Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ο Μούρτζουφλος [1140 – 1204] και η εκ Λατίνων Άλωση της Πόλης [13 Απριλίου 1204]
O Αλέξιος Ε΄ Δούκας εγεννήθη το 1140[1] και ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ισαακίου Δούκα[2]. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «είλκε το γένος εξ ενός των αρχαίων της στρατιωτικής αριστοκρατίας οίκων και είχεν άπαντα τα συνήθη αυτών προτερήματα και τα συνήθη ελαττώματα.»[3] Ο ίδιος έφερε το παρωνύμιο Μούρτζουφλος, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές[4]. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι λεγόταν έτσι λόγω των σμιχτών φρυδιών που σκίαζαν τα μάτια του[5].
Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, ήταν «σοφισματίας ών τό ήθος και τον τρόπον φρονηματίας» δηλαδή εξαιρετικά έξυπνος και θρασύς[6]. Επίσης, «ήτο ανήρ γενναίος, πλούσιος, πονηρός και αγαπητός παρά τω λαώ.»[7] Ως προς την προσωπική του ζωή, είχε νυμφευθεί δύο φορές[8], αλλά είχε χωρίσει και τις δύο του συζύγους[9], λόγω του έρωτά του προς την Ευδοκία Αγγελίνα[10], κόρη του μετέπειτα αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.
Δ΄ Σταυροφορία
Στις 8 Απριλίου 1195, ο Αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Άγγελος[11], ενώ ήταν σε κυνήγι στη Θράκη, εξεθρονίσθη από τον αδερφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο[12], ο οποίος, αν και είχε ευεργετηθεί πολλαπλά από τον αδελφό του, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον γιο του, Αλέξιο.
Στη Δύση, ο Ιννοκέντιος Γ΄ έγινε Πάπας το 1198 και έθεσε ως στόχο της θητείας του μια νέα σταυροφορία. Το κάλεσμά του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ευρωπαίους Βασιλείς, αλλά αρκετοί Βαρόνοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Τον Νοέμβριο του 1199 ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας οργάνωσε τον πρώτο πυρήνα υποστηρικτών της σταυροφορίας μεταξύ των οποίων ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος[13]. Τον Φεβρουάριο του 1200, προσχώρησαν στο κίνημα και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος με τον αδελφό του Ερρίκο.
Τον Απρίλιο του 1201, ο Βιλλεαρδουίνος έκλεισε συμφωνία για τη θαλάσσια μεταφορά με τον Δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο[14]. Η συμφωνία προέβλεπε ότι έναντι ποσού 85.000 αργυρών μάρκων η Βενετία θα προμήθευε εφόδια και θα μετέφερε στην Αίγυπτο 4.500 ιππότες με τα άλογά τους, 9.000 ιπποκόμους και 20.000 πεζούς στρατιώτες. Το πέραμα θα γινόταν με 450 μεταφορικά πλοία. Επιπλέον συζητήθηκε η συμμετοχή των Βενετών στις πολεμικές επιχειρήσεις και η Βενετία συμφώνησε να στείλει και 50 πολεμικές γαλέρες με αντάλλαγμα το 50% των εδαφών που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι. Τον Μάιο του 1201, ο Τιβάλδος της Καμπανίας πέθανε ξαφνικά και εξελέγη ως νέος αρχηγός της Σταυροφορίας ο μαρκήσιος από το Πεδεμόντιο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός[15].
Στα τέλη του 1201, ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαακίου, διέφυγε από τη φυλακή του στην Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε στην αυλή της αδελφής του Ειρήνης, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Γερμανό Αυτοκράτορα Φίλιππο της Σουαβίας[16]. Τα Χριστούγεννα του 1201, ο Βονιφάτιος συναντήθηκε στην Σουαβία με τον Αλέξιο Άγγελο. Ο τελευταίος πρότεινε στον Βονιφάτιο να χρησιμοποιηθεί ο Σταυροφορικός στρατός για την ανατροπή του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας και θείο του Αλέξιο. Ο Βονιφάτιος μετέφερε την πρόταση στον Πάπα, ο οποίος την απέρριψε κατηγορηματικώς.
Εν τω μεταξύ, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, μπροστά στην προοπτική να ακυρωθεί η Σταυροφορία και να χάσουν οι Βενετοί την επένδυση που είχαν κάνει μέχρι τότε, πρότεινε στο Συμβούλιο της Βενετίας (Comùn) έναν τρόπο για να αποσβεσθεί μέρος τους χρέους: να καταλάβουν οι Σταυροφόροι για λογαριασμό της Βενετίας κάποια λιμάνια στις δαλματικές ακτές τα οποία ανήκαν παλιότερα στη Βενετία και είχαν καταληφθεί από το βασίλειο της Ουγγαρίας το 1183. Η επιχείρηση ενεκρίθη και ο στόλος των σταυροφόρων απέπλευσε από την Βενετία, ύστερα από μεγάλη τελετή στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στις αρχές Οκτωβρίου 1202. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν εύκολα την Τεργέστη και μετά πολιόρκησαν την πόλη Ζάρα[17], η οποία κατελήφθη και λεηλατήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1202. Όταν η είδηση της λεηλασίας της Ζάρας έφτασε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, ο τελευταίος αφόρισε ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα των σταυροφόρων. Κατόπιν, αντιλαμβανόμενος ότι οι σταυροφόροι υπήρξαν θύματα εκβιασμού, τους συγχώρησε, αλλά διατήρησε τον αφορισμό στους Βενετούς, οι οποίοι, όμως, αδιαφόρησαν.[18] Ο Πάπας, την ίδια στιγμή που επέμεινε στην αποδοκιμασία των γεγονότων και στην απαγόρευση κάθε νέας προσβολής εναντίον χριστιανών, δήλωνε ότι οι Έλληνες έγιναν «ένοχοι βαρυτάτων κατά του Θεού και της εκκλησίας εγκλημάτων, ότι απεποιούντο πεισματωδώς να αναγνωρίσωσι την κυριαρχίαν της Ρώμης και ότι ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ διέπραξε τας δεινότερας κατά του αδελφού αυτού και νομίμου κυρίου του. “Αλλά, προσέθετεν, έργον υμών δεν είναι να τιμωρήσετε τας αμαρτίας ταύτας.”[19]» Ο Δάνδολος και ο Βονιφάτιος εννόησαν από αυτά τα λόγια ότι αφού όχι μόνον ο Αλέξιος Γ΄, αλλά και όλοι οι Έλληνες ήταν άξιοι τιμωρίας, η επιβολή τιμωρίας τους δεν θα ελογίζετο ως αμάρτημα[20].
