Ο Νίκος Δήμου από μικρός ήταν δυστυχής που είναι Ελληνας.
Στη δύση του βίου του, σαν μπακακάκι στην ακροποταμιά του κυρ Σταύρου, κράζει ανάλογες ιδεοληψίες. Με λίγα λόγια, έγραψε χθες στο διαδικτυακό στέκι των ποταμίσιων, για την «εθνοκάθαρση» που κάναμε, οι αχρείοι, στην άλωση της Τριπολιτσάς.
Διαγράφει μονοκοντυλιά τους κλεφταρματολούς ως μισθοφόρους πλιατσικολόγους -του ταιριάζει η γνωστή απάντηση του Καραϊσκάκη-, μπερδεύει Αρβανίτες κι Αλβανούς, στο αντεπαναστατικό πυρ η Εκκλησία και καθάρισε.
Ας του απαντήσει λοιπόν ένας Αρβανίτης. Απ’ τον φωταδιστικό αναθεωρητισμό του διαφεύγουν μερικές λεπτομέρειες. Δεν θα τον βάλω στα βαθιά νερά της γενετικής, του Καβάλι Σφόρτσα και του Σάικ, που λένε ότι από την Κρήτη ως τον Γενούσο ποταμό, εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια, οι κάτοικοι είναι ο ίδιος λαός, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, όποια θρησκεία κι αν έχουν σήμερα. E3B ή greek factor το ονομάζουν. Επειδή όμως πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν είναι μοσχάρια ή άλογα και σημασία έχουν το πολιτισμικό εποικοδόμημα και το φρόνημα, θα του πω ότι η αλβανική εθνική συνείδηση, το ίδιο το αλβανικό έθνος, είναι δημιούργημα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, από ενέργειες της Υψηλής Πύλης, των Αψβούργων και της Ιταλίας, ως αντίρροπη δύναμη στα εθνικά κινήματα Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων.
Ο εθνικός τους ήρωας, ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης; Ενας Ελληνοσέρβος με καταγωγή από τη Μακεδονία, που μιλούσε ελληνικά κα είχε ελληνικότατη σφραγίδα. Οι Τόσκοι πρόγονοό μου, όπως και των λοιπών Ελλήνων Αρβανιτών, ποτέ δεν είχαν διαφορετική συνείδηση από το υπόλοιπο έθνος, ούτε το 1300, όταν κατέβηκαν άρματωμένοι καβάλα στα άλογά τους, ούτε στην Επανάσταση ούτε τώρα. Η μάνα μου, όπως κι οι λοιποί Μαυρομματαίοι κι άλλοι Αρβανίτες, χρησιμοποιεί για το άλογο τη λέξη κάλι, γενική κέλητ. Εν ολίγοις ο Αρβανίτης το 2014 χρησιμοποιεί την ίδια λέξη που βάζει ο Ομηρος στο στόμα του Αχιλλέα και συνέχισαν να χρησιμοποιούν, εξ αναβιώσεως, οι κανονισμοί του Ιππικού, διότι κέλης είναι το άλογο του πολεμιστή. Ούτε για ζεύξη ούτε για όργωμα ούτε για φόρτωμα. Μόνο για σέλα. Οι πραγματικοί Αλβανοί είναι οι Γκέκηδες του Βορρά, μιρδίτες ή μουσουλμάνοι. Οι Τόσκοι στο Νότο, όπως κι οι Τσάμηδες, δεν είναι παρά ελληνικά φύλα που αλβανοφώνησαν στην πορεία.
Διαβάστε, κύριε Δήμου μας, π.χ. Δημητρίου Ευαγγελίδη «Η καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι Ελληνες». Θα ξεστραβωθείτε. Πολλοί παρέμειναν δίγλωσσοι, όπως οι δικοί μου πρόγονοι. Οι Τσάμηδες, λόγω προσηλυτισμού στο Ισλάμ και του όψιμου εφευρήματος του αλβανικού έθνους, έχασαν το φρόνημά τους, οι Αρβανίτες όμως της Ελλάδας δεν το έχασαν ποτέ, είτε μιλούσαν την τόσκικη διάλεκτο είτε ήσαν δίγλωσσοι. Κι αυτά τα αναθεωρητικά, αν πάτε στο Μαυρομμάτι σε κάνα καφενείο, μην τα πείτε, γιατί δεν θα φτάσετε ως την πόρτα κατά τη διαφυγή σας.
