Οι “Ανένταχτοι”: «Εκείνος και Εκείνος» …οι σειρήνες της ένταξης στο σύστημα είναι πιο ηχηρές και οι υποσχέσεις εκμαυλιστικές. Τρέμουν, όμως, τη μοναξιά και την αλλοτρίωση
Ηλία Γιαννακόπουλου
“Και να που φτάσαμε εδώ / Χωρίς αποσκευές / Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι / Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο / Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες / ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα / Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο / ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος”(“Αλλά τα Βράδια”, Ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, απαγγελία Γιώργου Μιχαλακόπουλου)
«Το αυγό»
ΣΟΛΩΝ: Σε πενήντα χρόνια μπορούμε να γίνουμε ό,τι θέλουμε!
ΛΟΥΚΑΣ: Δεν μπορούμε να γίνουμε ό.τι θέλουμε!
ΣΟΛΩΝ: Μπορούμε, Λουκά, μωρό μου. Μπορούμε! Αρκεί να μπούμε.
ΛΟΥΚΑΣ: Πού;
ΣΟΛΩΝ: Στο σύστημα. Δεν ξέρω, αλλά κάπου πρέπει να μπούμε. Χαρά και εργασία, ωράριο, αλλά κάπου να μπούμε.
ΛΟΥΚΑΣ: Πού;
ΣΟΛΩΝ: Στο σύστημα! Στο είπα.
ΛΟΥΚΑΣ: Τι είναι αυτό, ουζάδικο;
ΣΟΛΩΝ: Το σύστημα; Όχι. Αυγό
ΛΟΥΚΑΣ: Αβγό ή αυγό;
ΣΟΛΩΝ: Αυγό; Μην γίνεσαι χυδαίος
ΛΟΥΚΑΣ: Αυγό;
ΣΟΛΩΝ: Αυγό, ναι, αυγό, με ζάλισες…Όταν μπεις εκεί μέσα πάει, τά ‘χεις όλα.
ΛΟΥΚΑΣ: Καλά. Και θα μάς χωράει;
ΣΟΛΩΝ: Μέχρι να μπεις είναι το ζόρι.
ΛΟΥΚΑΣ: Κατάλαβα. Θα χωράμε και οι δύοι στο αυγό, Σόλων;
ΣΟΛΩΝ: Και οι δύο; Όχι, ο καθένας θα έχει το δικό του αυγό. Και πάψε να σκέφτεσαι σαν υπανάπτυκτος!
ΛΟΥΚΑΣ: Μόνος δηλαδή; Μόνος; Όχι, Σόλων, όχι μόνος, δε γίνεται αυτό, Σόλων, δεν αντέχεται η ζωή μόνος, σε παρακαλώ, Σόλων, όχι!
ΣΟΛΩΝ: Θες να μην μπούμε; Αυτό προτείνεις;
ΛΟΥΚΑΣ: Να μην μπούμε!
ΣΟΛΩΝ: Να μείνουμε έξω;
ΛΟΥΚΑΣ : Έξω!
ΣΟΛΩΝ: Καλά. Έξω. Όσο ελπίζουμε, όσο αντέχουμε, όσο μπορούμε. Έξω!
Αν κάποιος αναγνώστης ή ακροατής ή θεατής του παραπάνω κειμένου-επεισοδίου της γνωστής σειράς «Εκείνος και Εκείνος» προσπαθήσει μετά από τόσα χρόνια και με αφορμή το θάνατο του ηθοποιού-πρωταγωνιστή (Γ. Μιχαλακόπουλου) της πετυχημένης αυτής σειράς να εντάξει τα δύο πρόσωπα σε κάποια κοινωνική ή πολιτική ομάδα ή ακόμη και σε κάποια φιλοσοφική σχολή θα δυσκολευτεί τα «μάλα».