Στις αρχές του 1203, ένας αγγελιαφόρος κατέφθασε από την Γερμανία στην Ζάρα, εκ μέρους του Φιλίππου της Σουαβίας στον Βονιφάτιο, με μια οριστική προσφορά του γυναικάδελφου του, Αλεξίου. Ο τελευταίος υπεσχέθη σε αντάλλαγμα, την συντήρηση του στόλου των σταυροφόρων για έναν χρόνο με δικές του δαπάνες, συμμετοχή στην στρατιωτική επιχείρηση με στρατό της Ρωμανίας, διατήρηση στρατιωτικού σώματος με έξοδά του στην Ιερουσαλήμ και εφόδια για έναν χρόνο[21]. Ο Βονιφάτιος ανέφερε το ζήτημα στον Δάνδολο, ο οποίος το απεδέχθη με ενθουσιασμό. Σχετικώς με τους λόγους αποδοχής του σχεδίου, ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «Η Βενετία θα έπαιρνε τα χρήματά της και συγχρόνως θα ταπείνωνε τους Έλληνες και θα μπορούσε να διευρύνει και να ενισχύσει τα εμπορικά της προνόμια σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»[22] Όταν η πρόταση ετέθη υπόψη των σταυροφόρων, υπήρξαν μερικοί που αντέδρασαν, εγκατέλειψαν τον στρατό και έπλευσαν στην Συρία, ενώ άλλοι παρέμειναν με το στρατό διαμαρτυρόμενοι· άλλοι πάλι σώπασαν χάρη στις δωροδοκίες των Βενετών. Ωστόσο, όλοι οι σταυροφόροι είχαν μέσα τους μένος εναντίον της Ρωμανίας. Ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «ο μέσος σταυροφόρος είχε διδαχθεί να πιστεύει ότι το Βυζάντιο τηρούσε διαρκώς προδοτική στάση έναντι στην Χριστιανοσύνη σε όλους τους ιερούς πολέμους. Θα ήταν φρόνιμη και αξιέπαινη πράξη το να του επιβάλουν τώρα να συνεργασθεί δια της βίας. Οι ευλαβείς άνθρωποι μέσα στο στρατό ήσαν ευτυχείς να βοηθήσουν σε μια πολιτική που θα έφερνε τους σχισματικούς Έλληνες στους κόλπους της εκκλησίας. Οι πιο κοσμικοί σκέφτονταν τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης και τις ευημερούσες επαρχίες της και ανυπομονούσαν να την λεηλατήσουν.»[23] Ως εκ τούτου, «όλη η μνησικακία που έτρεφε η Δύση εξ αποστάσεως εναντίον της ανατολικής Χριστιανοσύνης διευκόλυνε τον Δάνδολο και τον Βονιφάτιο, ώστε να παρασύρουν την κοινή γνώμη για τους υποστηρίξει.»[24]
Οι σταυροφόροι πέρασαν τον χειμώνα στη Ζάρα, όπου εκεί κατέφθασε και ο Αλέξιος, από την Γερμανία, στις 25 Απριλίου 1203. Λίγες μέρες αργότερα το εκστρατευτικό σώμα απέπλευσε από τη Ζάρα, κάνοντας μία στάση στο Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος έγινε δεκτός ως Αυτοκράτωρ. Κατόπιν αγκυροβόλησε στην Κέρκυρα. Εκεί ο Αλέξιος υπέγραψε επισήμως μια συνθήκη με τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με την οποία όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, θα ανελάμβανε τη συντήρηση των Σταυροφορικών στρατευμάτων για ένα χρόνο, θα πλήρωνε στους Βενετούς 100.000 αργυρά μάρκα και άλλες 100.000 στους Σταυροφόρους, θα ενίσχυε τους σταυροφόρους με 10.000 Έλληνες ιππείς επί ένα χρόνο στους Αγίους Τόπους και 500 από αυτούς εφ’ όρου ζωής. Επίσης, θα έκανε ό, τι χρειαζόταν για την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Το ταξίδι συνεχίστηκε στις 25 Μαΐου 1203. Ο στόλος παρέκαμψε την Πελοπόννησο και έστρεψε προς βορρά, προς την νήσο Άνδρο, όπου γέμισε τις υδαταποθήκες των πλοίων με νερό από τις άφθονες πηγές που υπήρχαν εκεί. Ύστερα, έπλευσε προς τα Δαρδανέλια, τα οποία βρήκε ανυπεράσπιστα.. Σταμάτησαν στην Άβυδο για να συγκεντρώσουν όσα εφόδια μπορούσαν, καθώς τότε, η συγκομιδή στην Θράκη ωρίμαζε.