Α ΚΥΚΛΟΣ 4o ΜΕΡΟΣ
ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΝΙΑΝΙΟΥΣ «ΑΠΟΥΚΟΜΑΤΑ-ΑΠΟΥΠΩΜΑΤΑ & ΑΠΟΥΤΥΠΩΜΑΤΑ
Δρυόβουνο 9 Αυγούστου 1953 18:43 μ.μ.
Ιδώια κι τέσσιρις πάν-κατ ώρις, ού Κώτσιους και ου Νιάνιους , ιντς στου καφενείου τ Λιόλια (απ ν όξου τ μιριά , πουκάτ που ένα αγριουτσέναρου-σιβαίνουμι σένα χουράφ τ αρναούτουγλου, δηλ.του κλιμα – κι ρουφκαλνούν κράσου κι γκλιουκαλνούν τιουλτιούκου , χουρίς σταματμό…ου Λιόλιας σχιδόν δεν τς προυφτέν)
Κώτσιους: Ω Νιάνιου, μάσι τς κάνις..έχς κι τρανές αντέυλις κι χίρσις να σνάιζ του τραπέζ(ι)…θα γκριμίσουμι τς κούπις, τα φυλτζιάνια , κι τα μιζέδια, κι ίστιρα πάμι χαμέν(οι)…αφού ξερς δεν τς πατούμι κι δε βγένουμι ..άλλους βιρισές δε γένιτι …τρία τιφτέρια γιόμσαμι ως τώρα κι όλα απλήρουτα… θα μας διώξν κι απ τι αυτό του καφινίου, κι ξερς τι θα γίνε(ει) μιτά; Μονι τα παγκάκια απουμέν..θαμαστι και οι δυό στα παγκάκια.. κι ποιός θα μας σιρβίρ μιτά ρε; Κι ποιο Λιόλια θανάχουμι να βρίζουμι; Σαν τιμαριμένα σκλιά θανάμιστι…θα μας τηρούν όλ οι ταχατιά προυκουμέν πτα καφινία κι θα γκαργκαλιούντι μιτιμάς κι θα χουιάζν κιόλας.
Κι δεν ίνι παγκάκια αυτά.. αυτός ου Πρόιδρους ου Ντάφας, μιτά τς τρανές τς πιιρικουπές στα κουντίλια, έμασιν τς γριντιές κι τα τσιατόξυλα που ένα παλιουντάμ π ρουβόλτσι στουν πέρα του μαχαλά κι κάτ άλλα βουιδόξύλα απου κατ(ι) κατσώλια κι ένα αρνιθουκούμασου κι έφκιασι τα παγκάκια π γλεπς (κι δείχν), μι τι αυτάια τα στραβόξλα… κι πώς να κάτσου ιγώ ρε σι τέτοια παγκάκια, μι ζαραλίσια πλάτ(η) κι μι δυό έμπλαστρα στ μές;; σαν ανάπουδου γα#@###του θα γένου..να σκαλτστώ δε θα μπουρώ..μι τ γκιζγκιριά θα μι κουβαλούν..μασι γλήγουρα..( δεν προυφταίν(ει))
Νιάνιους: Τι ζαλούρα ίνι αυτή ρε;…άχαρα μίρθιν…τι έπαθις..μήπους σ εδουσι ου Λιόλιας, κρυφά απ τι μένα, τουν κράσου του ληγμένου κι σινουίθκιτι να πλιαρώντς ιφνότηρα; Θέλτς να σι αμπώξου; Να.. (κι δείχνει μαζώνουντας κι ινώνουντας τα δάχτλα κι σκώνουντας του χερ) κάμν οι άλλ οι μιθούκδις, πν Πέλκα, τ Σέλτσα , του Βρατίν , του Σιάν(ι) ( τς άλλ δε σας τς λέου για να μη μαρτυρήστι) για να μι πιάσν φίλου..