Ντριάνουβνα χαμπέρια. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γράφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 19o
Γκόλιαβους (γκόλιους)= Γυμνός .Πολλές φορές όχι εντελώς. Κυρίως αναφέρεται στο γυμνό κορμό ( εκφρ. Τουν λέου..μή βγαίντς γκόλιαβους όταν λούζισι ..θα σι τσακώσ’ καμιά θιρμασιά κι κανά σιρμί (συνάχι))
Τσίτσκαρους= Εντελώς γυμνός , τσίτσιδος (εκφρ. Ουουου ου ουρσούζκους..καντικάν δεν αντρέπιτι , ντιπ τσιτσκαρους βγαίν όξου, στου νουβουρό)
Να διαβ ( διαφκιν)= Να ιαθεί , έγινε καλά, ιάθηκε (εκφρ. Η Ξιάγκλια είχιν στουμπίς τουν άγκουνα , απ του λιάβου του χέρ , αλλά έκαμιν ιλιάτσια ( γιατροσόφια) κι διάφκιν τώρα)
Ιλιάτσια= γιατροσόφια ( εκφρ Μόνι αν φκιάς τα ιλιάτσια π’ πρέπ θα γέν καλά. Αλλλιώς;; μόνι θα ζβαρνίζιτι κατιδώ κατ’ ικεί ..θα τυρανιέτι μόνι)
Πιργιαλώ=Κοροϊδευω, περιγελώ ( εκφρ. Ξέρς τι σουρτούκια είνι;; όλ τ’ν ώρα μας έβγαναν τ γλώσσα κι μας πιργιαλούσαν)
Ζαρζαλεύου= Δελεάζω, παροτρύνω με πρόσχημα ( εκφρ. Ικείνου του τσιούτσιανου τς Λέντς ξέρς πως του κάμνου κι έρχιτι κουντάμ’;; του ζαρζαλευου μι καραμέλις ,μι μπισκότις ,μι γλυκά)
Αντιργιούμι= Επιφυλάσσομαι ( εκφρ. Δε θέλου ρε Μαννα σι λέου να κάμνου παρέα μι του Τζήκα…αντηργιούμι γιατί είνι σκλικας κι βρώμας)
Τσουτσουλιάνους= Το αρσενικό σπουργίτι που στο κεφάλι του έχει λοφίο( εκφρ. Ωρέ ήταν ιουμάτου βατσινόμπουρα σι λέου..κι γιουμάτου μι σπουρίτια κι τσουτσουλιάν’ κι έτρουγαν)