ΝΤΡΙΑΝΟΥΒΝΑ ΧΑΜΠΕΡΙΑ. Γκριώθκα= στραβοκατάπια/ πνίγηκα από το φαγητό. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 9
« Ωρέ ου Φόντης τ’σ Μήτσινας γκριώθκι απ’ του φαϊ κι κόντιψι να τς καμαρώσ’»
Να τσ’ καμαρώσ’= να πεθάνει
πιγκώθκα= πνίγηκα από τον καπνό
«Σέφκιν του μπουρί ανάπουδα, δε θλήκουσι καλά, κι έβγανιν παραφύσις καπνό. Πιγκώθκαμι, ‘υάλτζαν τα γκαβά μας, γέγκαμι αράπδις κι βηχούσαμι αράδα»
Σέφκιν=μπήκε “Ωρέ είμασταν, καθουμάσταν στου καπηλειό τ’ Λιόλια κι σέφκιν ντιπ κουρντζμένους , ου Τάκας τ’ς Ιφταλίας
Δε θληκουσι= δεν κούμπωσε ( αρχ. Ελλην. Θηλύκι ) «Δε θλήκουσι ρε του βιράνκου του ζναρ, κι μ’ απουλύθκιν η πόχα…ίσια-ίσια πρόφτασα κι τ’ν άρπαξα ..χα να αντρουπιαστώ
Παραφύσις= παρα πολύ ( όχι φυσικά αλλά παραφύσιν που γινεται παραφύσις αλλά και πάρα πολύ) « Ωρέ είνι παραφύσις ζβέλτους…δεν τουν προυφταίν’ καγκαένας στ δλειά..»
Πιγκώθκαμι= πνιγήκαμε από τον καπνό « Ήταν του μπουρί ψια φιρό (μικρό κενό) ικεί π’ θλήκουνι μι τ’ άλλου κι πιγκώθκαμι απ’ τουν καπνό>>
Υάλτζαν=γυάλιζαν «Γινάτιασιν τόοοσου πουλύ που γυάλτζαν τα γκαβάτ’ σαν αστρίτς ( είδος φιδιού)»
Τα γκαβά= τα μάτια « Πιτάχκιν ένα στιλνάρ( χαλίκι) ..κι ζντάααν ίσια στου λιάβου ( αριστερό) του γκαβότ» Γκαβός όμως κατά βάσιν…σημαίνει τυφλός
Γέγκαμι=γίναμε
Αράδα=συνέχεια