Έχι χαρ ρε κακουμοίρ π δεν αλλάξουπιστώ κι δεν κάμνου παρέα μι αλλουδαπούς αλλιώς θα σι ίλιγα ιγώ…Δεν μ αφιντς, ντιπ ρε να απουλαύσου τς θισπέσιους , φυσικούς ήχους τ Ντριανόβου…Ξέρς πός(η) ώρα έχου να κουσω ρε τ δικουχτούρα; Τς καραμούζις;; Τα σκλια ν αλυχτούν; Τα μπλάρια…να μπλαρνούν; ούτι κανα γουμάρ ακσα να αγκαρίζει ρε…..ούτι σπουρίτια να τσιουτσιουλνούν.. πως θα ζήσουμι ρε μι τέτοια έλλειψ(η); πως θα ζήσουμι μι τέτοια ένδεια των ποιοτικότερων φυσικών ήχων που υπάρχν στου ντουνιά, όπως αυτών του Ντριανόβου;… ( Ξαφνικά, γουρλώνοντας τα μάτια)..Τι σκλιά γυρευν ρε αυτοί οι βρουκουλακαίου ιδω…τι κουβαλήθκαν πάλι;)
Απού τν πλιυρα τς Πέλκας, ιμφανίζιτι ένα πιριπουλικό ιπουχής…
Νιάνιους: Όταν γλέπου αυτόν του λύκου μι τα τέσσιρα τα τριχούλια κι μι του φουρφούρ που πάν ανταριάζουμι, μ ερχιτι άχαρα…ειδικά μι τ αυνους που ινι μεσα , τς ντραγαταιοι απ τν Πέλκα κι τ Σέλτσα κι παραπάν μ αφνούς τς αμπρουσνους μι τα μαύρα τα γυαλιά ..Κώτσιου παίξτου αδιάφουρους, καμώς ότι τηρας αλλού, κατά σιαπέρα (αμπρουστα στ φουρτούνα , συμμαχία πάλι μι τουν Κώτσιου, ισχύς εν τη ενώσει).
Τ φτουκίνητου παέν αργά , ινω αυτοί πτου καβαλκεβν παραρατηρούν σα να χάχν κάτ
Του Νιάνιου τουν έρχιτι να τρυπώς που κατά πτου τραπέζ(ι) η να καμ τάχατι ότι πααίν στουν αναγκαίου …Απότουμα λύτρουσ.. του φτουκίνητου κλώθιτι τα πστρόφια κι απουμακρύνιτι κι πάλι αργά πτι κει απούρθιν..μάλλουν δεν ήρθιν για τι αυνούς. Μόλις κρυβιρι στου κλώσμα..
Νιάνιους: (σκώνιτι ουρθός, έτμους να νταλντίσ) Ού δουσίλουγ(οι) ..τσακίσκαν τα σκλια ..έκουψαν πέρα..ορε δε δίν να μπιρδέψ τα πιδάλια αυτός ου παλιουσουφέρς μι του μαύρου του κουζίν, μι τ φάτσα, σαν πατμέν(η) καραβάνα στν Αλβανία, να τσακστούν σι κανά απότουμου κλώσμα, να μη τς ξαναιδούμοι; Παλιουβιράνκα γκαφάλια, ντουρντουβάκια, ου παλιουφα..(τον διακόπτ ου Κώτσιους)
Κωτσιους: Τι έπαθις ρε ; Τι χπιέσι ετσιαιά; : Ίδις πόταβους γίγκις; Σα τζιαρούχ(ι)..Ισι κουντευς να νταμπλιαστεις.. κι τα φτιάς κόκκινα σαν παντζιαρ ίνι ακόμα,,τα μάτιας γυαλίζν σα που φιδ..ουμίλα ρε..μουγκάθκις
Νιάνιους: (παιρν μια βαθιά ανάσα, τνάζι μια κούπα , κάθιτι κι χιρνάει) Ξερς ποιοι ινι αυτοι ρε; Θμασι η οι τιουλτούκις χιρσαν να αφην μονιμις βλάβις; Δε θμάσι τι μας έφκιασαν ρε…ούτι του φρέσκου; Ίνι αυτοί που έρχουντι κι περν καθι φουρά απουκόματα κι μας καταστρέφν
Κώτσιους: Τι απουκώματα ρε Νιάνιου;..
