Ο καφές είναι ένα προίόν με παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Το πρώτο ή τουλάχιστον από τα βασικά συστατικά της Δημοκρατίας είναι ο καφές και δη ο καφές του καφενείου, του καφενέ.
Γιατί το καφενείο είναι πολιτικό. Αιώνες τώρα είναι πολιτικό.
Σε τραπέζι ενός καφενείου , ένας Κάμιλλον Ντυμουλέν φώναξε ; στα όπλα πολίτες και η ιστορία της Γαλλικής επανάστασης έγραψε την αρχή της .Το τραπέζι ενός καφενείου χρησιμοποιήθηκε για να πυροδοτήσει το πρώτο ξεσήκωμα.
Ο κάθε θαμώνας είναι εραστής της καφενειακής φιλοσοφίας και βαθύς γνώστης της σημασίας κάθε απόλαυσης που μπορεί να προσφέρει ο χώρος με τα τραπεζάκια, τις καρέκλες και την οχλαγωγία.
Αυτός που έχει ανάγκη να μιλήσει καθημερινά , να επικοινωνήσει , δεν ,έχει παρά να κάτσει σε έναν καφενέ και να μετατρέψει σε βήμα ρητορικό το τραπεζάκι με τον μερακλίδικο ή θεριακλίδικο και σε κάθε ρουφηξιά , ενίοτε και με θόρυβο θορυβώδη ,να κάνει εκτιμήσεις, πολιτικές αναλύσεις , να ρίξει αναθέματα σε πολιτικούς και καταστάσεις
Ο χώρος παίρνει την μορφή λαίκής συνέλευσης ,χωρίς συγκεκριμένο κατάλογο με θέματα ημερήσιας διάταξης. Η επικαιρότητα άλλωστε πάντα είναι θέμα ημερήσιας διάταξης από μόνη της
Μία μικρή αγορά του Δήμου, ο καφενές, που σου επιτρέπει την ελεύθερη διατύπωση της γνώμης σου και σου παρέχει την ευχέρεια να εκφραστείς.
Σε μικρότερης κλίμακας λαίκή συνέλευση συνέβαλε ή προκαλούσε ο καφές και στα σπίτια μας , τότε που η τεχνολογία δεν είχε απομονώσει τους ανθρώπους.
Ιεροτελεστία εδώ
Να μαζεύονται οι γειτόνισσες για να τα πουν.
Όχι, εδώ δεν άκουγες για πολιτική. Αυτό ήτανε δουλειά των αντρών που την εκφράζανε στα καφενεία
Ο καφές έπρεπε να σερβίρεται σε δίσκο ο οποίος έπρεπε απαραίτητα να είναι καλυμμένος με δισκόπανο, το οποίο είχε πλέξει ή είχε ασπροκεντήσει η νοικοκυρά.
Τον συνόδευαν ή γλυκό του κουταλιού ή κουλουράκια φτιαγμένα από τα χέρια της οικοδέσποινας.
Τον πρώτο λόγο εδώ είχε η φλιντζανού, η οποία μελετούσε τα σχήματα που είχαν δημιουργηθεί στα τοιχώματα του φλιτζανιού και έδινε αισιοδοξία ή και χαρά σε όλες.
Στο σπίτι μου προσκεκλημένη φλιτζανού ήτανε πάντα η κ. Ελένη του Τζιβάνη .Μια όμορφη και πάντα ευδιάθετη γυναίκα
Θυμάμαι πολύ αμυδρά τον Τζιβάνη , πάντα καβάλα σε ένα άλογο και ήτανε τόσο όμορφος άντρας που πάνω στο άλογο φάνταζε σαν Άη-Γιώργης ή και σαν βασιλόπουλο του παραμυθιού
Ο κ. Τζιβάνης έφυγε πολύ νέος και έμεινε η κυρά-Λένη χήρα με εννιά παιδιά νέα κατάνεα να παλεύει με τέτοιον θαυμαστό τρόπο που και τα εννιά παιδιά της έγιναν το ένα καλύτερο από το άλλο
–Αχ, Μαριώ μου , μου έλεγε, αν η γυναίκα θυμότανε τους πόνους της γέννας , δεν θα ξαναπλησίαζε άντρα
Έπαιρνε το φλιτζάνι η κυρά-Λένη και έλεγε στην κάθε μία αυτό που ήξερε ότι ήθελε να ακούσει
-Να διες , διες ένα πουλάκι που κρατάει δύο στέφανα , έλεγε σε αυτήν που είχε ανύπαντρη κόρη.
