Γειά σας πιδιά μ’ καλά. Τι γενησέστι; Ημείς καλά είμηστι, μόνι σκανιάζου, γιατί γένητι ένας τρανός λόζιους αυτές για τς μέρες που αλλάζ΄η ώρα.
Άλλ΄ αλαθώνουν κι πααίνουν τα ωρολόϊα μια ώρα αμπροστά, άλλ΄ τα πααίνουν μια ώρα πίσ΄ κι άλλ΄δεν τα ταράζουν ντιπ΄, γιατί δεν ξέρουν άμα πρέπ΄ να τα παν αμπροστά ή πίσ΄. Μόνι ιγώ δε σκανιάζου, γιατί δεν το ταράζω ντίπ΄, ούτι τ΄ν Άνξ΄ ούτε τώρα. Κι αυτό το ξέρουν όλ΄ κι έρουντι το Χινόπωρο, να τς πω τι ώρα είνι, γιατί όπως σας είπα, λοζιάζουντι.
Τι τ΄ θέλουν κι αυτοί τ΄ν ώρα κι τ΄ν αλλάζουν; Για να λουζιάζητι ου κόσμους; Κόμα δεν κατάλαβα!
Για οικονομία λεν.Που τ΄ν είηδαν τ΄ν οικονομία; Αφού πάαιναν ως τα υπροχτέ οι κόσμ΄ στη δλειά τς προτού να φέξ΄ κι ήθιλαν τ΄ λάμπα να καίει γιατί δεν ήγλιπαν αμπροστά τς. Άφκι που άναβαν τα ερκοντίσια κι τα καλοριφέργια, γιατί ξεπάϊαζαν, ώσπου να βγει ο ήλιος.
Θάρουμ από τ΄ χρόν΄ θα πάψουν να τ΄ν αλλάζουν. Έτσ΄ μ΄είπιν ου Γούλας, που γλέπ΄ όλες τς ειδήσεις στ΄ν τηλεόρασ΄. Κι καλά θα κάμουν.
Υπροχτές τ΄ν Κυριακή, τ΄μέρα απού άλλαξε η ώρα, ο Μήτσιος τ΄ Κουρκουλόζ΄ αντίς να βάλ΄το ρολόϊ μια ώρα πίσ΄, λοζιάσκι κι το βαλι μια ώρα αμπροστά. Σκώθκι μέσα στ΄ νύχτα, να πάει στ΄ν εκκλησιά, να πάει να ανάψ΄ τα καντήλια, γιατί είνι επίτροπος. Σαν είηδι φέξα στο παραθύρ΄ τ΄ Μήτσιου ο πέτνος, θάρεσε έφεξε κι χήρσι να λαλάει. Τον άξαν κι οι άλλ΄οι πετναραίοι στο μαχαλά κι χήρσαν να λαλούν όλ΄ αντάμα κι σκώθκι όλ΄ η Ντράμστα στο ποδάρ΄.
Αυτός όμως απού τ΄ν έπαθι πλειότερο από όλνους, ήταν ο Μήτσιος, που πήγι στ΄ν εκκλησιά από τ΄ς τέσσερς η ώρα κι καητιρούσι τον παππά ως τς εφτά. Άφκι που ύστιρα από τρείς ώρες έβσαν κι τα καντήλια κι τα θυμιατά κι ήθιλαν πάλι όλα άναμμα. Ύστιρα από τ΄αυτό, ο Μήτσιος μι ξεμπιστερεύκι, ότι δε θα ξανααλλάξ΄ τ΄ν ώρα, νε τ΄ν Άνξ νε το Χινόπωρο.
Μπαρμπα Κώτσιος Τσιαμήτς
Ντράμστα