ΝΤΡΙΑΝΟΥΒΝΑ ΧΑΜΠEΡΙΑ. Ντοπιολαλιά Δρυόβουνου. Γρλαφει ο Παναγιώτης Κωστόπουλος
ΜΕΡΟΣ 7ο
Ραφκαν τα γκαβάμ’ ντίπ = έκλεισαν τα ματια μου εντελώς. Αλληγορική έκφραση που ξεκινάει με τη λέξη ράφκαν ( από το ρήμα ράβω) που σημαίνει ότι νύσταξα τόσο πολύ , που τα μάτια μου (γκαβάμ’) έκλεισαν εντελώς και μοιάζουν σαν κάποιος να τα έραψε Το επίθετο γκαβός-ή –ό σημαίνει τυφλός. Ράφτηκαν δηλ. τα μάτια μου , έκλεισαν και μοιάζω (ακόμη ) και σαν τυφλός.
Ιμπρέτσα= αγανάκτησα ( εκφρ. Ιμπρέτσα να σκώνουμι κάθι χαραΐ, να πααίνου στα πρόβατα ιδώ κι σαράντα χρόνια)
Μπαΐλτσα= κουράστηκα πάρα πολύ και είμαι κατάκοπος..σέρνομαι ( εκφρ.: μπαΐλτσα να πιαλώ (τρέχω) κι να κυνηγώ τα ζγούρια σιαπάν στα κέδαρα)
Ράχνιασα= απηύδησα… ( ομοιάζει εννοιολογικά με το Ιμπρέτσα, σημαίνει ότι κουράστηκα να ανέχομαι το επαναλαμβανόμενο στρεβλό. ( εκφρ.: ράχνιασα να τουν λέου κάθι μέρα του μύξαρ να διαβάζ’ κι αυτός να μη μι ακούει)
Μπρουστούρα= μεγάλη κοιλιά «σαπιοκοιλιά». ( εκφρ’ Ωρέ τι μπρουστούρα έχ, αυτός ου Ντόνας;; Αρτιρνάει κι κρέμιτι σιακάτ, ως του γόνα φτάν’)
Α τσακώσου του κλαμούρ= να πιάσω το ξύλο, να σου πώ εγω. (το κλαμούρ ..δεν προσδιορίζεται επακριβώς εννοιολογικά ..αλλά όπως θα έλεγε και ο ιατροδικαστής πρόκειται για θλών ( ίσως και τέμνων) όργανο. Εκφρ.: Α τσακώσου του κλαμούρ να σι αργάσου ( ή επεξεργασία και η ελαση του δέρματος-τομαριού) του κουζίν ( δέρμα), α στου φκιάσου κατράμ.)
Ξαμώνου=αγγίζω πιάνω. ( εκφρ. Ωρέ ου βιράνκους είναι ουρσουζλίκαβους ( σεξουαλικα επιτήδειος-πονηρός) κι ν’ ξάμουσιν τα βζ#$@ά)
Λιαρίζου=κόβω..τεμαχίζω ( εκφρ.: Ωρέ τα λιάρσιν όλα τα τσάκνα..δεν άφκιν καγκαένα)
Μας τζιαφλιάκουσαν= μας νίκησαν , μας κέρδισαν, μας την έφεραν. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και σαν σεξουαλικό υπονοούμενο ( πχ τ’ τζιαφλιάκουσιν..γιρό τζιαφλιάκ’)
Καζαντώ=κερδίζω..αποκομίζω κέρδη ( Ου Τσιότσιους τ’ Νκόλα ρε..καζάντσιν πουλές παράδις στου λαχείου)
τσιόρμανους=το ατίθασο, το αεικίνητο , το ζωηρό-σκανταλιάρικο παιδί (σχετ. ακάτσουτου , αρήνιφτου)
Εκφρ.: Είνι ντιπ τσιόρμανους, ακάτσουτους..ρήνια δεν έχ’, ζαρζαβούλτς.
ακάτσουτους= δεν κάθεται, δεν σταματάει καθόλου
ρήνια= ησυχία δεν έχει( εκφρ. Όλ μέρα η γκαμπέτσου..κλώθιτι στου νουβουρό κι φκιάν’ δλειές…ρήνια δεν έχ’)
ζαρζαβούλτς= μικρό διαβολάκι
και τρυπουσβόλτς (ομοιόσημο)
υποκ. τσιουρμανούλ’ κι τσιουρμανόπκου
** Όλα “περικλείονται” στο τσιόρμανους