Το μυστήριο με τα άστρα είχε επηρεάσει πολλούς λαούς και πολιτισμούς της προχριστιανικής εποχής, αλλά συνέχισε και μετά, μέχρι και σήμερα!
Δεν εμφανίζονται μόνο σε γεννήσεις, αλλά σηματοδοτούν εποχές και καθοδηγούν ημίθεους. Ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα» γράφει για κάποιο άστρο που οδήγησε τον Αινεία στην τοποθεσία όπου έμελλε να χτιστεί η Ρώμη.
Τέλος, σχετική συμβολική αναφορά υπάρχει και στην Αποκάλυψη όπου ο Ιησούς Χριστός αυτοπροσδιορίζεται ως λαμπρός αστέρας, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη πάντα: «Εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου, μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις εγώ ειμί η ρίζα και το γένος Δαυίδ ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωινός» (Αποκ. Ιωάν. 22, 16).
Οι κομήτες, όμως, πάντα προαναγγέλλουν τραγικά συμβάντα και θανάτους, όπως: άλωση της Τροίας (1188 π.Χ), ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ), θάνατος του Ιούλιου Καίσαρα (44 π.Χ) θάνατος του Αυγούστου (14 μ.Χ), λαμπρός κομήτης χαρακτηρίσθηκε από τον Σουητώνιο ότι προαναγγέλλει την κατάργηση μεγάλου κράτους και κατατρόμαξε τον Νέρωνα (54 μ.Χ), κόκκινος κομήτης στην Ιουδαία, συνέπεσε με την πολιορκία και καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους μετά από μια τοπική επανάσταση (69 μ.Χ), κομήτες είχαμε στον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου (336 μ.Χ), του Τσιμισκή (975 μ.Χ), του Ερρίκου Α΄ της Γαλλίας (1050 μ.Χ).Επίσης, ο κομήτης του 1066 μ.Χ συνέπεσε με την εισβολή των Νορμανδών στην Αγγλία, ο κομήτης του 1198 μ.Χ με τον θάνατο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, ο κομήτης του 1454 μ.Χ με την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (ήταν ο κομήτης του Halley σε μία από τις πολλές περιοδικές εμφανίσεις του) και πάει λέγοντας.
Έτσι, όσοι προσπαθώντας να εξηγήσουν το φαινόμενο του άστρου της Βηθλεέμ, το ταυτίζουν με κομήτη, προφανώς αγνοούν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι οι κομήτες, πάντα θεωρούνταν προάγγελοι δεινών, καταστροφών και θανάτων.
Το άστρο της Βηθλεέμ ως αστρονομικό πρόβλημα απασχόλησε τους ορθολογιστές θεολόγους της Δύσης από τα τέλη του 15ου – αρχές 16ου αιώνα και εξής. Ξεκίνησε δε, από τη επιθυμία τους για να εξηγήσουν και να τεκμηριώσουν με επιστημονικοφανή τρόπο την ύπαρξή του, κάτω από την πίεση των θεολογικο-αστρολογικών κύκλων της εποχής. Επικεντρώθηκαν, λοιπόν, στην απόδειξη της ιστορικότητας της γέννησης του Ιησού Χριστού μέσω της απόδειξης της «εν χρόνω» ύπαρξης του άστρου. Η σκέψη τους ήταν απλή: Αν μπορούσε η Αστρονομία να αποδείξει με στοιχεία την ύπαρξη του άστρου της Βηθλεέμ την περίοδο που οι ιστορικοί τοποθετούσαν τη γέννηση του Ιησού στην Ιουδαία τότε αυτόματα αποδεικνυόταν η ιστορικότητα αυτής ταύτης της γέννησης. H εμφάνιση του άστρου της Βηθλεέμ, συνδυαζόμενη με το γενικό αστρολογικό πλαίσιο της εποχής του, θα ήταν η περίτρανη απόδειξη για την ιστορική ύπαρξη του ενσαρκωμένου Θεού.
H άποψη αυτή, που αναμφίβολα υποστηρίζει την αστρολογική ερμηνεία και τις αστρολογικές αναφορές για το άστρο της Βηθλεέμ, άρχισε να ενδιαφέρει τη Δυτική Εκκλησία από τον 16ο αιώνα, εποχή κατά την οποία η αστρολογία γνώριζε μια δεύτερη άνθηση, λόγω της σύνδεσής της με την ιουδαϊκή Καμπαλά, η οποία εθεωρείτο τότε μέρος της χριστιανικής παράδοσης. Την εποχή εκείνη οι αστρολόγοι δεν έλειπαν από καμιά βασιλική αυλή, και πολλοί ποντίφηκες είχαν τον προσωπικό τους αστρολόγο, ενώ πολλοί αστρολόγοι έγιναν κληρικοί και ανέβηκαν ψηλά στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Για παράδειγμα ο πάπας Γρηγόριος 13ος, εμπνευστής του ημερολογίου που χρησιμοποιούμε και σήμερα, πίστευε στην αστρολογία. Είχε μάλιστα επίσημο αστρολόγο, τον περιβόητο Ιερώνυμο Kαρντάνο (Geronimo Cardano) ο οποίος εξηγούσε τη γέννηση, ακμή και παρακμή των θρησκειών ως αποτέλεσμα αστρικών επιδράσεων, πεπεισμένος ότι τα άστρα επιδρούν και καθορίζουν τις τύχες της ανθρωπότητας. Τη μεγάλη δε ανάπτυξη της χριστιανικής θρησκείας την ερμήνευε από το ωροσκόπιο του Ιησού, που κατ’ αυτόν είχε γεννηθεί υπό τη συζυγία του Δία και του Ήλιου. Και δεν ήταν ο μοναδικός πάπας!.
