυό αντάμα)..ιγώ σύμμασα τα σύρματα που ίχαμι να δέσουμι διμάτια μι λόντζια κι φώναζιν ου Κουτσιαρής, άλλους ήφιριν μπιτσκί..όλ’ που τίπουτα ..ότ’ μας βρίσκουνταν. Έφκιασάμι ένα πουλύ τρανό δέντρου κι απόξου το ‘ντσαμι μι κλαδια που ζμούρτσιου …τόδισάμι μι τα σύρματα.Του Κουβαλούσιν ου Κώστας ου Θουμόπουλους (πουλύ βάρους..πως τα κατάφιριν απουρώ). Ιγώ ήμαν πυρουμανίς..μι καπαρντινα ..μαυρα γυαλιά..τέτοια. Ου Θουμάς ου Θουμόπουλους ήταν ντραγάτς κι μι τσάκουσιν (τουχα τσουξ’ φουτια του δέντρου ..τόβαλα γκζότ’)… Ου Κουστάκς ου Παγούντς κι ου Κουστής ου Ζαχόπουλους ίχαν βρεί μια γκιζγκιριά κι ουπάν ίχαν ένα χαρανί μι ψια νιρό. Στς πλάτις τς θαρώ ίχαν ψικαστήρις κι στα καπέλα τς έγραφιν «Αρχαία Πυρουσβιστική Υπηρισία»
Κάποιοι έχν υλικό..ας τ’ ανιβάσν …καρτιρώ κι παρακαλώ…
ΠΡΑΞ 3η Άλλου έργου …τίτλους: ΤΑ ΚΡΙΑΡΙΑ-ΑΛΩΝΙΑ ΣΤΟΥ ΝΤΡΙΑΝΟΥΒΟΥ
Προυεισαγουγή: ( Λίγα στοιχεία για να γέν’ κατανουητό).
Αυτοί που είχαν τα πουλλά τα στρέματα μι στιάρια, κθάρια , βρίζις στου χουριό ίφιρναν θκέστς κουμπίνις κι αλώντζαν πάντα πρώτ..ινώ οι άλλοι αλώντζαν κατουπίτυρα μι παρακάλια κι μι κάθι κίνδυνου να πάθν ζαράλ..να τς βαρέσ’ κανά χαλάζ’…να πέσν τα στάχυα κι να σαπίζν λιγου-λίγου ή να αλουνίζουντι δύσκουλα κλπ. Αφνούς λοιπόν μι τα πουλά τα στρέματα..τς κουπατσιάρδις..τς ήλιγαν κουρουιδιυτικά ΚΡΙΑΡΙΑ . Ένας τέτοιους , μι πουλλά στρέματα ήταν ου Τάκης ου Δημόπουλους (ου Τάκας τ’ μπαντραχάν’). Αυτός ίφιρνι πάντα μια κουμπίνα πτν Αλιξάνδρεια (πτου Γιδά) πτν’ ίχιν ένας πτουν ήλιγαν Γιάνν’ Μακρή (Στν πλατέα ίχιν μαζουχτεί κι όλου του Κοινουτικό συμβούλιου που έπιρνιν απόφασ’ για τα βραβεία , όλ’ οι κουπατσιάρδις.. Ου Ντάφας ου Σαμαράς, ου Θουμάς ου Ζαχόπουλους κι άλλ( δεν τς θμούμι όλ τς κουπατσιάρδις..αλλά ήταν καμπόσ’). Στου Κοινουτικό του συμβούλιου ήταν κι ου γυός τ’ Τάκα τ’ μπαντραχάν’ ου Στέργιους ου Δημόπουλους (ου Μπούλης)..που ήταν αντιπρόιδρους στν Κοινότητα. (αυτός μίχιν πεί ύστιρα.. «τι μας έφκιασέτι ρε κατρατσιάρδις..ριζίλ’ γέγκαμι».