Οι μηδενιστές θέλουν να «σκοτώσουν» τον Παπαρρηγόπουλο, αλλά στο τέλος αυτός πάντα τους κογιονάρει παρέα με την αλήθεια. Κάνουν την ίδια παγαποντιά, όπως ο «δυστυχής Ελληνας» Νίκος Δήμου. Ταυτίζουν την επαναστατική βία του εξεγερμένου μετά 400 χρόνια σκλάβου με τη δεσποτική βία του δυνάστη. Προσπαθούν να περιγράψουν τα ιστορικά γεγονότα μέσα από την πολιτική ορθότητα. Για να θυμίσω τη φράση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, όταν διάφοροι ανόητοι ψέλλιζαν τα ίδια πριν χρόνια, «άλλο ο Κολοκοτρώνης κι άλλο ο Ομέρ Βρυώνης». Ναι, το επαναστατημένο έθνος έκανε ολοκληρωτικό πόλεμο απέναντι στους δυνάστες του. Δεν τηρούσαν οι καπεταναίοι τη Συνθήκη της Γενεύης, η οποία δεν υπήρχε, όπως δεν την τηρούσαν κι οι Τούρκοι δυνάστες μας, όταν περνούσαν προληπτικώς από λεπίδι ολόκληρα χωριά, οικογένειες ή νησιά, όπως τη Χίο και τα Ψαρρά, ή αφάνιζαν την ηγέτιδα τάξη, Πατριάρχη, επισκόπους, προεστούς, εμπόρους.
Ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης δεν παίζανε μπριτζ, δεν πίνανε τσάι στις 5 κι ενίοτε δεν παίρνανε αιχμαλώτους. Δυνάστης μας δεν ήταν απλά το δοβλέτι. Οι ραγιάδες -ραγιά σημαίνει κοπάδι, ποίμνιο, από το οποίο «έκοβαν» και πλούτιζαν, ντερλίκωναν ή απλά σαδιστικά το φχαριστιόντουσαν οι πιστοί του Προφήτη- είχαν στον σβέρκο τους τούς πάντες. Μπέηδες, γενιτσάρους, φοροσυλλέκτες, μουσουλμάνους τσιφλικάδες, υφιστάμενοι καθημερινά ποικίλες ταπεινώσεις και βάρη από τον πασά ως τον τελευταίο μεμέτη. Από αγγαρείες κι εκβιασμούς, έως φόνο και παιδομάζωμα. Ναι, οι εξεγερμένοι σκλάβοι σε πολλές περιπτώσεις πέρασαν λεπίδι τους δυνάστες τους. Κυνήγησαν τον σουνίτη εχθρό μακριά από τους τόπους μας. Τους πλήρωσαν λογαριασμό τεσσάρων αιώνων. Πολλοί από αυτούς ήταν το χειρότερο είδος, δικοί μας εξωμότες, σκληρότεροι στη συμπεριφορά κι από τους χαλδούπηδες, τους εξ Ανατολίας Τούρκους. Σαν τον γενίτσαρο Ιμπραήμ Αφεντακάκη, που έσφαξε 300 αμάχους στη Σητεία.
Και η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων δεν ήταν φιλανθρωπία. Την προκάλεσαν οι ποταμοί αίματός μας, με επικεφαλής τον ανθό του έθνους, κλέφτες, εμπόρους, κληρικούς, απλούς ανθρώπους του λαού, που ανέδειξε ο Αγώνας. Εμφύλια πάθη πηγαίνουν πάντα χέρι χέρι με το μεγαλείο μας, όμως ο Αγώνας με το καριοφίλι και την πάλα υποχρέωσε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να παρέμβουν.
Αν οι αρχηγοί μας τότε είχαν τα σκυφτά μυαλά του Δήμου, ο τρισέγγονος του Βελή ακόμη θα περνούσε από το Μοριά και τη Ρούμελη για να μαζέψει τα δοσίματα, αγόρια για γενιτσάρους και κορίτσια για τα χαρέμια.
Το συμπέρασμα, αδέρφια, είναι ότι, παρελθόντων των ημερών, το «Ποτάμι» αποδεικνύεται άλλος ένας σηπτικός βόθρος των γνωστών ρεπούσειων ιδεοληψιών. Κι όπως λέει το ανέκδοτο: δώσαμε, δώσαμε!
Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης, δικηγόρος, μέλος της Π.Ε. της Ν.Δ.