Ο πάπας Λέων ο 10ος ίδρυσε έδρα αστρολογίας, ενώ ο πάπας Παύλος ο 3ος, προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά την αντιμεταρρύθμιση, είχε προσωπικό αστρολόγο του τον Λουκά Γκουάρικο, τον οποίο και χειροτόνησε καρδινάλιο. Έτσι εξηγείται και το γιατί ωθήθηκαν οι μεγάλοι αστρονόμοι της εποχής, όπως ο Tύχων Mπραχέ (Tycho Brach) και ο βοηθός – συνεργάτης του, Γιοχάνες Κέπλερ (Johannes Kepler) στο να ασχοληθούν με το άστρο της Βηθλεέμ, εγκαινιάζοντας μια παράδοση που στη Δύση, και όχι μόνο, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το άστρο της Βηθλεέμ, αν τελικά αφορούσε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, οδηγεί και πάλι στο έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ή 7 π.Χ, αφού κατά τον Κέπλερ και άλλους αστρονόμους υπήρξε πράγματι τότε ένα παρόμοιο ουράνιο φαινόμενο που προκαλείται κατά τη συνάντηση των τριών πλανητών, του Κρόνου, του Δία και της Αφροδίτης. Στο φαινόμενο αυτό, μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά και τότε παρατηρείται πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου.
Οι θεολογούντες – αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι το γεγονός αυτό ταιριάζει με την περιγραφή του Ευαγγελιστή Ματθαίου «Οι δε μάγοι, αφού άκουσαν τα λόγια του βασιλέως, ξεκίνησαν και επορεύοντο στη Βηθλεέμ· και να το λαμπρό αστέρι, που είχαν δει στην Ανατολή, και τους οδηγούσε, έως ότου ήλθε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί. Οι μάγοι, όταν είδαν τον αστέρα, δοκίμασαν πολύ μεγάλη χαρά (διότι βρήκαν πάλιν τον ασφαλή οδηγό τους)» (Ματθ. 2,9-10). Οι αντιρρησίες, όμως, που δεν αναγνωρίζουν τα Ευαγγέλια ως πηγές δεν τη θεωρούν αξιόπιστη αυτή την περιγραφή και μάλιστα υπογραμμίζουν πως είναι η μοναδική, αφού δεν αναφέρεται από κάποιον άλλον πλην του Ματθαίου.
Καθώς ένα ταξίδι από τη Μεσοποταμία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, η χρονική αυτή απόσταση ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνισή του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες.
Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι μάγοι; Πολλά ερωτήματα ανακύπτουν, άλλα καλοπροαίρετα, άλλα όχι. Από πού ήλθαν και γιατί;
Για τους μάγους, ως κοινωνική τάξη, σημαντικές πληροφορίες δίνει ο Ηρόδοτος, ο οποίος λέει ότι αποτελούσαν ξεχωριστή τάξη ή φυλή των Μήδων, από την οποία προέρχονταν οι ιερείς και οι ασχολούμενοι με τους αστέρες.
Ό μεγάλος Έλληνας ιστορικός αναφέρει ότι μεταξύ των έξι φυλών της Μηδίας υπήρχε μία από την οποία προέρχονταν οι λεγόμενοι μάγοι, οι οποίοι ήταν ιερείς, αστρολόγοι-αστρονόμοι και θεματοφύλακες των επιστημονικών γνώσεων της εποχής τους. Κατείχαν τη συμπυκνωμένη πείρα της φυλής τους, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, και έτσι ήταν μάντεις, αποκρυφιστὲς και ερμηνευτὲς των ονείρων αλλά και των φαινομένων της φύσης, σοφοὶ με πρόσβαση στην υπερβατική γνώση.
Οι μάγοι είχαν μεγάλη δύναμη και επηρέαζαν με τους χρησμούς και τις προβλέψεις τους τις αποφάσεις της αυτοκρατορίας. Από τις παρατηρήσεις των κινήσεων των άστρων και όλων των ουράνιων σωμάτων προέβλεπαν το μέλλον των βασιλέων, των αυλικών και των κοινών ανθρώπων.
Από τους Μήδους οι μάγοι ήρθαν και στην Περσία, ενώ στη Βαβυλωνία λέγονταν μάγοι και οι σοφοί ιερείς του θεού Βάαλ (του μεγαλύτερου θεού των Χαναναίων και των Φοινίκων, αλλά και αρκετών σημιτικών λαών της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, όπως των Βαβυλωνίων, Μωαβιτών κ.α.), οι οποίοι από το ναό αυτού παρατηρούσαν τα αστέρια και προσπαθούσαν να διαγνώσουν το μέλλον και τις τύχες των ανθρώπων. Άρα, γενικά για τους μάγους της εποχής εκείνης, θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε ότι ήταν διδάσκαλοι και σοφοί, ανήκαν στην τάξη των ιερέων και καλλιεργούσαν την τότε τέχνη και σήμερα ψευδό-επιστήμη της αστρολογίας, η οποία είναι και η πρωτόγονη θρησκεία των Βαβυλωνίων.
Μια παράδοση θέλει και αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους να μαθητεύουν στους μάγους της Ανατολής και αναφέρεται ένας από αυτούς, ο Πρωταγόρας.
