Ντριάνουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 17o
Κορδα= Κυκλικός η οβάλ περιφραγμένος χώρος με αγκαθωτούς θάμνους (παλιούρια) όπου αρμέγονται τα πρόβατα και οι κατσίκες ( εκφρ. Μάσι ρε τα πρόβατα κι τα γίδια στν κόρδα; βάρτα να τ’ αρμέξουμι)
Πουριά= Ο μονοκόματος μεγάλος θάμνος ( παλιούρι) που κλείνει το πίσω μέρος ( το έμπα των προβάτων ) στην κόρδα ή και γενικότερα που κλείνει το έμπαζμα περιφραγμένων χώρων ( πχ σε λαχανόκηπο..μπαχτσέ) ( εκφρ. Σφάλνα ρε αγλήγουρα καλά τ’ν πουριά να μη χιρίσν κι αραδίζν τα πρόβατα)
Μπουμπούναρους= Μπουμπουνητό ( εκφρ. Σύναξιν ιχτές μια γιρί φουρτούνα κι τραβξιν κι έναν μπουμπούναρου.. τρουντίσκαν μέχρι τα ντβάρια κι κριτσαν οι μπιλμέδις. Έβαξιν γιρά κι ακούσκιν ως σιακάτ στ’ Λάρσα)
Διάλαξι= Άστραψε ( έκφρ. Διάλαξιν κι έφιξιν όλους ου τόπους)
Σκιάχκα= Τρόμαξα, κατατρόμαξα απότομα (εκφρ. Βγαίν’ απότουμα ου βιράνκους πίσου απ’ του νόχτου κι μ’ έσκιαξιν. Σκιάχκα κι έτριμα σαν τουν Καρτσούνα)
Τιζαρώνου= Τεντώνω ( εκφρ. Τιζάρουνι τ’ς παρδαλές τ’ς τιράντζις κι κλώθουνταν μες τ’ μέσ’ στν πλατέα για να τουν γλέπν όλ’)
Ηρθα στ’ αγιάρμ= Ήρθα στα ίσα μου , στο ζύγι μου ( εκφρ. Τράβξαμι ένα γιρό πιόμα ιψές κι ξινίσκιν η κλιάμ’ . Αρμόζμου ρουφκάλτσα ύστιρα, για να ‘ρθω στ’ αγιάρμ’)