Ντριανουβνα Χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου.
Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
Μέρος 4ο
Γκόλιαβους (γκόλιους)= Γυμνός .Πολλές φορές όχι εντελώς. Κυρίως αναφέρεται στο γυμνό κορμό ( εκφρ. Τουν λέου..μή βγαίντς γκόλιαβους όταν λούζισι ..θα σι τσακώσ’ καμιά θιρμασιά κι κανά σιρμί (συνάχι))
Τσίτσκαρους= Εντελώς γυμνός , τσίτσιδος (εκφρ. Ουουου ου ουρσούζκους..καντικάν δεν αντρέπιτι , ντιπ τσιτσκαρους βγαίν όξου, στου νουβουρό)
Να διαβ ( διαφκιν)= Να ιαθεί , έγινε καλά, ιάθηκε (εκφρ. Η Ξιάγκλια είχιν στουμπίς τουν άγκουνα , απ του λιάβου του χέρ , αλλά έκαμιν ιλιάτσια ( γιατροσόφια) κι διάφκιν τώρα)
Ιλιάτσια= γιατροσόφια ( εκφρ Μόνι αν φκιάς τα ιλιάτσια π’ πρέπ θα γέν καλά. Αλλλιώς;; μόνι θα ζβαρνίζιτι κατιδώ κατ’ ικεί ..θα τυρανιέτι μόνι)
Πιργιαλώ=Κοροϊδευω, περιγελώ ( εκφρ. Ξέρς τι σουρτούκια είνι;; όλ τ’ν ώρα μας έβγαναν τ γλώσσα κι μας πιργιαλούσαν)
Ζαρζαλεύου= Δελεάζω, παροτρύνω με πρόσχημα ( εκφρ. Ικείνου του τσιούτσιανου τς Λέντς ξέρς πως του κάμνου κι έρχιτι κουντάμ’;; του ζαρζαλευου μι καραμέλις ,μι μπισκότις ,μι γλυκά)
Αντιργιούμι= Επιφυλάσσομαι ( εκφρ. Δε θέλου ρε Μαννα σι λέου να κάμνου παρέα μι του Τζήκα…αντηργιούμι γιατί είνι σκλικας κι βρώμας)
Τσουτσουλιάνους= Το αρσενικό σπουργίτι που στο κεφάλι του έχει λοφίο( εκφρ. Ωρέ ήταν ιουμάτου βατσινόμπουρα σι λέου..κι γιουμάτου μι σπουρίτια κι τσουτσουλιάν’ κι έτρουγαν)
Τζουτζούλα = Θυμωνιά , σωρός από το ίδιο υλικό, βουναλάκι με κορυφή ( εκφρ. Ήφιραν άμμου απ’ του πουτάμ’ κι τουν άδειασαν κι γέγκι μια τζουτζούλα)
Τζουτζουλώθκιν=Στρογκυλοκάθησε για ώρα , με ευθυτενή , στητό κορμό. ( εκφρ. Ταχατιά ήρθιν νουρίς για νυχτέρ , αλλά στρώθκιν κι τζουτζουλώθκιν ως ουπάν απ τ’σ δώδικα…τότι π’ βγαίν τα στοιά κι τα ισκιώματα)
Τζαρτζους= Ο σκούφος του μπουφάν η του παλτού ( εκφρ. Τουν αγόρασιν απ’ του παζάρ απ’ τ’ Χρούψτια ένα έμπριπου μπουφάν!! Να φανταστείς είχιν κι τζάρτζου
Ταντσταρας= Ο αλαζόνας , αυτός που τεντώνεται και περηφανεύεται συνέχεια ( εκφρ. Άσι ρε σι λέου ου ταντστάρας όλ’ ν’ ώρα πιριφανέυιτι κι δείχνιτι)
Ασκένουμι= Συχαίνομαι ( εκφρ. Ωρέ σι λέου ου μισκίντς. Τουν είδα έπισιν καταΐ του ψουμί κι του πήριν απ τα χώματα κι το ‘φαγιν . Ιγώ ασκένουμι..δεν του τρώου, αυτός δεν ασκάθκιν καντικάν)