Ο Χριστός, από τότε που εμφανίστηκε σε τούτο τον πλανήτη (αλλά και πολλούς αιώνες πριν) μέχρι και τις μέρες μας εξακολουθεί να προκαλεί μυριάδες συζητήσεων μεταξύ των ανθρώπων, είτε πιστεύουν, είτε όχι. Για τους δεύτερους, η ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα και το άστρο της Βηθλεέμ ένας καλοστημένος μύθος. Αλλά ας τα δούμε αναλυτικά τα δύο γεγονότα όπως πράγματι καταγράφτηκαν μέσα στην ιστορία και ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης ας τα κρίνει και ας καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού Χριστού για τους ερευνητές είναι αδύνατη αφού θεωρούν ότι οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται κυρίως από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης θεωρούν ότι το έτος 1 μ.Χ δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.
Το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ ή στο διάστημα μεταξύ 4 π.Χ – 1 π.Χ κι αυτό συμβαίνει επειδή το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, ο οποίος κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε π.Χ χρόνια. Από το χρονολογικό λάθος τού Διονυσίου τού Μικρού, η παγκόσμια ιστορία βρέθηκε περίπου 4 χρόνια… νεότερη!
Μέχρι την πρόταση χρονολόγησης από τον Σκύθη μοναχό και εκκλησιαστικό συγγραφέα Διονύσιο τον Μικρό (532 μ.Χ), ηγούμενο μοναστηριού στη Ρώμη, κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, αυτή γινόταν, είτε με αφετηρία την κτίση της Ρώμης είτε «από εποχής Διοκλητιανού», δηλαδή με αφετηρία την (υποτιθέμενη) 29η Αυγούστου του 284 μ.Χ, ημερομηνία κατά την οποίαν ο Διοκλητιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας.
Αφού, λοιπόν, δημιουργήθηκε η χρονολόγηση με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού, οι μετέπειτα προσπάθειες των σοφών επικεντρώθηκαν στον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας της.
Επειδή τα Ευαγγέλια, κύρια πηγή πληροφοριών για τους Χριστιανούς, δεν αναφέρουν τίποτε σχετικό, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, ο ακριβής εντοπισμός της σχετικής ημερομηνίας δεν ενδιέφερε τους πρώτους Χριστιανούς, αφού λάτρευαν τον Ιησού καθημερινά. Το πρόβλημα ανέκυψε, όταν το 135 μ.Χ. ο πάπας Τελεσφόρος απεφάσισε να θεσπίσει τη γιορτή των Χριστουγέννων. Αρχικά, η γιορτή ήταν κινητή και εορταζόταν είτε την 6η Ιανουαρίου με τα Θεοφάνια, είτε την 22α Δεκεμβρίου, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Η καθιέρωση, βέβαια, της γιορτής στο χειμερινό ηλιοστάσιο είχε το μεγάλο πλεονέκτημα, για την επίσημη Εκκλησία, ότι συνέπιπτε με μεγάλες ειδωλολατρικές γιορτές, όπως τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του Κρόνου, και τα Μπρουμάλια, τον παγανιστικό εορτασμό της μικρότερης μέρας του έτους, που ο Χριστιανισμός ήθελε να εξαλείψει και έτσι, ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου ως υποτιθέμενη ημερομηνία γέννησης του Θεανθρώπου.
Στη συνέχεια, η γιορτή από τη Δύση έφτασε στην Ανατολή και η παράδοση αναφέρει ότι η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 378 μ.Χ. από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Δύο αιώνες αργότερα περίπου, ο Διονύσιος ο Μικρός, μετά από σχετική διαταγή του Ιουστινιανού και του πάπα Ιωάννη Α’, προσπάθησε να φτιάξει Πασχάλιο, με αφετηρία χρονολόγησης τη γέννηση του Χριστού. Θεώρησε, λοιπόν, ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του έτους ένα (1), που κατ’ αυτόν αντιστοιχούσε στο έτος 754 από την κτίση της Ρώμης.