Γενικά όμως μάγοι αναφέρονται σε όλους τους σπουδαίους ανατολικούς λαούς της αρχαιότητας, άνθρωποι πού, όπως φαίνεται, ασκούσαν σημαντική επίδραση στη θρησκευτική ζωή και στα δημόσια πράγματα των κοινωνιών αυτών – είναι οι ίδιοι τους οποίους οι Έλληνες αποκαλούσαν και «παιδαγωγούς». Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι μάγοι αντιπροσώπευαν τον ολιγομελή μυστικιστικό πυρήνα ανθρώπων που υπήρχε πάντα στο εσωτερικό όλων των μεγάλων θρησκειών. Μια ομάδα ευσεβών ιερέων, πολυμαθών και μυημένων, που εργαζόταν για το συνολικό καλό. Ο Κόιντος Σεπτίμιος Τερτυλλιανός, εκκλησιαστικός συγγραφέας του 2ου αιώνα βασιζόμενος στο βιβλίο των Ψαλμών θεωρεί τους μάγους βασιλείς («… βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι» Ψαλμ. 71, 10). Άποψη που αποδέχτηκε και η παράδοση, γι αυτό και η θρησκευτική τέχνη έσπευσε να απεικονίσει τους μάγους με μεγαλοπρέπεια.
Η πληροφορία που δίνεται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο είναι: « Όταν δε γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τις μέρες που βασιλιάς ήταν ο Ηρώδης, μάγοι (δηλαδή άνθρωποι σοφοί που μελετούσαν και τους αστέρες του ουρανού) ήρθαν από τις χώρες της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα. Και ρωτούσαν τους κατοίκους· “που είναι ο νεογέννητος βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι εμείς είδαμε τον αστέρα αυτού στην Ανατολή και από το ουράνιο αυτό φαινόμενο πληροφορηθήκαμε την γέννησή του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε»(Ματθ.2,1-2). Ήρθαν λέει από τις χώρες της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα, άρα ήξεραν τί ακριβώς ζητούσαν ερχόμενοι στην Ιερουσαλήμ, αλλιώς δεν θα επιχειρούσαν ποτὲ ένα τόσο μακρύ, επικίνδυνο και κοπιαστικό ταξίδι, εάν δεν πίστευαν ότι πράγματι γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων.
«Ιδού μάγοι από ανατολών…» , μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής, αλλά από πού;
Διάφοροι ερευνητές, αλλά και ερμηνευτές από τότε μέχρι και σήμερα θέλουν τους μάγους να ξεκινούν, από τη Συρία και Μεσοποταμία μέχρι την Αραβία και την Περσία. Κατά την άποψη του Άγγλου αστρονόμου David Hoghes (1976), οι μάγοι ξεκίνησαν από τη Σεφαρβαίμ την πόλη που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και που δεν είναι άλλη από την Σιππὰρ της Βαβυλωνίας, τη σημερινή Αμπού Χαμπά, νοτιοδυτικά της Βαγδάτης, αφού μάγοι ονομάζονταν από τους Βαβυλώνιους οι σοφοὶ ιερείς του μεγάλου θεού Ηλίου Σαμάς. Υπολογίζει μάλιστα ότι για να κάνουν ένα ταξίδι 600 περίπου μιλίων χρειάστηκαν, μαζί με τις προετοιμασίες του ταξιδιού, περίπου τέσσερις μήνες. Η αλήθεια είναι πως οι ανασκαφὲς του 1894 στη Σιππὰρ έφεραν στο φως τα θεμέλια ενός τεράστιου ναού – αστεροσκοπείου.
Παράλληλα, ανακαλύφθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες με καταγραφὲς των κινήσεων των γνωστών στους Βαβυλώνιους πλανητών, με ερμηνεία αυτών των κινήσεων και των θέσεών τους στην ουράνια σφαίρα για την πρόβλεψη του μέλλοντος. Στη συνέχεια, οι ανασκαφὲς του 1925 έφεραν στο φως και άλλες πήλινες πινακίδες, κάποιες από τις οποίες, όπως ανακάλυψε ο Γερμανός μελετητής P. Schnβbel, αναφέρουν παρατήρηση μιας συνόδου των πλανητών Δία και Κρόνου στην περιοχή του αστερισμού των Ιχθύων.
Ο Ιουστίνος ο μάρτυρας, σε περισσότερα από ένα χωρία του «Διαλόγου προς Ιουδαίον Τρύφωνα», υποστηρίζει ότι ήταν Άραβες. Την ίδια άποψη υποστήριξαν λίγο αργότερα τόσο ο Τερτυλλιανός στο «Κατά Μαρκίωνος» όσο και ο Ιερώνυμος, δηλαδή, ότι ήταν αστρολάτρες Ναβαταίοι, από την Πετραία Αραβία.
Πολλοὶ μελετητὲς των Γραφών, ορμώμενοι από την αναφορά του Βιβλίου του Δανιήλ, «…ουκ επερωτά επαοιδόν, μάγον και Χαλδαίον » (Δαν. 2, 10), υποστήριξαν ότι οι Μάγοι ήταν Χαλδαίοι, επικαλούμενοι μάλιστα το γνωστό γεγονός ότι στη Βαβυλώνα είχε δημιουργηθεί, κατά την αιχμαλωσία, μια ισχυρή εβραϊκή κοινότητα, που ίσως να αντάλλασσε θεολογικὲς – επιστημονικὲς απόψεις με τους Χαλδαίους σοφούς. Αντίθετα ο Ιάκωβος (Πρωτευαγγέλιο), ο Ησύχιος, και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τους θεωρούν Πέρσες και αυτό διατήρησε η ελληνική παράδοση… «εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα»….
