Οι Γερμανοί, το Νοέμβριο του 1943, έκαναν επίθεση στους ένοπλους αντιστασιακούς στο Σινιάτσικο. Σπάνια οι Γερμανοί πήγαιναν προς τα εκεί. Η κοιλάδα του Μύριχου ευνοούσε τον ανταρτοπόλεμο (χτυπώ και φεύγω). Ο Σινιάτσικος μπορούσε να κρύψει τον αντάρτη. Ο Σινιάτσικος πάντα ήταν καταφύγιο των καταδιωκωμένων. Παρείχε δυνατότητες μετακίνησης και διαφυγής.Το χωριό Νάματα σε υψόμετρο 1240 μέτρα δεν φαίνεται από πουθενά. Πραγματική αετοφωλιά. Νυχτιάτικα έκαναν επίθεση στα Νάματα. Είχε ειπωθεί ότι οι σκοπιές των ανταρτών αποκοιμήθηκαν και τους αιφνιδίασαν οι Γερμανοί. Κατόρθωσαν όμως οι αντάρτες αμαχητί να διαφύγουν. Δύσκολη μέρα και για τα δυο χωριά. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις τα πράγματα δεν ήταν καλά για το χωριό.
Ταυτόχρονα, τα άγρια χαράματα έκαναν επίθεση οι Γερμανοί και στην Πέλκα. Κάποιοι άνδρες, όπως συνέβαινε σε τέτοιες επιθέσεις, κατόρθωσαν και έφυγαν τη νύχτα από το χωριό. Κυρίως όσοι ήταν στην αντίσταση. Η ιδιομορφία του εδάφους βοηθούσε τη διαφυγή, όχι όμως από τη μεριά του κάμπου. Περικύκλωσαν οι κατακτητές το χωριό και χτυπούσαν όπου θεωρούσαν ότι υπήρχε στόχος. Οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά του χωριού ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Ακόμη και την αναπνοή τους κρατούσαν. Αν σκοτωνόταν ένας Γερμανός στην επιχείρηση κατά των ανταρτών στο Σινιάτσικο, θα σκότωναν τους συγκεντρωμένους άντρες στην πλατεία της Πέλκας και θα έκαιγαν τα χωριά, Νάματα και Πέλκα.
Οι Γερμανοί στο χωριό ήταν σε συνεχή επικοινωνία, μέσω ασύρματου, με τους Γερμανούς που επιτέθηκαν στα Νάματα για να μαθαίνουν τα γεγονότα της μάχης. Η ζωή του χωριού εξαρτιόταν από την έκβαση της μάχης. «Ευτυχώς» που δεν σκοτώθηκε κανένας Γερμανός στην επίθεση. Δυστυχώς, τρεις από τους συγκεντρωμένους δεν είχαν χαρτιά. Δυο Πελκιώτες και ο ψαράς από το Μαύροβο που δεν είχε προλάβει να φύγει και βρέθηκε εκεί. Είχε βέβαια τα χαρτιά του, αλλά ήταν ξένος. Οι άλλοι δυο ήταν οι χωριανοί μας: ο Άνθιμος Σπ. Αρβανίτης και ο Βασίλης Φίνογλου. Η αγωνία στο αποκορύφωμα!
Και ο λεβέντης Άνθιμος, από τα πρώτα παλικάρια του χωριού, ψηλός, ευλύγιστος, δυνατός, ξαφνικά βγάζει τα παπούτσια του -λες και τον βάραιναν- και ορμά προς τον κάμπο, όπως ο άλλος λεβέντης που σκότωσαν οι Ιταλοί. Ούτε διακόσια μέτρα δεν απείχε το σπίτι του από την πλατεία. Ήταν στο δρόμο του. Περνώντας από εκεί, πέταξε στην αυλή το σακάκι που κρατούσε και συνέχισε. Δεν έφυγε προς τα σοκάκια του χωριού. Η σκέψη του σίγουρα ήταν να μη βάλει σε περιπέτειες το χωριό. Και έτσι μόνος του στην ανοιχτωσιά του κάμπου, αναπνέοντας την ελευθερία, έτρεχε και τα πολυβόλα από το καμπαναριό πυροβολούσαν και οι Γερμανοί, μετά το πρώτο ξάφνιασμά τους, ξωπίσω του με τα πιστόλια και τα λυκόσκυλα στο άγριο κυνηγητό του. Οι εκατοντάδες σφαίρες έκοψαν τη ζωή του. Ένας Γερμανός του έδωσε τη χαριστική βολή από κοντά. Οχτακόσια μέτρα είχε τρέξει. Λίγο ακόμα ήθελε να μπει στο μικρό ρέμα του κάμπου που ενώνεται με τον Αλιάκμονα. Μια πράξη ελευθερίας. Ο Άνθιμος ήταν στρατιωτικός υπεύθυνος στην αντίσταση. Ίσως και να φοβήθηκε ότι κάποιος μπορούσε να τον καρφώσει.
Ο Τάκης Τάρης ήταν μεταξύ των συγκεντρωμένων. Παρακολούθησε από κοντά τη φυγή του Άνθιμου. Θυμάται το όνειρο της γειτόνισσάς του Βασιλικής Μπαλιάκα. « Δυο μέρες πιο πριν είχε δει ότι γινόταν γλέντι στην πλατεία. Μπροστά ο Άνθιμος. Κανέναν δεν άφηνε να χορέψει πρώτος». Πρώτος και στην κίνηση ελευθερίας.
Ενώ οι Γερμανοί ήταν στραμμένοι στην καταδίωξη του Άνθιμου, στο συγκεντρωμένο πλήθος ακολούθησε πανδαιμόνιο. Γυναίκες και παιδιά τσίριζαν. Πήγαιναν πέρα-δώθε. Μια κίνηση ευαισθησίας από τον επικεφαλής Γερμανό. Τους έκανε νεύμα με το χέρι του να καθίσουν κάτω, γιατί υπήρχε κίνδυνος να δεχτούν αδέσποτη σφαίρα.
Το χωριό είχε πολλούς στην αντίσταση.!
Ο ήρωας Άνθιμος Σπ. Αρβανίτης. Θεοδώρας Λειψιστινού
85