Πως, όμως προήλθε η σύγχυση;
Ο Διονύσιος, αρχίζοντας το μέτρημα, δεν έλαβε υπόψη του το έτος μηδέν. Έτσι πολύ απλά, εφόσον άρχισε το μέτρημα από το έτος 1, η πρώτη δεκαετία διήρκεσε από το 1 έως το 10, η δεύτερη από το 11 έως το 20 κ.ο.κ. Πότε, όμως, αρχίζει και πότε λήγει μία δεκαετία; Για τους αστρονόμους και θεωρητικούς των ημερολογίων τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Αν πάρουμε για παράδειγμα τη δεκαετία του 2010, αυτή αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2001 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του 2010, δεν αρχίζει σε καμιά περίπτωση την 1η Ιανουαρίου 2000 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2009 όπως οι περισσότεροι θα θεωρούσαν ίσως ως φυσιολογικό.
Γιατί, όμως, ο Διονύσιος ο Μικρός δεν υπολόγισε το έτος μηδέν, αφού αν το είχε κάνει, θα γλιτώναμε από τη σύγχυση για το ορισμό των δεκαετιών; Για τον απλούστατο λόγο, ότι την εποχή εκείνη στη Δύση χρησιμοποιούσαν το ρωμαϊκό σύστημα αρίθμησης, με τα λατινικά αριθμητικά σύμβολα που δεν περιείχαν το μηδέν.
Οι αμφισβητούντες την αξιοπιστία της Αγίας Γραφής, ισχυρίζονται ότι η αφήγηση των Ευαγγελίων είναι ανακριβής, επειδή ο Χριστός δεν γεννήθηκε τότε που προσδιορίζει η χριστιανική αφετηρία χρονολόγησης. Οι χριστιανοί, όμως, αμφισβητούν τους αμφισβητίες και μάλιστα προτρέπουν κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή και μελετητή της ιστορίας να ρίξει μια προσεκτικότερη ματιά στα Ευαγγέλια και τότε θα διαπιστώσει ότι όχι μόνον αξιόπιστα είναι, αλλά και επιβεβαιώνονται γι αυτήν ακριβώς την εξαιρετική χρονολογική τους ακρίβεια!
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι ο πρώτος και ίσως ο μόνος που αναφέρεται στην απογραφή που έγινε στη γέννηση τού Χριστού.
Ο ιστορικός Ιώσηπος τοποθετεί την απογραφή αυτή αρκετά χρόνια αργότερα, αλλά τότε ο Ηρώδης ήδη είχε πεθάνει. Εκφράζεται δε και η αληθοφανής άποψη από κάποιους αντιρρησίες ότι δεν ήταν πρακτικό τότε να γίνει απογραφή με μετακίνηση πληθυσμών στην πατρίδα τους. Αυτά, όμως μάλλον επιβεβαιώνουν τη Γραφή, παρά τη διαψεύδουν λένε οι χριστιανοί.
Ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του (κεφάλαιο 2, στίχοι 1-3) γράφει: «Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην. Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου. Και επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι, έκαστος εις την ιδίαν πόλιν». Ο Ευαγγελιστής με τη φράση «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο…» θέλει να βοηθήσει τους αναγνώστες να μην την συγχέουν με κάποια άλλη που έγινε αργότερα, στο 7 μ.Χ περίπου. Υπάρχουν, όμως, αντιρρήσεις γι αυτή την ερμηνεία, από τους αμφισβητίες των Ευαγγελίων, οι οποίοι επιχειρηματολογούν ως εξής: Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να κάνει απογραφή στην Ιουδαία, καθώς την περίοδο του Ηρώδη, η Ιουδαία δεν αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας. Όταν η Ιουδαία προσαρτήθηκε το 6 μ.Χ, έγινε και η πρώτη απογραφή (αυτή του Κυρηνίου) για να οργανωθεί φορολογικά η περιοχή. Αν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας είχε αξιώσει απογραφή σε ξένο βασίλειο, αυτό σίγουρα θα ήταν αρκετά αξιοσημείωτο για να καταγραφεί κάπου (π.χ. από τον Ιώσηπο). Ακόμα και ο Λουκάς να έκανε λάθος για τον Κυρήνιο και η απογραφή να είχε γίνει από τον Ηρώδη, πάλι θα αποτελούσε αξιοσημείωτο γεγονός, διότι είναι γνωστό ότι οι Ιουδαίοι δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τις απογραφές. Επιπλέον, αν η απογραφή ήταν του Ηρώδη, θα περίμενε κανείς ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς θα ανέφερε εκείνον και όχι έναν άσχετο Ρωμαίο αξιωματούχο
Πολλοί από τους ιστορικούς σήμερα επιβεβαιώνουν τον Ευαγγελιστή, αφού επικαλούνται στοιχεία από τους Παπύρους που ανακάλυψε η αρχαιολογική επιστήμη και οι οποίοι μας αποκαλύπτουν ότι στο Ρωμαϊκό κράτος γίνονταν απογραφές κάθε 14 χρόνια (W.M.Ramsay, J.A.Thompson, W.Keller κλπ).
Τα κείμενα των παπύρων, αναφέρουν απογραφές που έγιναν το 90 μ.Χ, 104, 118, 132 κλπ, ως το 230 μ.Χ. Επίσης υπάρχουν αναφορές στον Πλίνιο και στον Τάκιτο για απογραφή στα έτη 35, 48, 61 και 74 μ.Χ. Ακόμα, έχουμε πληροφορίες περί απογραφής στην Αίγυπτο το 34 και το 62 μ.Χ, αλλά και έμμεσες πληροφορίες περί απογραφής το 20 και το 48 π.Χ, ενώ Ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός, μιλάει για σύστημα απογραφής το οποίο άρχισε με την απογραφή που έγινε το έτος γεννήσεως του Χριστού. Αν λοιπόν είχαμε τόσο συχνές απογραφές, γιατί πρέπει να θεωρηθεί ειδικά η απογραφή τής γέννησης τού Χριστού ως μη ιστορική;
Η απογραφή που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά είχε ορισθεί να γίνει το 9 μ.Χ, αλλά έγινε το 6 π.Χ τελικά, λόγω αντιδράσεων των Ιουδαίων.
Και στις δύο αυτές απογραφές, που έγιναν τότε ηγεμόνευε ο Κυρήνιος, στην πρώτη ως απλός ηγεμόνας και στη δεύτερη ως Λεγάτος. Προτού ο Κυρήνιος γίνει έπαρχος της Συρίας είχε το ίδιο αξίωμα στην Κρήτη, στην Κυρηναϊκή και ίσως στην Αφρική. Στην επαρχία της Ασίας ήταν δύο φορές έπαρχος, ενώ το 16 μ. Χ βρίσκεται στη Ρώμη όπου απευθύνεται, στον αυτοκράτορα Τιβέριο για να βοηθήσει έναν συγγενή του.
Το 1828 βρέθηκε στη Ρώμη επιγραφή, που ανέφερε ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές, κάτι που πριν δεν ήταν γνωστό, και κατηγορούσαν τον Λουκά ότι γράφει ανακρίβειες, επειδή είχε διασταυρωθεί μόνο η δεύτερη φορά εξουσίας του. Όμως ο Λουκάς και εκεί αποδείχθηκε αληθινός, αποδεικνύοντας έτσι την αξιοπιστία του, και την κοντινή επαφή του με γεγονότα. Επίσης ο Ράμσεϊ βρήκε πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο μια επιγραφή στην Αντιόχεια της Πισιδίας, που επιβεβαίωνε τις δύο διοικητικές περιόδους του.
Συνεχίζεται…..