Ο Ωριγένης ὁ Αλεξανδρινός και ο Μέγας Αθανάσιος πίστευαν ότι οι Μάγοι ήταν Αιγύπτιοι επαοιδοί, ενώ άλλοι μελετητὲς των Γραφών υποστήριζαν ότι οι «μάγοι» ήταν Αφγανοί σοφοὶ από τη μακρινή Βακτριανή.
Την άποψη ότι οι Μάγοι ήταν Χαλδαῖοι υιοθέτησε αιώνες αργότερα, και ο Γιοχάνες Κέπλερ (1571-1630). Ὁ μεγάλος αστρονόμος θεωρούσε ότι η ιδέα πως οι Μάγοι ήταν Χαλδαῖοι εναρμονιζόταν με την αστρολογική ερμηνεία του για τη φύση του άστρου της Βηθλεέμ.
Οι ορθολογιστές Δυτικοί ερευνητές θεωρούν ότι οι τρεις μάγοι είμαι ένας μύθος που πλάστηκε από τους χριστιανούς της Ιουδαίας, οι οποίοι περίμεναν τον Μεσσία όχι μόνο ως Σωτήρα ελευθερωτή, αλλά και ως σπουδαίο γήινο βασιλιά που θα κυριαρχούσε στην οικουμένη. Έτσι το προσκύνημα των μάγων με τα δώρα επικύρωνε προκαταβολικά την κοσμοσωτήρια αποστολή του νέου κυρίαρχου της Γης. Άλλοι όμως ορθολογιστές ερευνητές θεωρούν πως ήταν απαράδεκτο και γι αυτό αδιανόητο για τους μονοθεϊστές Ιουδαίους, μάγοι μιθραϊστὲς από την ανατολή να επικυρώσουν τη γέννηση του δυαδικού Μεσσία τους, και καταλήγουν στο να θεωρούν την εν λόγω ευαγγελική αναφορά εμβόλιμη, μεταγενέστερη και μιθραϊστικὸ κατάλοιπο.
Τα ονόματα των μάγων δεν διασώθηκαν, αλλά όπως προκύπτει από ένα μωσαϊκό του βόρειου μεσαίου τοίχου του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου (Ραβέννα 560 μ.Χ), πρόκειται για τους Γκεθασπά, Μελχιώρ και Βιθισαρεά.
Πρώτος αναφέρεται ονομαστικά στους μάγους ο Άγγλος εκκλησιαστικός συγγραφέας Βέδας (Venerable Bede), με τα ονόματα Γκαθεσπά, Μελχιὼρ και Βιθισαρεά και την ίδια περίπου εποχή, έτσι τους ονομάζει και ο ιστορικός Άγγελος της Ραβέννας. Για το θέμα της ονοματολογίας αυτής, ο επιφανής Έλληνας αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης, θεωρεί πως ο Βέδας και ο Άγγελος χρησιμοποίησαν ως πηγή για τις πληροφορίες τους το μωσαϊκό στο ναό της Ραβέννας, όπου ο ανώνυμος Βυζαντινός αγιογράφος παρουσίασε για πρώτη φορά αυτά τα ονόματα.
Η παράδοση όμως διατήρησε τα ονόματα που έδωσαν στους μάγους οι συγγραφείς του 9ου αιώνα: Γκάσπαρ (μεσήλικας, που πρόσφερε τον χρυσό, που συμβολίζει τη βασιλική του ιδιότητα και την κοσμική βασιλεία του), Μελχιώρ (νεαρός, που πρόσφερε τον λίβανο, μια αρωματική ελαιώδης ρητίνη που χρησιμοποιείται για θρησκευτική χρήση και συμβολίζει τον Θεό, τον οποίο θα έκαιγε μετά τον θάνατό του και την αναμενόμενη ανάστασή του γιατί ήταν θνητός και θεός μαζί.) και τρίτος ο Βαλτάσαρ (ηλικιωμένος, που πρόσφερε τη σμύρνα, από το οποίο βγαίνει το μύρο που αλείφουν τα σώματα των νεκρών και συμβόλιζε την εξιλαστήρια θυσία του πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου του). Με τα δώρα, λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς διαφαίνεται μεταφορικά και η προδιαγεγραμμένη πορεία του Ιησού Χριστού, οπότε στην πραγματικότητα αυτοί οι μάγοι-αστρολόγοι διαπίστωσαν πως κάτι ξεχωριστό συμβαίνει στον έναστρο ουρανό Τέλος η προσκύνηση των Μάγων για τους πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας έλαβε συμβολικό χαρακτήρα. Η γονυκλισία είναι η υπόκλιση των αρχαίων ηλιολατρικών θρησκειών στον αληθινό Ήλιο της Δικαιοσύνης και εκφράζει την εύνοιά τους προς τη νέα θρησκεία.
Κι αν τα περισσότερα από τα ερωτήματα σχετικά με τους μάγους παραμένουν αναπάντητα, το ίδιο συμβαίνει και με το άστρο της Βηθλεέμ.
Τα ερωτήματα πολλά. Υπήρξε, λοιπόν, τέτοιο αστέρι που εντυπωσίασε τους μάγους;
Ήταν πράγματι αστέρι ή κάποιο άλλο αστρικό φαινόμενο;
Πότε εμφανίστηκε και πόση ήταν η διάρκειά του στον ουρανό;
Αδιαμφισβήτητο, πάντως, είναι ότι η πορεία του κόσμου και ο παγκόσμιος πολιτισμός συνδέθηκε με την εμφάνιση ενός εξαιρετικά εντυπωσιακού, όσο και περίεργου αστρονομικού φαινομένου με τη λάμψη ενός παράξενου άστρου και με επίκεντρο ένα νεογέννητο. Τον Ιησού Χριστό.