Νιάνιους: Απουκόμματα ρε…δε θμάσι τι μας φκιάν ρε;..πιουμένους ίσι; Αφού μόνι τεσσιρις ντραματζάνις σιναξάμι ως τώρα.. απουκόματα
Κώτσιους: Τι απουκόματα ρε;..ακσι γιατι κουρντίσκις πουλί,πτιαυνούς πείδις κι δεν ξέρς τι λές. Ίδις ρε π πιρνάει αυτός μι του κτι μι τα τέσσιρα τα τριχούλια κι τοχ(ει) φουρτουμένουμι ιφιμιρίδις τν Μακιδουνία κι τουν Ιλλινικό βουρα κι τς παένει κατ τν Καστουριά;
Nιάνιους: Ιδα
Κώτσιους: Ίδις ρε π τουν σταματουν, πουλλες φουρές οι χουριανοι κι άλλους τουν ρουτάει αν πέρασι του πιδιτ στου πουλί τρανό του σκουλιό, άλλους αν παντρεφκι κανας θκος που Κουζάν(ι) κιπέρα κι δεν πίριν χαμπάρ, άλλους αν τς καμάρουσι κανας συγγενης τ κατ τ Σαλουνίκ(η), αν έσφαξαν καέναν απ τα Λάρσα κι σιακάτ , αν άρπαξιν κανα κουρί γκζότ κι απόμκαν οι ανθρώπ χουρίς ξύλα για του χειμώνα, αν έβαλιν πουλύ χιόν κι απόμκαν απουκλειζμέν ανθρώπ κι ζουντανά… κι όλ γυρεύν κάτ(ι) σαν απόδειξ(η) ναχν, για να του διξν κι στς άλλνους, κι στου χουρατά, κι στ φαμπλια κι να τα πστεψν;
Νιάνιους: Λέγι ρε τι θέλτς να πείς:
Κώτσιους: Αυτός λοιπόν ου σουφέρς π παένι τς ιφιμιρίδις, για να δώς(ει) τν απόδειξ(η) πτουν γύριψαν ,αντί να τς ξικάει κι να γένουντι πατσιάλια, τσακών ένα ψαλιδ , κόβ γύρου γύρου και διν(ει) τουν καθένα ότ τουν γίριψαν .. κατάλαβις;; Αυτό ,λοιπόν του κουμάτ, λέγιτι απόκουμα
Νιάνιους: Ιντάξ(ει) …μπουρί να μπιρδέυκα λιγου ή ιπειδή τιριάσκαμι κι χοντρινη ψιχα η γλώσσα, ή δεν ακσις ισί καλά κι δεν κατάλαβις…Απουπωματα σι πα ρε σλιάρ …Ερχουντι κι μας πέρν απουπώματα..
Κώτσιους: Τι λες ρε γκζνταρ…η απ τα γινάτια πτς εχς η απ του πιουτί, ινι όλα αυτά….Ιχτες λοιπόν που ήμαν στου Λιαψίστ(ι), σεφκα στου μαγαζί για ν αγουράσου πιόματα, ξερς αυτό μι τα πουλα τα πιουτά κι τς τιουλτιούκις… Βάν(ει) τ ντραματζάνα καταί , ρουκών του χνι στν τρύπα κι τσακώνει τουν τινικέ μι τν τιουλτιούκου να απουγιουμώς(ει)… Τι ινι αυτό ρε λέει ….τι σγκουριασιν ετσιαιάς ου τινικές;…φουνά(ζει) «πιδι, τσακίς» Έρχιτι του πιδί (σημειουτεον ήταν ψιχα μουρφουμένου,, παινι στου γυμνάσιου στου τσουτίλι, κι τα καλουκαίρια δουλιβιν στου μαγαζί ) “Λέγι μκρέ, τι σγκουριασι ετσιαιας ου τινικές” “ Κύριε Νάσιο (ετς τουν ίλιγαν) μου είπατε χθες για να ανακινηθούν τα ποτά, να τοποθετήσω ανάποδα τα μπουκάλια πάνω στον τενεκέ . Φαίνεται ότι από τα πώματα των μπουκαλιών, δημιουργήθηκε η σκουριά» «Άαα λέει ου Νάσιους απου τα πώματα ινι»
Κώτσιους: «Τι ίνι αυτά τα πώματα ρε Νάσιου κι φριχκις όταν ίδις του σγκούραβου τουν τινικε, απ τα πώματα»
Νάσιους΅Τα καπάκια π σφαλνούμι τς μπότσις ινι ρε Κώτσιου τα πώματα» Λόγου τσ ψηλης ιπιστιμουνικής μ κατάρτισς τ άρπαξα αμέσους…Τα πώματα ινι όπους τα σιόχαλα κι τα κουφουτήλια π έχουμι ιμείς για να σφαλνούμι τα βαένια να μη αραδίζ(ει) ου κράσους.
