Από τα χρόνια τα παλιά
ποτέ δεν αγαπούσε,
ο άνθρωπος τον Άνθρωπο.
Πάντα τον κυνηγούσε.
Λένε πως, κι ο πρωτόγονος
έβλεπε σαν εχθρό
τον όμοιο, και γείτονας,
ας ήτανε, θαρρώ.
Ακόμη και κανίβαλος
υπήρξε πολλά χρόνια
Το θύμα κατασπάραζε,
χωρίς καμιά συμπόνια.
Κι έτσι αντί να ομονοεί
ο άνθρωπος να προκόβει
το σώμα συνανθρώπου του,
τον έβλεπες να κόβει.
Τάχα ο επιούσιος ήτανε
η μόνιμη αιτία,
που είχε τέτοιο φέρσιμο
και φανερή κακία.
Κι όμως, τα χρόνια πέρασαν
κι ας είν’ «πολιτισμένος»(;)
Αλίμονο, δεν έπαψε
να είναι … πεινασμένος.
Για πλήθος υλικά αγαθά,
για μια περιουσία,
που κάποτε δεν έχουνε
καμιά ηθική αξία,
Σκέφτηκε, επινόησε
κι έφτιαξε φονικά,
όπλα για τις καταστροφές,
ανθρώπων ειδικά.
Για τούτο κομπορρημονούν
κάποιων λαών ταγοί,
και ασυλλόγιστα απαιτούν
άλλων υποταγή.
Κι εδώ αυθόρμητα έρχεται
το μέγιστο ΓΙΑΤΙ;
-Γιατί άνθρωπε πολεμάς,
τον Άνθρωπο, γιατί;
Γιατί ξεχνάς την εντολή,
που είπε ο Χριστός πριν χρόνια;
-«Αγάπα τον πλησίον σου,
μη δείχνεις καταφρόνια,
Και δείξε την αγάπη σου,
όπως στον εαυτό σου
Και πίστεψέ το αληθινά,
πως θα ‘ναι για καλό σου»!