Από τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι και τους σύγχρονους αστρονόμους και αστροφυσικούς δόθηκαν διάφορες εξηγήσεις και ερμηνείες.
Οι ερμηνείες και απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν για το άστρο της Βηθλεέμ, θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες: σε αυτές που το θεωρούν ως ένα αστρονομικό φαινόμενο (φυσικό), σε αυτές που το θεωρούν ως ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο όμως έγινε κατόπιν Θεϊκής επέμβασης (συνδυασμός φυσικού με μεταφυσικό) και σε αυτές που το θεωρούν ως ένα πνευματικό γεγονός (μεταφυσικό).
Πάντως, ο πρώτος μετά τον Ματθαίο που μίλησε για το αστέρι ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (35-107 μ.Χ) που αναφέρει: «… έλαμψεν εις τον ουρανόν ένας αστήρ που το φως του ήταν ανεκλάλητον…».
Στην προς Εφεσίους δε, επιστολή του γράφει: «Με ποιο τρόπο έκανε φανερή την παρουσία του (ο Μεσσίας); Έλαμψε στον ουρανό ένα άστρο, του οποίου η ανείπωτη λάμψη προξένησε απορία, διότι ήταν μεγαλύτερη από των άλλων αστεριών, τα οποία παρόλο που το περιστοίχισαν, μαζί με τον Ήλιο και την Σελήνη, έλαμπαν λιγότερο από αυτό». Ο επίσκοπος Αντιοχείας και μάρτυρας της χριστιανικής πίστης υποστηρίζει, στην προαναφερθείσα επιστολή του, ότι ήταν ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο όμως, αφήνει να εννοηθεί, ότι η εμφάνισή του ήταν ένα Θεϊκό σχέδιο και όχι αποτέλεσμα φυσικών νόμων.
Από τη χριστιανική επίσης Γραμματεία, ο Ωριγένης επιχείρησε να δώσει μια φυσική ερμηνεία για το άστρο που έλαμψε κατά τη γέννηση του Χριστού. Έκανε την υπόθεση πως αυτό που είδαν οι μάγοι στην Ανατολή και τους οδήγησε στην Παλαιστίνη δεν ήταν παρά ένα λαμπερός κομήτης. «Έχω τη γνώμη ότι το άστρο που εμφανίστηκε στους σοφούς της Ανατολής, ήταν ένα από εκείνα τα φωτεινά σώματα που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό και που οι Έλληνες οι οποίοι
συνηθίζουν να τα ξεχωρίζουν με ονομασίες ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους τα ονόμαζαν κομήτες, φωτεινές δοκούς, θυσάνους, άστρα με ουρά, καράβια και με διάφορα άλλα ονόματα». Την ίδια άποψη διατύπωσε αργότερα και ο Ευσέβιος Καισαρείας, αλλά και ο αστρονόμος Στέντζελ (Α. Stenzel) το 1913, επηρεασμένος μάλλον από την εμφάνιση του κομήτη Halley το 1910 και τον πανικό, τον οποίο προκάλεσε στην ανθρωπότητα περί επικειμένης καταστροφής της.
Μετά τον Στέντζελ, ο Αμερικανός αστρονόμος Ρ. Σ. Ρίτσαρσον και ο Άγγλος αστρονόμος Κ. Χάμφρεϊς οδηγήθηκαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο πρώτος βασίσθηκε σε αστρονομικές παρατηρήσεις και ο δεύτερος σε μία καταγραφή ενός κομήτη το έτος 5 μ.Χ, από Κινέζους αστρονόμους, οι οποίοι ήταν ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι και κατέγραφαν και ανέφεραν στον αυτοκράτορα οποιοδήποτε αξιοπερίεργο φαινόμενο εμφανιζόταν στο ουράνιο στερέωμα.
