Ντριάνουβνα χαμπέρια. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 13o
Λιγκέρια= Κατσαρολικά, πιατικά, κουζινικά ( εκφρ. Σήμιρα του γιόμα , βάρισα μι του γόνα του τραπέζ π’ είχαμι στρώσ’ να φάμι κι τρουντίσκιν ουλόκληρου. Κόντιψα να τσακίσου όλα τα λιγκέρια)
Τζάβαλα= Διαφορα πράγματα, μπαγάζια ακόμη και άχρηστα..σκουπίδια ( εκφρ,Ανασκήρσαμι του κατώϊ ..να του ταχτουποιήσουμι ψίχα γιατί ήταν γιουμάτου τζάβαλα)
Συμπράγκαλα= κυρίως αποσκευές και διάφορα εργαλεία αλλά και με πολλές ομοιότητες με τα τζάβαλα και τσιμπράτσκαλα (εκφρ. Μόλις έσουσαν τ’ δλειά ου Τσέλιους έμασιν ενακένα σφυριά, σκιπάρια μαλάδια..όλα τα συμπράγκαλα γιατί φαίνουνταν το κλουθιν για βρουχή)
Τσιμπράτσκαλα= Περιλαμβανει και ομοιάζει σημασιολογικά και εννοιολογικά με τά συμπράγκαλα και τζάβαλα ( έκφρ. Έμασιν όλα τα υπάρχουντα, ιργαλεία , βαλίτσις τσιάντις..όλα τα τσιμπράτσκαλα κι τα ρούκουσιν στου ντλάπ απ του λιουφουρείου. Ύστιρα ανέφκιν ουπάν κι τράβξαν για τ’ν Κόζιαν)
Φόντς= Από τότε που ( εκφρ. Φόντς μπίτσαμι του ραμάτιασμα ιχτές , ύστιρα κιντώθκαμι κι ξιαπόσταστάμι καμπόσου ως που να κινήσουμι για του γάλα.)
Άχαρα=Τάση για εμετό (εκφρ. Γιρό πιόμα ιχτές του βάδ’ σι λέου. Πέρασα τ’ς δυό τ’ς ντραματζάνις… ύστιρα αράδα μ’ έρχουνταν άχαρα κι ως τ’ χαραΐ απουλνούσα συνέχεια τα μπλάρια)
Πίτσκου= Μικρό και σε ηλικία και σε μέγεθος. Κυρίως αναφορά για μικρά παιδάκια. Μάλλον ομόριζο η προερχόμενο από το λατινικό picolo ( εκφρ. Φεύγα ισύ ρε πίτσκου..δεν αγροικάς αφου είσι ντιπ μκρός)
Τσιούτσιανου= μικροκαμωμένο, πολύ μικρό. Όπως ανέφερα παραπάνω το πίτσκο χρησιμοποιείται για να καταδείξει-προσδιορίσει μικρά παιδια ενώ το τσιούτσιανου όλα τα μικρα πράγματα( ενίοτε..κατά περίπτωση προσδιορίζει μικρά παιδιά. ( εκφρ . Έχ κι τσιούτσιανου πουδάρ’ κι τσιούτσιανου χέρ’ κι του ζαμπουρλέκ’ σν πόρτα τσιούτσιανου είνι κι αυτό. Όλα τσιούτσιανα είνι σ’ αυτό του σπίτ’)