Ντριάνουβνα Χαμπέρια
ΜΕΡΟΣ 6ο
γκραφαλνώ = ξύνω ( με αντικέίμενο) (εκφρ. Γκραφαλνούσι –γκραφαλνούσι μι του μαλά του ντβάρ, μέχρι που φάγκαν οι πέτρις)
ξώ=ξύνω με νύχια χεριού.(εκφρ. Είχιν σιρμαέ ( ψείρες) κι ξούσιν ξούσιν του κιιφάλτ …κόντιψιν αίμα να βγάλ’)
ντάμκις= καρουμπαλάκια στο δέρμα ( εκφρ. Τουν τσάκουσιν αστράκα κι ιώμσιν στου κουρμί..στα χέρια..στα πουδάρια ..στα μούτρα όλου ντάμκις)
λούζνις= δερματικές κηλίδες ή σημάδια-βαθουλώματα (εκφρ. Τουν γκρέμσιν απ’ όταν ήταν τσιούτσιανους του μπλάρ …κι ιώμσιν στα μούτρα λουίς-λουίς λούζνις)
μπντάκια= καρουνπαλάκια σε ξύλο ( φούρκα μι μπντάκια) (εκφρ. Τσάκουσιν κι απ’ λές ου βιράνκους μια φούρκα ιουμάτ’ μπντάκια…κι τουν άργασιν του κουζίν ( τον έλασε το δέρμα και το κορμί)
ξιφλίσκιν= (ξεφλουδίστηκε) η κούρσα ( το αυτοκίνητο) ( εκφρ. Δεν αγροικούσιν ντιπ στου σουφιρκό κι όλου ξούσιν τν κούρσατ’ στα ντβάρια κι στα νόχτια ..κι τν ξέφλισιν ντίπ)
κατρατσιά= ζουλουμιά, ζημιά εκ του πονηρού . ( εκφρ. Ικείνους ου τσιούτσιανους τς Όλγας..ξερς τι ζαρζαβούλτς ήταν;; δεν τουν πρόφτινιν καγκαένας… όλου κατρατσιές έφκιανιν)
Σκαπιτώ= καταπίνω ( στερεά) τροφή (εκφρ. Όλ ν’ ώρα ήλιγιν αράδα ψέματα κι φαίνουνταν..σκαπιτούσιν αράδα του σάλ’ τ)
Ματσκαλνώ= μασώ ( εκφρ. Άσι ήταν κι παλιουπρουβ΄τνα..ήταν κι ντιπ άβραστ’. Ματσκαλνούσιν- ματσκαλνούσιν…τουν πόνισαν τα κατσιαούλια ( σαγόνια) κι οι ζιαντούρις τ’ ( τα ούλα..τα δόντια του)
Ρουφκαλνώ=πίνω (εκφρ. ρουφκάλτσα κουντά μση μπούκλα νιρό ιατί είχα φάει αρμυρό μπάτζιου μ’ αυγά κι κατακάνιασα( καταδίψασα)
Ζβιγγώνου= πίνω αλκοολούχα (εκφρ. Ωρέ τουν παλιουμιθούκα…σ’ν κατσιά ζβίγγουσιν ουπάν που μσι ντραματζάνα τιουλτιούκου(τσίπουρο)
Επίσης είναι και το γκλιουκαλνώ = πίνω-καταπίνω ποτά (εκφρας. Ωρε τι είνι αυτού ρα…κατέφκαν στου κατώι τ’ χαραΐ..κι βγήκαν κουντά του βράδ. Γκλιουκάτσαν τ’ μσο του βαέν’ τουν κράσου)
Επειδή , όπως προείπαμε το σκαπιτώ σημαίνει καταπίνω, δηλ. η μασημένη στερεά τροφή « φεύγει» από τη στοματική κοιλότητα, προς τον πεπτικό σωλήνα ( καϊπιώνιτι=χάνεται ) , το σκαπιτώ χρησιμοποιείται και πολλές φορές αλληγορικά αιτιάζοντας τη φυγή από κάπου και τη μετάβαση κάπου αλλού.
Μια πολύ γνωστή έκφραση είναι « τα γίδια πάν, σκαπέτσαν». Εφυγαν δηλαδή από το ορατό πρανές του βουνού, πέρασαν την κορυφογραμμή και κρύφτηκαν, βρίσκονται πλέον( μετέβην), στην άλλη πλευρά του βουνού.
«Κουντή η νύφ’ μας..για κι ου μέτρους»
Όταν αμφιβάλουμε για κάτι και δεν είμαστε σίγουροι, παρεμβαίνει η φωνή του «λογικού» που μας προσγειώνει-παροτρύνει λέγοντας μας: « Δεν είσαι σιγουρος για κάτι; αν είναι κοντό η ψηλό; μικρό η μεγάλο;φαρδύ η στενό; κλπ .. «για κι ου μέτρους» . Πάρε δηλ. το μέτρο , τη ζυγαριά κλπ και δες το..σιγουρέψου
Αλληγορική έκφραση που χρησιμοποιούνταν ευρέως στην ντοπιολαλιά του Δρυοβούνου . Ενδεχομένως ( προφανώς) χρησιμοποιείται και αλλού , ομοιοτρόπως η παρεμφερώς .