Παρόλο, όμως, που έχουν αναφερθεί κομήτες, οι οποίοι ήταν ορατοί την ημέρα, (όπως το 1843, το 1861 και το 1882), ξεπερνώντας ακόμη και την λαμπρότητα της Αφροδίτης, η προαναφερθείσα άποψη και εκδοχή του κομήτη μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στην αλήθεια, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι μάγοι (που κατά τον Ωριγένη ήταν Χαλδαίοι) ως σοφοί, παρατηρητές και γνώστες των ουρανίων φαινομένων δεν ήταν δυνατό να θεωρήσουν την εμφάνιση ενός λαμπερού κομήτη σαν αγαθό σύμβολο (καλό σημάδι) για τη γέννηση του βασιλιά των Ιουδαίων, γιατί ήξεραν πως οι κομήτες συνδέονταν μόνο με λυπηρά και δυσάρεστα πάντα γεγονότα, όπως προαναφέρθηκε. Όχι μόνον δεν υπάρχει καμιά ιστορική αναφορά ή αστρονομική παρατήρηση για την εμφάνιση ενός κομήτη την εποχή της γεννήσεως του Ιησού, αλλά ούτε κάποιος σοφός από την εξελληνισμένη αυλή του βασιλιά Ηρώδη φαίνεται να είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο. Εξάλλου οι κομήτες δεν εμφανίζονται, εξαφανίζονται και μετά πάλι εμφανίζονται. Επίσης, σε μια από τις αρχαιότερες απεικονίσεις της γέννησης του Χριστού (130 -150 μ.Χ) στην κατακόμβη της Αγίας Πρίσκιλας στη Ρώμη, διακρίνεται η Θεοτόκος με το θείο βρέφος και ένας άνδρας, ίσως ο προφήτης Ησαϊας, που κρατά με το ένα χέρι την περγαμηνή του θείου Νόμου και με το άλλο δείχνει ένα αστέρι και όχι έναν κομήτη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην «Ομιλία ΣΤ΄ εις το κατά Ματθαίον» γράφει πως δεν ήταν ένα από τα πολλά και συνηθισμένα άστρα – μάλλον δεν ήταν ούτε άστρο – αλλά επρόκειτο για κάποια αόρατη δύναμη που πήρε αυτή τη μορφή. Χρησιμοποίησε δε ο Θεός το λαμπερό αστέρι για την προσέλκυση των μάγων στην Αλήθεια και με αυτόν τον τρόπο, της ενανθρωπήσεως του Υιού του, άνοιξε την πόρτα στους Εθνικούς. Γράφει συγκεκριμένα «Διότι βεβαίως δεν ήταν αυτό ένα από τα πολλά άστρα, μάλλον δεν ήταν καν άστρο, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, αλλά κάποια αόρατη δύναμη που πήρε αυτή την μορφή». Στη συνέχεια, αναπτύσσει τέσσερα λογικά επιχειρήματα, με τα οποία υποστηρίζει, ότι δεν πρόκειται περί άστρου, αλλά για μία υπερφυσική δύναμη: «Έδινε την εντύπωση αυτή, (ότι ήταν υπερφυσικό φαινόμενο) πρώτον, από την πορεία του. Διότι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο άστρο που να ακολουθεί αυτήν την οδό· αλλά κι αν ακόμα αναφέρεις τον Ήλιο ή την Σελήνη, ή όλα τα άστρα, τα βλέπουμε να ακολουθούν πορεία από τα ανατολικά προς τα δυτικά· αυτό όμως κατευθυνόταν από βορρά προς νότο· διότι αυτή είναι η θέση της Παλαιστίνης σε σχέση με την Περσική χώρα. Δεύτερον, αυτό είναι δυνατόν να το αντιληφθεί κανείς και από το χρονικό διάστημα (της εμφάνισής του). Δηλαδή δεν φαινόταν κατά την νύκτα, αλλά μέρα-μεσημέρι, ενώ έλαμπε ο Ήλιος· πράγμα το οποίο δεν είναι χαρακτηριστικό της δύναμης ενός άστρου, αλλά ούτε και της Σελήνης· αυτή λοιπόν που υπερέχει τόσο πολύ απ’ όλα τα άστρα, με την εμφάνιση του ηλιακού φωτός, αμέσως κρύβεται και εξαφανίζεται. Αυτό (το άστρο) δε με την υπερβολική δική του λαμπρότητα νίκησε ακόμη και τις ηλιακές ακτίνες, αφού αποδείχθηκε λαμπρότερο από εκείνες και έλαμψε πιο έντονα με τόσο φως. Τρίτον, από το γεγονός ότι εμφανιζόταν και κρυβόταν ξανά. Διότι στον δρόμο προς την Παλαιστίνη φαινόταν ότι τους καθοδηγούσε· όταν όμως έφθασαν στα Ιεροσόλυμα, κρύφθηκε· έπειτα πάλι όταν άφησαν τον Ηρώδη, αφού του εξήγησαν τον λόγο για τον οποίον ήρθαν και επρόκειτο να φύγουν, εμφανίστηκε ξανά· γεγονός το οποίο δεν έχει να κάνει με την κίνηση των άστρων, αλλά με κάποια έλλογη δύναμη. Ούτε βεβαίως είχε κάποια ιδιαίτερη πορεία, αλλά όταν έπρεπε να πορευτούν αυτοί τους καθοδηγούσε· όταν έπρεπε να σταματήσουν, στεκόταν, φροντίζοντας πάντα για ό,τι ήταν αναγκαίο· όπως ακριβώς και ο στύλος της νεφέλης που έστηνε και ξεσήκωνε το στρατόπεδο των Ιουδαίων (στην πορεία τους στην έρημο), όταν χρειαζόταν. Τέταρτον, από τον τρόπο που έδειχνε θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς αυτό ξεκάθαρα. Διότι δεν έδειχνε τον τόπο μένοντας επάνω· ούτε βέβαια ήταν δυνατόν σ’ αυτούς (Μάγους) έτσι να το αντιληφθούν· αλλά το έκανε αυτό κατεβαίνοντας κάτω. Μάθετε λοιπόν ότι τόπο τόσο μικρό και όσον είναι φυσικό να κατέχει μία καλύβα, πολύ περισσότερο δε όσον τόπο είναι φυσικό να κατέχει το σώμα μικρού παιδιού, δεν ήταν δυνατόν και σε άστρο ακόμη να το γνωρίζει. Επειδή βεβαίως ήταν άπειρο το ύψος, δεν μπορούσε έτσι να επισημάνει τόπο στενό και να τον κάνει γνωστό σε όσους ήθελαν να τον δουν. Και αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί και από την Σελήνη, η οποία αν και υπερτερεί τόσο από τα άστρα, σ’ όλους που κατοικούν στην οικουμένη, και που είναι διασκορπισμένοι σε τόσο μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, σ’ όλους φαίνεται ότι είναι κοντά. Πως λοιπόν το άστρο, πες μου, έδειχνε τόπο τόσο στενό της φάτνης και της καλύβας, εάν δεν κατέβαινε κάτω, αφήνοντας το ύψος εκείνο, και δεν στεκόταν πάνω από το κεφάλι του παιδιού; Αυτό βεβαίως υπονοώντας και ο ευαγγελιστής έλεγε: «ιδού, το άστρο οδήγησε αυτούς, μέχρις ότου ήλθε και στάθηκε πάνω από το σημείο όπου ήταν το παιδί».
