Περί το 1922, προ 100 χρόνων, ο στρατός μας πολεμούσε στη Μικρά Ασία, για να απελευθερώσει από τους Οθωμανούς τους Έλληνες που ζούσαν εκεί από τα αρχαία χρόνια και είχαν αναπτύξει σημαντικό πολιτισμό. Δυστυχώς, ο στρατός μας ηττήθηκε, η Σμύρνη, που εθεωρείτο το Παρίσι της Ανατολής, κάηκε, οι γηγενείς Έλληνες υπέστησαν μαρτύρια και ξεριζώθηκαν από την πατρώα γη της αρχαίας Ιωνίας. Τεράστιο πλήγμα για τον Ελληνισμό. Οι υπεύθυνοι πλήρωσαν μετά, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει την καταστροφή των Ελλήνων της Μ. Ασίας, που έχασαν τις αλησμόνητες πατρίδες τους. Στον πόλεμο αυτό πολέμησαν και πολλοί Κοζανίτες. Μάλιστα, ο πατέρας μου και τα δύο αδέλφια του υπηρέτησαν έξι χρόνια στον στρατό. Πολλοί συμπατριώτες μας είχαν αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους και αφηγήθηκαν τα μαρτύρια που υπέστησαν.
Μεταξύ των Κοζανιτών στρατιωτών υπήρχε και ο Δημήτριος Σιακαβάρας, που υπηρέτησε στο Στρατοδικείο ως γραμματέας του προέδρου του Στρατοδικείου, το οποίο έδρευε στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης (Τεκιρντάγ στα τουρκικά), η οποία είχε παραχωρηθεί με τη συνθήκη των Σεβρών το 1920 στην Ελλάδα. Ο αείμνηστος Γιώργος, γιος του Δημήτρη Σιακαβάρα και φίλος μου, πρώην διευθυντής στο Μαμάτσειο Νοσοκομείο, στο οποίο προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στους ασθενείς και γενικότερα στη λειτουργία του Νοσοκομείου, ξεκινώντας από υπάλληλος και φθάνοντας στον βαθμό του διευθυντή, μου αφηγήθηκε τα σχετικά με τη στρατιωτική υπηρεσία του πατέρα του στον πόλεμο της Μ. Ασίας.
Ο Δημήτριος Σιακαβάρας, της μεγάλης οικογένειας των Σιακαβαραίων, γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1882. Το 1910 επιστρατεύτηκε από τους Νεοτούρκους μαζί με άλλους Κοζανίτες. Γράφω για την επιστράτευση αυτή στο βιβλίο μου «Κοζανίτικες Διαδρομές» (σελ. 231), όπου δημοσιεύω τα ονόματά τους καθώς και φωτογραφία των στρατευθέντων. Σε αυτήν εμφανίζεται και ο Δ. Σιακαβάρας, έμπορος τότε 28 ετών, όπως και ο κρεοπώλης Ηλίας Χρ. Κυρατσούς, 24 ετών. Οι δύο επίστρατοι μετά από χρόνια έγιναν και συμπέθεροι.
Ο Δημήτριος Σιακαβάρας υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου 1914-1918. Το 1919 νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Παπαή από τη Σιάτιστα. Η σύζυγός του είχε αδερφό αξιωματικό, τον οποίο ο Δ. Σιακαβάρας είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στον στρατό. Από εκεί φαίνεται ξεκίνησε και το συνοικέσιο. Μετά τον γάμο του, όπως διηγείται ο γιος του Γιώργος, του ήρθε πρόσκληση να παρουσιαστεί στη Ραιδεστό, που βρίσκεται στις όχθες της θάλασσας του Μαρμαρά, 135 χλμ δυτικά της Κωνσταντινούπολης, ανήκουσα στη ελληνική τότε Ανατολική Θράκη. Σήμερα υπάρχει η Νέα Ραιδεστός, που κατοικείται από ανθρώπους της αλησμόνητης Ραιδεστού, κοντά στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης. Ο 37χρονος τότε Δ. Σιακαβάρας τοποθετήθηκε στο Στρατοδικείο της Ραιδεστού ως γραμματέας του προέδρου, συνταγματάρχη Κ. Τζανή. Το Στρατοδικείο δίκαζε τους λιποτάκτες, καθώς πολλοί στρατιώτες δεν άντεχαν να υπηρετούν επί 6-7 χρόνια στον στρατό και να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης διάρκειας.