-Διες εδώ , δρόμος, θα έχεις επισκέπτη , έλεγε σε αυτήν που είχε ξενιτεμένο.
-Πω-πω στενοχώρια που βλέπω , στείλε την μπρε στα σαράντα κύματα . Το κατακάθι φταίει . Δεν το γύρισες καλά το φλιτζάνι, παρηγορούσε την άλλη.
-Ε, τι άλλο να πούμε για , για να περνάει η ώρα έκλεινε πάντα την καφεμαντεία της
Ξέρω έναν καφενέ,
Στου λιμανιού την άκρη, το γνωστό τραγούδι.
Ξέρω κι εγώ τρεις καφενέδες που απορρόφησαν επί σειρά ετών καυμούς και νταλκάδες, χαρές και γλέντια ανθρώπων μεροκαματιάρηδων Ανθρώπων που παλεύανε ολημερίς σκάβοντας την γη τους , ηλιοκαμένοι, μα αγνοί και άδολοι που τους έφτανε ένας σερμπέτικος για να τους δίνει δύναμη και να συνεχίσουνε την άλλη μέρα
Το πρώτο καφενείο του χωριού μου ήτανε του Καραβέλη Μικρασιάτης , από την Σιγή της Προύσας
Σε αυτό το καφενείο λοιπόν μαζευόσαντε σχεδόν κάθε βράδυ οι Προυσαλήδες και γλεντάγανε
Θάμουν δεν θάμουν πέντε χρονών τότε ,όπου τόσκαγα κρυφά από το σπίτι μου , πήγαινα στο καφενείο και με σηκωμένες τις μύτες των ποδιών μου παρακολουθούσα την χαρά του γλεντιού τους από το παράθυρο. Πόσο με γοήτευε να βλέπω πρόσωπα να γελάνε, να χορεύουνε, να πίνουνε κρασί, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Να γλεντάνε
Άλλος κόσμος, ο αληθινός πίστευα
Ο κόσμος του γλεντιού
Τι είναι η ζωή μας άλλωστε . Ένα γλέντι. δεν είναι;
Πέθανε ο Καραβέλης και πήρε μαζί του και το καφενείο
Ακόμη και σήμερα είναι σημείο αναφοράς Όταν θέλει κάποιος να προσδιορίσει χώρο , κοντά , πίσω ή μπροστά από το καφενείο του Καραβέλη λένε παρότι το κτίσμα δεν υπάρχει πια εδώ και πολλά χρόνια.
Το καφενείο του Καραβέλη διαδέχτηκαν , το καφενείο του Σάββα του Γόλα και το καφενείο του Γιουβάνη
Το ένα γαλάζιο και το άλλο πράσινο και όχι μόνο σε προεκλογικές περιόδους
Εκμεταλλευόμενη την φιλία μου με την κόρη του Σάββα του Γόλα , συμμαθήτρια και φίλη από το Δημοτικό , επισκεπτόμουν πολύ συχνά το εν λόγω καφενείο
Οι θαμώνες , άνθρωποι αγρότες, όταν αφήνανε τον κάματο του χωραφιού πηγαίνανε στον καφενέ για να ξαποστάσουν
Οι κουβέντες τους για τον καιρό, για τον καπνό και τον καπνέμπορα, για το σιτάρι και τον σιτέμπορα , για τα σταφύλια και το κρασί και για την τιμή που θα τους έδινε ο κάθε έμπορας αντίστοιχα, γιατί από αυτήν την τιμή εξαρτιότανε η επιβίωσή τους Τα χρήματα από την πώληση τους ήτανε και τα εισοδήματα όλης της χρονιάς Αχ, και να μπορούσα να ζωγράφιζα αυτά τα βλέμματα
Κάθε ρουφηξιά με αγωνία και σκέψη
Κάθε αγωνία την συνόδευε,
Ένας καίμακλίδικος,
Ενας γλυκύβραστος΄
Ένας σκέτος,
Ένας βαρύς με ολίγη,
Ένας μέτριος,
Ένας σερμπέτικος,
Ένας βαρύς με φουσκάλες
Και όλοι θεριακλίδικοι