Την άποψη αυτή του Χρυσοστόμου, περί υπερβατικότητας, δηλαδή, του «άστρου» της Βηθλεέμ, υποστήριξαν ο Καισάριος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο επίσκοπος Ταρσού Διόδωρος, ο μοναχός Επιφάνιος, ο άγιος Νεκτάριος μητροπολίτης Πενταπόλεως και άλλοι. Ακόμα και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης, σχεδόν στο σύνολό τους, υποστηρίζουν αυτήν την ερμηνεία περί υπερβατικότητας του «άστρου» της Βηθλεέμ.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει για ένα νέο άστρο, που προκάλεσε την προσοχή των Μάγων, που τους καθοδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ταξίδι τους, κι όμως ήταν δυσδιάκριτο για τους άλλους τους πολλούς. Πράγματι, αν ήταν λαμπρό έπρεπε όλοι να το αντιληφθούν, ο Ηρώδης και η ελληνοποιημένη αυλή του με τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό και όλος ο λαός της Ιουδαίας. Εκείνη, όμως, η πληροφορία που δημιουργεί πλήθος ερωτημάτων στους αστρονόμους είναι η φράση ότι το άστρο στάθηκε πάνω από την οικία, όπου βρισκόταν η αγία οικογένεια.
Πως είναι δυνατόν ένα άστρο που εγκαταλείπει τελείως το αστρικό σύστημα στο οποίο ανήκει, για να υποδείξει μια καθορισμένη διαδρομή σε κάποιους σοφούς ανθρώπους, στο τέλος να στέκεται πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο της Γης στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας;
Πάνω σ’ αυτό πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι το άστρο πιθανώς να ήταν κάποιος πλανήτης, ουράνιο σώμα που εμφανίζει στάσεις στον ουρανό.
Άλλοι λένε ότι ήταν μια φωτεινή νεφέλη ή ένα είδος ακτίνας φωτός που υποδείκνυε το δρόμο στους Μάγους, αλλά όχι άστρο.
Για «υπερφυσικό αστέρα», όπως προαναφέρθηκε, μίλησε και ο μεγάλος αστρονόμος της εποχής (17ος αιώνας μ.Χ) ο Κέπλερ, ο οποίος υπολόγισε ότι τον Δεκέμβριο του 1603 θα γινόταν η σύνοδος του Δία και του Κρόνου στον αστέρα του Τοξότη. Η σύνοδος αυτή πράγματι έγινε, αλλά δεν μπόρεσαν να την παρατηρήσουν από το χώρο παρατηρήσεως που είχε πλησίον της Πράγας, επειδή φαινόταν πολύ κοντά ο Ήλιος. Το επόμενο έτος (1604) σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κέπλερ θα λάμβανε χώρα ένα σπάνιο αστρονομικό φαινόμενο, κατά το οποίο τους δύο πλανήτες Δία και Κρόνο θα πλησίαζε ο Άρης και οι τρεις μαζί θα σχημάτιζαν ένα πύρινο τρίγωνο, στις κορυφές του οποίου θα ήταν οι πλανήτες αυτοί. Οι υπολογισμοί του Κέπλερ ήταν σωστοί και στις 26 Σεπτεμβρίου ο Άρης ήλθε σε σύνοδο με τον Κρόνο και στις 9 Οκτωβρίου με τον Δία, σχηματίζοντας ένα πάρα πολύ θεαματικό φωτεινό τρίγωνο, το οποίο ήταν ορατό στο δυτικό ορίζοντα κατά το λυκόφως και έδυε πέντε ώρες μετά από την δύση του Ήλιου.
Την επομένη ημέρα, έλαβε χώρα ένα αξιολογότερο αστρονομικό φαινόμενο από την εμφάνιση κομήτη. αφού στον αστερισμό του Οφιούχου, όχι πολύ μακριά από τη θέση συνόδου των πλανητών, εξερράγη ένας σουπερνόβα ο γνωστός SN 1604. Ο Κέπλερ παρατήρησε τον καινοφανή αυτόν αστέρα στον αστερισμό του Οφιούχου και μάλιστα του έκανε εντύπωση που ήταν τόσο φωτεινός όσο και ο πλανήτης Ζευς (Δίας) και ήταν κοντά στους πλανήτες Δία και Άρη.
Ο αστέρας αυτός ονομάσθηκε τελικά αστέρας του Κέπλερ και σύμφωνα με τα πορίσματα της συγχρόνου αστρονομίας ήταν ένας υπερκαινοφανής και όχι καινοφανής αστέρας. Το τρίγωνο ήταν ένα θεαματικό φαινόμενο και παρέμεινε για αρκετές ημέρες στον Ουρανό, οπότε στον Κέπλερ γεννήθηκε η σκέψη, μήπως και το άστρο της Βηθλεέμ ήταν μια παρόμοια σύνοδος των μεγάλων αυτών πλανητών και άρχισε να εργάζεται πάνω σ΄αυτό εντατικά. Μετά από έρευνες και υπολογισμούς, αφού μελέτησε την υπόθεση αυτή, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι κατά το έτος 747 από κτίσεως της Ρώμης, δηλαδή περίπου το έτος 7 π.Χ, ο Ζευς (Δίας) ήλθε σε σύνοδο με τον Κρόνο τρεις φορές το ίδιο έτος και το επόμενο έτος δημιουργήθηκε ένα πύρινο τρίγωνο με την προσέγγιση στους δύο προαναφερθέντες πλανήτες του Άρη, ενώ ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ένα ή δύο χρόνια μετά.