Όλοι οι λιποτάκτες, μου λέει ο Γιώργος, καταδικάζονταν σε θάνατο. Η απόφαση του Στρατοδικείου κοινοποιούνταν στις μονάδες, για να ανακοινώνονται στους στρατευσίμους και να αποφεύγουν τη λιποταξία. Κανένας όμως στρατιώτης δεν εκτελείτο. Αυτή ήταν η
διαταγή του ΓΕΣ. Καταδικάζονταν για εκφοβισμό και μεταθέτονταν σε άλλες μονάδες στις οποίες ήσαν άγνωστοι. Συλλαμβάνονταν όμως πολλοί Τούρκοι κατάσκοποι και σαμποτέρ, που εισχωρούσαν στις ελληνικές μονάδες, με σκοπό να προκαλέσουν καταστροφές και θύματα. Όπως γίνεται αντιληπτό, στην πολεμική αυτή τραγωδία χρησιμοποιούνταν όλα τα μέσα και διαπράττονταν δολοφονίες και δολιοφθορές. Οι συλλαμβανόμενοι Τούρκοι καταδικάζονταν από το στρατοδικείο σε θάνατο και εκτελούνταν. Το εκτελεστικό απόσπασμα δεν γνώριζε ποιους εκτελούσε, τους καταδικασθέντες λιποτάκτες η τους Τούρκους σαμποτέρ. Όλα τα κάλυπτε η μυστικότητα και η προπαγάνδα του πολέμου.
Το όνομα Σιακαβάρα είναι γνωστό στην Κοζάνη. Η οικογένεια είναι μεγάλη και με μεγάλη προσφορά στην κοινωνία της Κοζάνης και στους εθνικούς αγώνες. Υπάρχει και οδός Μάρκου Σιακαβάρα, στην Κοζάνη, ο οποίος ήταν οπλαρχηγός και έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1854 ως υπαρχηγός του Θεοδώρου Ζιάκα. Μαζί του ήσαν και άλλοι οκτώ Κοζανίτες και έδωσαν πολλές μάχες στην περιοχή Γρεβενών, στο Σπήλαιο κ.α. Το σώμα του Μάρκου Σιακαβάρα έδωσε μάχη με τουρκικό απόσπασμα στην περιοχή του Πλάτανου, συνέτριψε τους τούρκους, αλλά δυστυχώς ο Μάρκος Σιακαβάρας σκοτώθηκε. Η Κοζάνη τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε οδό όπου ήταν και η οικία του.
Ο Δημήτριος Σιακαβάρας δημιούργησε μια πολύ καλή οικογένεια με αρχές και αξίες, τηρώντας την πατριαρχική παράδοση και με αρχοντική στόφα. Η οικογένεια και τα μέλη της ήταν δεμένα μεταξύ τους. Οι απόγονοί του επιδόθηκαν στα γράμματα. Τα εννέα εγγόνια είναι επιστήμονες, όπως και τα 13 δισέγγονα. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο γιος του Βαγγέλης υπηρέτησε στις Ένοπλες Δυνάμεις μέχρι του βαθμού του ταξιάρχου, έχει δύο κόρες επιστήμονες, η μία καθηγήτρια στο ΑΠΘ. Ο έτερος γιος Γιώργος (Γούλιας) διετέλεσε διευθυντής στο Μαμάτσειο Νοσοκομείο και πρόεδρος της ιστορικής ποδοσφαιρικής ομάδας Μακεδονικός Κοζάνης. Απέκτησε μία κόρη, βιολόγο, που είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η κόρη του Δ. Σιακαβάρα Ελένη παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κυρατσού, της μεγάλης οικογένειας των κρεοπωλών. Απέκτησε τέσσερα παιδιά επιστήμονες, δύο της νομικής, μία φιλολογίας και τον φαρμακοποιό γιο Ηλία. Είναι η περίπτωση που γράφω πιο επάνω ότι ο Σιακαβάρας και ο Κυρατσούς συμπεθέριασαν, όταν επιστρατεύτηκαν το 1910 από τους Οθωμανούς.