Ου πρώτους που σέφκιν πρώτους στου «πάλκου» τς πλατέας ήταν ου Γόλις τ Ηρακλή.. ιχιν έναν τινικέ μ’ ένα τρανό γκουρτσαγκαθου, ένα διμάτ, τσιουβάλια στν πλάτ’, κι μια σαλάμκα στου στόμα. Μόλις έφτασιν κι έστσιν τουν τινικέ, κιντώθκι τς κλιάς πουκάτ πτου γκουρτσάγκαθου κι καρτιρούσι τν κουμπίνα. Σι λίγου γιάτην κι η κουμπίνα. Σουφέρς ήταν ου θέμης ου Πέγιους (τ’ Τζήκα τ’ κλή)..κι του τρακτέρ πάϊνιν αργά αργά!! ανάπουδα (μι τν όπισθιν). Στν πίσου τ’ μιριά πτου τρακτέρ ίχαμι φκιάσ’ μι σανίδια κι ξύλα μαχερ τς κουμπίνας. Στα φτιρά τς κουμπίνας ποιοι λετι να κάθουνταν; Τα ΚΡΙΑΡΙΑ!! Ήμαν ιγώ κι ίχα φκιαγμενα κατ’ κέρατα που κριάρ μι φιλιζόλ..κι σν άλλ’ τ μιριά ήταν ένας άλλους (δε θμούμι ποιος..κι θαρώ ίχιν πάρ κατ’ αληθινά κέρατα που κριάρ..αυτά πούχιν ου Αντρίας ου Μπαντής πόξου πτου χασαπιό.) Μόλις έφτασάμι ακούουνταν ένα πιλώριου γκαργκαλητό πόλου του χουριό. Οι κουπατσιάρδις ίχαν αλλάξ’ χρώμα. Μόλις έφτασάμι, ου Γόλις τ’ Ηρακλή κουνούσι τα χέριατ’ σούρζι…να σταματήσ’ η κουμπίνα , να γυρίσ’ ν’ αλουνίς κατ΄του θκότ. Που να σταματήσν τα κριάρια…Ου Γόλης χπούσι τα τιουβαλια καταής, φώναζιν..έβριζιν, καντίπουτας. Απού πίσου ακλουθούσιν του σιλό που όλους τυχαίους ήλιγιν έδρα Γιδάς (θμάστι του Μακρή τουν κουμπινιέρ’ πτου γιδά;). Του σιλό ήταν του τζίπ τρακτέρ..τ Μηνά τ Δαλαμήτρου (ου ουποίους όταν κατέφκιν ίχιν ένα (τρανούτσκου) ξικζμένου τζιν κουντουπαντάλουνου, μια σαλάμκα στου στόμα , κι ινώ ήταν κρύου..ψόφους ηταν ξυπόλτους κι ίχιν πουδιμένα μόνι κατ’ καφέ παντόφλια…τέτοια π’ πόδιναν οι κουμπινιέρδις. Γίγκιν του έλα να ιδείς. Γκαργκαλιούνταν όλου του χουριό…
Δες σας κουράζου άλλου…ίδιτι ότι πραγματευουμάσταν κάθι έιδους θέμα. Μι τ Χάϊδου κοινουνική ζουή τ’ χουριού, μι τα δέντρα ένα ( κι πουλύ ιπίκιρου ) κοινουνικό-πιριβαντουλουγικό θέμα κι μι τα Κριάρια, η σκωπτική ..περιπαιχτική ματιά σ’ ένα στρεβλό χαρακτηριστικό, μια κοινουνική κάστα ( δηλ. τα κριάρια, π κοιτούσαν μόνι αφνούς ..κι όλ’ οι άλλ’ καρτιρούσαν). ΟΙ ΠΡΟΥΤΟΥΠΟΡ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛ’ ΤΣ ΧΡΟΥΝΙΑΣ ..ΠΡΟΥΤΥΤΙΡΑ ΑΠ’ΟΛΝΟΥΣ
ΚΑΠΟΥ ΕΔΩ ΚΛΕΙΝΩ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΑΝΕΒΑΣΕΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΛΟΓΙΣΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ.ΕΛΠΙΖΩ ΔΕ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΡΘΕΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΝΑΒΙΩΣΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΜΑΣ…
ΧΑΙΡΕΤΩ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ, ΤΟΥΣ ΣΥΜΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΟΥ Π’ ΤΡΑΝΙΨΑΜΙ ΑΝΤΑΜΑ.
ΚΛΙΝΩ ΤΟ ΓΟΝΥ, ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΕΦΕΡΑ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΦΥΓΕΙ ΑΠ, ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ..
ΕΥΧΟΜΑΙ ΟΛΟΨΥΧΑ, 2024 ΑΣΤΕΡΙΑ ΝΑ ΧΑΡΙΣΟΥΝ ΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΟΥΣ, ΩΣΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΥΓΕΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