Εκτός του Κέπλερ και άλλοι αστρονόμοι και αστροφυσικοί, στους αιώνες που ακολούθησαν, επιβεβαίωσαν με τις μελέτες τους ότι το 7 π.Χ είχαμε μια υπερσύνοδο Δία – Ήλιου – Κρόνου – Αφροδίτης, ένα φαινόμενο, στο οποίο μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά και τότε παρατηρείται και πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου. Την τριπλή σύνοδο πλανητών υποστηρίζουν ο R. Henniry (1936) o Konstantin Ferrari D’ Occhieppo (1978) ο I. Elliot (1978) από το αστεροσκοπείο του Δουβλίνου, ο John Mosley (Los Angeles) ο David Ηughes, από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, οι J. και Μ. Seymour (1978) που θεωρούν ότι οι μάγοι ξεκίνησαν με τη σύνοδο του 7 π.Χ, όταν ανέλαμψε ο καινοφανής του Αετού του 5 π.Χ, που σηματοδότησε τη γέννηση του Μεσσία.
Κάποιοι άλλοι διαφοροποιούνται από τον Κέπλερ, καθώς θεωρούν πως το γεγονός αυτό ταιριάζει με την περιγραφή του Ματθαίου, ότι δηλαδή οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, «είδον τον αστέρα και εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα», προσθέτοντας ότι το αστέρι αυτό ήταν ίδιο με εκείνο που είδαν στην Ανατολή. Η ευαγγελική περικοπή έχει ως εξής: «οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν· και ιδοὺ ο αστήρ όν είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον· ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα (Αυτοί, αφού άκουσαν το βασιλιά, έφυγαν. Και ιδού, ο αστέρας που είδαν στην ανατολή προχωρούσε μπροστά τους, ωσότου ήρθε και στάθηκε πάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Όταν είδαν λοιπόν τον αστέρα, χάρηκαν με πάρα πολύ μεγάλη χαρά). (Ματθ. 2,9-10). Καθώς δε, ένα ταξίδι από την Περσία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής (άλογα, καμήλες κλπ) απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, το χρονικό αυτό διάστημα θεωρούσαν πως ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνιση του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες.
Για τον Κέπλερ, όμως, η τριπλή πλανητική σύνοδος ερχόταν σε αντίθεση με την αναφορά του ευαγγελιστή Ματθαίου περί άστρου, οπότε υπέθεσε ότι εμφανίστηκε ένας καινοφανής αστέρας, όπως στις 10 Οκτωβρίου του 1604, ο οποίος τελικά, δεν είναι άλλος από το «άστρο» της Βηθλεέμ. Ουσιαστικά, η θεωρία ο Κέπλερ είναι ένας συνδυασμός πλανητικής συνόδου με καινοφανή αστέρα, ο οποίος προανήγγειλε τη γέννηση του Μεσσία. Παρόλα αυτά, όμως, έμενε αναπάντητο το πως ένας καινοφανής αστέρας υπέδειξε τη θέση, στην οποία βρισκόταν ο τεχθείς Ιησούς σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση. Ο Γερμανός αστρονόμος, προκειμένου να λύσει και αυτό το πρόβλημα, υιοθέτησε μία λύση, η οποία συνδυάζει το φυσικό με το μεταφυσικό, δηλαδή υποστήριξε το 1614 στο έργο του «Για τον υπολογισμό περί της ακριβούς γέννησης του Ιησού Χριστού», ότι: «Μεγάλες (τριπλές) σύνοδοι των πλανητών, που γίνονται στα κύρια σημεία του ζωδιακού κύκλου και ιδιαίτερα στα ισημερινά σημεία του Κριού και του Ζυγού, σημαίνουν αλλαγή των πραγμάτων σε διεθνή κλίμακα. Και ένας κομητοειδής αστέρας, που εμφανίζεται κατά τον ίδιο χρόνο με την σύνοδο, προαναγγέλλει την γέννηση βασιλιά… Χάριν αυτών των Μάγων ενεφανίσθη τότε ο νέος αστέρας κατά τον ίδιο χρόνο που φαινόταν ο Δίας και ο Κρόνος στην ίδια εποχή, δηλαδή τον Ιούνιο του 7 π.Χ, αλλά επίσης και στο αυτό τμήμα του ουρανού με τους πλανήτες. Συνεπώς τί άλλο θα μπορούσαν να συμπεράνουν οι Χαλδαίοι (Μάγοι) από τους κανόνες της αστρολογικής τους τέχνης, παρά το ότι επρόκειτο να συμβεί κάποιο γεγονός μεγίστης σημασίας. Δεν αμφιβάλλω, ότι ο Θεός ηθέλησε να τροφοδοτήσει την καλή πίστη των Χαλδαίων… το άστρο των μάγων δεν ήταν ένας συνηθισμένος κομήτης ή καινοφανής αστέρας(νόβα), αφού κινείτο κατά θαυματουργικό τρόπο στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας».
Η άποψη του Κέπλερ, χωρίς τη μεταφυσική της πλευρά, έγινε αποδεκτή από αρκετούς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και οι: Ίντελερ (L.Ideler), Κρίτσινγκερ (.H.Kritzinger), Γκέρχαρντ (O.Gerhardt), Λίεμπχαρτ (L.Liebhardt) κ.α.