Η άλλη κόρη, η Φανούλα, παντρεύτηκε τον Αριστοτέλη Πλιάκη, (εξάδελφος του πατέρα μου από τη μάνα του Μαριγώ, το γένος Α. Πλιάκη). Απέκτησαν δύο αγόρια. Ο Θανάσης σπούδασε πολιτικός μηχανικός, είναι πολύτεκνος με 7 παιδιά, όσα και ο παππούς του Αθανάσιος Πλιάκης, με κόρη επιστήμονα και 5 παιδιά φοιτητές στο πολυτεχνείο καθώς και έναν μαθητή (είναι δεύτερος εξάδελφός μου). Ο δεύτερος γιος Δημήτριος σπούδασε φυσικός-μαθηματικός, έλαβε ντοκτορά, συμπλήρωσε τις σπουδές του σε ευρωπαϊκές χώρες και είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Διετέλεσε καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Γερμανίας επί τρία χρόνια, στη συνέχεια σε πανεπιστήμιο της Ολλανδίας και της Αγγλίας καθώς και στον Καναδά (είναι και αυτός δεύτερος εξάδελφος).
Ο Δημήτριος Σιακαβάρας απεβίωσε το 1966 σε ηλικία 84 ετών, έχοντας πλήρη διαύγεια πνεύματος. Ήταν πολύ ευτυχισμένος με την οικογένεια του που του έδινε χαρά και ήταν ευλογία για τον ίδιο.
Να προσθέσω επίσης ότι ένας Δημήτριος Σιακαβάρας, εξάδελφος του αναφερόμενου, ήταν αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων και πολέμησε στο πόλεμο του ’40 ως ταγματάρχης, επικεφαλής τάγματος της ΙΧ Μεραρχίας της Κοζάνης που εισήλθε και απελευθέρωσε την Κορυτσά τον Νοέμβριο του 1940. Συμμετείχε και στον Εμφύλιο, στον οποίο τραυματί-
στηκε και αργότερα απεβίωσε. Επίσης, ένας άλλος Σιακαβάρας, ο Νικόλαος, από την ίδια μεγάλη οικογένεια, πολέμησε τους φασίστες Ιταλούς στον πόλεμο του ’40, τραυματίστηκε βαριά και πέθανε, αφήνοντας χήρα και τρία παιδιά ορφανά. Τα τέκνα του, που είναι σήμερα εν ζωή, μου έχουν αφηγηθεί τον Γολγοθά που πέρασαν κατά τη δεκαετία 1940 έως το 1950. Αγωνίστηκαν με πολλές δυσκολίες, τις αντιμετώπισαν και δημιούργησαν οικογένειες με παιδιά και εγγόνια επιστήμονες. Με το κείμενό μας αυτό τιμούμε τη μνήμη όλων των προαναφερθέντων Σιακαβαραίων.
Η φωτογραφία που δημοσιεύω απεικονίζει τα 26 μέλη του Στρατοδικείου Ραιδεστού σε ελληνικό κτήριο της Κωνσταντινούπολης, η οποία τότε τελούσε υπό συμμαχικό έλεγχο. Αν και δεν αναγράφεται χρονολογία, υποθέτω ότι είναι το 1922. Τη φωτογραφία που μου έδωσε ο αείμνηστος φίλος Γιώργος Σιακαβάρας. Στην Κωνσταντινούπολη τότε διαβίωναν 300.000 Έλληνες, που αποτελούσαν τη σημαντικότερη εθνότητα της πόλης. Στο όπισθεν μέρος της φωτογραφίας γράφει ο Σιακαβάρας τα ονόματα που απεικονίζονται στη φωτογραφία. Αναφέρω μόνον τους στρατοδίκες: Πρόεδρος συν/χης Κ. Τζανής, βασιλικός επίτροπος λοχαγός Γ. Αλαμανής, εισηγητής λοχαγός Κ. Μουτζουρίδης, επίτροποι ανθ/γοί Ι. Κωτούλας, Γρ. Φαρμάκης. Αριστερά στη φωτογραφία με άσπρο καπέλο είναι ο Δημήτριος Σιακαβάρας. Στη μονάδα του Στρατοδικείου υπηρετούσε και ένας άλλος Κοζανίτης, ο Λάζαρος Δαραβάζος. Μετά την αποστράτευσή του διατηρούσε αρτοποιείο με την επωνυμία «Το φάρμακο της πείνας» επί της οδού Παύλου Χαρίση, κοντά στην πατρική μου οικία.
Να προσθέσω, ότι ο φίλος Γιώργος και συμπέθερος, που μου έδωσε τα στοιχεία και τη φωτογραφία. Είναι αείμνηστος ,έφυγε πέρυσι σε ηλικία 97χρόνων με πλήρη διαύγεια. Μάλιστα όταν ήταν 90 χρόνων και ακμαιότατος πήγαινε στην Κρήτη για να δει την κόρη του Καίτη που είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Ηρακλείου. Τιμούμε τη μνήμη του στην Αιωνιότητα της Ιστορίας και της Ζωής.
Γιάννης Κορκάς