Νιάνιους Τι ινι αυτά. ρε μι ανακάτουσις ντιπ…μια τα πώματα απ του Λιαψίστ(ι), μια οι ιφιμιριδις πν Καστουριά μι τα απουπώματα…άλλ(η) φουρά μη τυχον κι μι διακοψ, σι τσάκσα τν κόντα…ταχατιάς του πέιζ ότι ξερς παραπάν γράμματα πτι μένα…ιγω τν πρωτη τ Δημοτικού τν έβγαλα στα δικατέσσιρα, ισι στα δικαπέντι ποιος κιρδιζ(ει) ρε; ποιος τν έβγαλι νουρίτιρα ρε ζιουγρίμ;(χιρσι να κουρντιζιτι πουλί) Παριμβαίν(ει) ου καφιτζις, « Κατστι ρε πιδια μη αρπάχνιστι,θα μι χαλάστι του μαγαζί κιρνώ μια ντραματζάνα»
Μόλις ακούει ο Νιάνιους, κιρασμέν(η) ντραματζάνα, ηριμεί σχιτικά, αλλα συνιχίζ(ει)
Νιάνιους: Αει λοιπόν να βάλου τα πράγματα στ θές τ γιατί μια τα πώματας μια τα απουκώματας αράδα δε θα βρούμι…Αν κι σεχου ψιχα φίλου μι τ αυτό του τρανό του ανακάτουμα θα χιρίσου να σκέφτουμι η να σι απουπέμψου ή να σι ιξουστρακίσου , κι ίστιρα να σι αντικαταστήσου..Για να γλιτώις λοιπόν, τάνσι τα μάτια κι τσίλουσι τα υτια κ ακ….Ειιι τν προυσουχη σι μένα , ασι κάτ τν κούπα…Όταν λοιπόν μιθούμι πουλι κι χιρνούμι κι τσακιζουμι πρώτα τς μπότσις κι τα πουτήρια κι ύστιρα τς καρέκλις μι τα τραπέζια, πως ρε του μαθαίν πρώτα τα γκαφάλια, οι ντραγαταίοι κι ίστιρα ,ικινοι μι τα μαύρα π παρακαλώ να πεσν στου γκρέμουρα; Ποιος τς ιδουπιάει ρε αφού ιμείς τσακίζουμι στα κρυφά; Κι ίστιρα τι γένιτι.. βγάν κι ριχν πρώτα στα τσακτζμένα ,ένα αλευρ , ( σαν αλεύρ που βρίζα φένιτι η απου καλαμπουκ η απου στιαρ, τετοιου π φκιαν τν πιτα, τελους παντουν) κι ιστιρα βγαν κατ(ι) σα μαύρα φύλλα που γκάυρου η σα λουρίδις που μαυρα σαπζμένα συκόφιλα, κι τα ακουλνούν ουπάν, κι του βγαν …κι τι ψαχν λές; ..δαχλιες πτι αυτόν π τσάκζι, τίνους ίνι , να τουν παν στουν κατή κι ύστιρα στα σίδιρα… Τίνους ίνι οι δαχλιές ρε ψαχν….Απ τ χαραί αυτό σι λέου κι σι μι χίρσις πώματα κι απουκώματα ΔΑΧΛΙΕΣ, κι δε καταλαβαίντς…δαχλιές ..
Μολις , στν πλατέα, όλους τυχαίους , φτάν ου Δάσκαλους κι ακούει τν τιλιφτέα πιριγραφή τ Νιάνιου…παίρν θέσ
Δάσκαλος: Αποτυπώματα λέγονται κύριε Νιάνιο, ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Νάσιους: Α γειά σου ρε δάσκαλι, να σι χαίρουντι οι γονιδις, να χερισισι τα τσκαλιας… απ τ χαραί αυτό τουν λεου του σλιάμτα , αλλα αυτός μια πόματα απ του Λιαψιστ(ι), μια απουκόμματα απ τν Καστουρια μ αντράλιασιν ..
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