Και η Σοφούλα να τους ψήνει σε χάλκινο μπρίκι με μαεστρία και γρηγοράδα και να σφραγίζει την νοστιμιά τους με το ανακάτεμα του καφέ, όχι με κανονικό κουταλάκι μα με ένα ειδικό μικρό μακρόστενο ξύλο
Στο καφενείο του Γιουβάνη γράφτηκε θαρρώ το σενάριο της ταινίας //Σινεμά ο Παράδεισος// του Τορνατόρε Αυτό που συνέβαινε εκεί δεν απέχει καθόλου από την υπόθεση της ταινίας
Κάθε Σάββατο ,ο Αρίστος γύριζε όλο το χωριό με ένα βανάκι και διατυμπάνιζε την ταινία που θα προβαλότανε στο καφενείο του Γιουβάνη
Ο Γιουβάνης κάλυπτε τα παράθυρα του καφενείου με μπλε χαρτί βιβλιοπωλείου και εμείς με μία καρέκλα από το σπίτι μας και πέντε δραχμές μπαίναμε στην μαγεία της καφενοαίθουσας και ταξιδεύαμε μαγικά σε κόσμους έξω από τα περιορισμένα σύνορα του μικρόκοσμου μας
Τι Ξανθόπουλος , τι ξεριζωμένη γενιά, τι Χούλια, τι Ναργκίς, τι το χώμα βάφτηκε κόκκινο, τι ο κατήφορος, τι το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο , τι και οι εφτά ήταν υπέροχοι κι ακόμη ο καλός ο κακός και ο άσχημος συνοδεύανε τα Σάββατά μας.
Ο Γιουβάνης και ο Σάββας ο Γόλας πέθαναν
Πέθαναν και τα καφενεία τους. Γκρεμίστηκαν και τα δύο Στο ένα η Σοφούλα έκτισε διώροφη οικοδομή και στην θέση του άλλου καφενείου βενζινάδικο.
Πέθαναν τα καφενεία και μαζί τους θάφτηκε και ένα κομμάτι της ζωής μας Λίγο από την νιότη μας και λίγο από την παιδική μας ηλικία.
Στην δεκαετία του ΄70 , ο μπάρμπα Αλέξης άνοιξε Καφεζαχαροπλαστείο . Ένας χώρος που αφορούσε μόνον την νεολαία Εδώ δεν υπήρχε γλυκύβραστος
Εδώ υπήρχανε χνώτα δυνατά, ρωμαλέα, μιας νιότης που αμφισβητούσε που ονειρευότανε, που ερωτευότανε Εδώ ανάβανε πόθοι με βλέμματα που σου έριχνε κάποιος και ότι είχε να σου πει στο έλεγε με ένα κέρμα που έδινε την παραγγελιά στο τζουκ-μποξ
Εδώ στις 20 Ιουλίου του΄74 , αφού κατεβήκαμε από το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία , καθήσαμε για έναν καφέ Εδώ ήρθε ο Αλέκος και μας είπε κορίτσια έχουμε πόλεμο με την Τουρκία Εισέβαλαν στην ΚύπροΤο επιβεβαίωσε ο Ηλίας ο κλητήρας ο οποίος από τα μεγάφωνα την κοινότητας καλούσε σε επιστράτευση . Σε πολύ λίγη ώρα εμφανίστηκαν τα στρατιωτικά ρέο με όλους τους άντρες του χωριού αμίλητους και βουβούς
Πάνω στο τραπέζι ο καφές έγινε θεριακλίδικος, γιατί θηρία γίναμε κι εμείς από θυμό.
Ο καθένας μας σε κάθε ρουφηξιά άφησε την πολιτική του κριτική να ανέβει όλες τις βαθμίδες στην ανοικτή συζήτηση
-Γιατί, αναρωτήθηκε κάποιος
-Ανάθεμα, είπε κάποιος άλλος.
-Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι, είπε κάποιος τρίτος
Ένα από τα συστατικά της Δημοκρατίας είναι ο καφές του καφενέ
Συναθροίζει, μία μικρή αγορά του Δήμου στην όποια κλίμακα, που σου επιτρέπει ελεύθερη διατύπωση της γνώμης και σου παρέχει την ευκαιρία να εκφραστείς.
Ο καφές κι ο καφενές. Μαρίας Σπυρίδου
102