133
Ωδικόν σκαλάθυρμα
Την Κυριακή, λίγο μετά τα Χριστούγεννα και λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, στη μόνη σινε-αίθουσα της πόλεως Ολύμπιον (κι όλες τις μέρες ) γινόταν το «Ελα Παναγιά μου να δεις και φεύγα» ήγουν πατείς με τσαλαπατώσε. Οι Υπαρχιώτες πόλεως και περιχώρων φανατικοί και φανατισμένοι του μύθου και βίου του Στ. Καζαντζίδη προσκυνούσαν τον άλλοτε θεό τους, επί της οθόνης («ΥΠΑΡΧΩ» κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω της ζωής σου δούλο θα ‘χω» διότι «είμαι της ζωής σου ο ένας κ.λπ.». Εμείς και υμείς Υπήρχαμε στο αισθαντικόν σχολείον ντελικάτων μουσικών «30 καρέγλες». Εδίδετο εκεί ρεσιτάλ μονωδίας της γλυκυτάτης κι ωραιοτάτης σοπράνου Δέσποινας Κελεσίδου. Στο πιάνο (παραλίγο θα έγραφα στα πλήκτρα) ο Μέγας ΠΑΝαγιώτης Δημόπουλος με το θυγάτριον του να γυρίζει τις μουσικές σελίδες. Πανηγύρι καλαισθησίας. – Μα τι φωνή είναι αυτή θεέ μου, πού την κρύβει αυτό το λεπτοφυές ωραίον πλάσμα; Κάπως έτσι θα τραγωδούσαν οι Σειρήνες του Ομήρου και ξεμυάλιζαν τους ταξιδιώτες θαλάσσης. Τραγούδια σε στίχους ποιητών: e.e.cummings («κρατώ την καρδιά σου μαζί μου»), της Ντίκινσον, τραγούδια και άριες των Ντυκέ, Α. Κόπλαντ, Μπράμς, Σούμπερτ, Φωρέ, Μότσαρτ Χαίντελ.
Κοινό πολυπληθές υπερτριάκοντα ευγενικοί και αισθαντικοί νυχτερινοί συμπολίτες. Ακουγα με προσήλωση τις άριες. Με το είδος αυτό της μουσικής έχω μια ένοχη εκκρεμότητα από μαθητής. Στην ΣΤ΄ γυμνασίου ένα μεσημέρι μας μάζεψαν στην μεγάλη σάλα του άνω ορόφου του Βαλταδωρείου Γυμνασίου να παρακολουθήσουμε ρεσιτάλ ενός πλανόδιου μουσικού (έπαιζε κι ακορδεόν, («Πόσα χρόνια έχεις ν’ ακούσεις ακορντεόν;» Μ.Α.). Ηλικιωμένος κάπως ευτραφής, με λίγα σχεδόν καθόλου, μαλλιά ο τενόρος τραγουδούσε μαγευτικά γλυκύτατα. Η μαθητοτσογλαναρία (ημείς δηλαδή.) γελούσε κρύφα, μιλούσε, φώναζε μέχρι και κλωτσιές αντάλλασε κ.λπ, μαθητικά καμώματα εν αδιαλλείματι. Οι καθηγητές μας μάλωναν εις μάτην. Πανηγύρι αταξίας. Στην αίθουσα ο καθηγητής γυμναστής Β. Φλέγγας μας είπε πως τραγουδούσε την άρια από τους «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ.
– Ξέραμε εμείς από Αλιείς και Μπιζέ…
Εψές ήταν σαν να ζητούσα εκ των υστέρων συγχώρεση από τον μουσικό που μου θύμιζε τότε το γέρο Βιτάλι στο «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορος Μαλό και γλυκοσυγκινούμαι αναδρομικά.
Ετσι η τελευταία Κυριακή του χρόνου έκλεισε λίαν ζεστά χάριν της Δεσποίνης των μουσικών κι όχι μόνον λογισμών μας.
Βασίλης Καραγιάννη