Τα επίθετα και οι προσδιορισμοί που κατά καιρούς πριν και μετά το θάνατο και των δύο πρωταγωνιστών (Β.Διαμαντόπουλος=Λουκάς // Γ. Μιχαλακόπουλος=Σόλων) διατυπώθηκαν ως μία απόπειρα καταγραφής της χαρακτηρολογικής δομής τους ως ανθρώπων-συμβόλων δεν μπόρεσαν να συμπεριλάβουν όλες τις εκδοχές αυτών των δύο τύπων που φιλοτέχνησε ο κειμενογράφος Κ. Μουρσελάς.
Η δυσκολία του εγχειρήματος βρίσκεται στο πολυεπίπεδο των “ρητών και υπόρρητων μηνυμάτων” του κειμένου, αλλά και στο όλο σκηνοθετικό πλαίσιο (κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό, φιλοσοφικό) στο οποίο κινούνται οι πρωταγωνιστές. Η δυσκολία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν ο αναγνώστης ή ο ακροατής ή ο θεατής ή και ο κριτικός ακόμη αποπειραθούν να αποσυνδέσουν το «Λόγο» από την «Εικόνα» (ενδυματολογία, κινήσεις, μορφασμοί, ντεκόρ…).
Ίσως είναι από τις λίγες περιπτώσεις που σε μία τηλεοπτική σειρά ο «Λόγος» κερδίζει – έστω και στα σημεία – την «Εικόνα». Ίσως αυτή ήταν και η αιτία που που γεννήθηκε το παρόν άρθρο ως ένα μνημόσυνο σε δύο ηθοποιούς που “εποίησαν”και δίδαξαν “ Ήθος”.
Πολλοί μίλησαν για δύο ρέμπελα της κοινωνίας μας, για δύο περιθωριακούς, για δύο απροσάρμοστους, για δύο sui generis αναρχικούς, για δύο γελωτοποιούς και ίσως, γιατί όχι, για δύο γνήσιους Φιλοσόφους της καθημερινότητας.
Το απαράμιλλο χιούμορ των δύο ηθοποιών, η απλότητα των χαρακτήρων, η ενδυματολογική επιλογή και ο διεισδυτικός διάλογος θεωρούνται από τα αναμφισβήτητα θετικά της γνωστής σειράς. Οι δύο πρωταγωνιστές συνεχώς σατιρίζουν, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται.
Δύο απλοί άνθρωποι με έναν πειστικό τρόπο και με μία γλώσσα που σπάζει κόκαλα (όχι όμως φτωχή και επίπεδη) προσπαθούν να κατανοήσουν τον κοινωνικό τους περίγυρο, να τον σατιρίσουν και να τον αμφισβητήσουν μέσα από την αποκάλυψη των σαθρών θεμελίων του (αξίες, πρότυπα, ιδανικά, ηθική…).
Τα σχόλια και οι απόψεις τους που εκφράζονται άλλοτε με ερωτήσεις και άλλοτε με απαντήσεις στοχεύουν να αναδείξουν αλλά και να αποδομήσουν τον φθηνό καθωσπρεπισμό, την διάχυτη υποκρισία και τον παραλογισμό της κοινωνίας μας. Μιας κοινωνίας που γαλουχείται από τις αξίες του καταναλωτισμού και της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου – του διαχρονικού ανθρώπου για κοινωνική αναρρίχηση και αποδοχή.
Οι ρακένδυτοι ηθοποιοί και ο ελλειπτικός τρόπος προβολής των μηνυμάτων ηχούσαν δυνατά στη συνείδηση του ακροατή ή θεατή και τον καθιστούσαν ασυνείδητα μέτοχο και κοινωνό των προβληματισμών των πρωταγωνιστών. Τα υπονοούμενα των λόγων των δύο ηρώων της καθημερινότητας ήταν πιο κατανοητά και τολμηρά από τα εμφανή και αυτονόητα.
Ο κειμενογράφος και ο σκηνοθέτης, όπως φυσικά και οι δύο πρωταγωνιστές ούτε μία φορά δεν διολίσθησαν στον φθηνό διδακτισμό, στην επίπεδη κατήχηση και στα κενά κηρύγματα.
Τα δίχρωμα παπούτσια του Σόλωνα καθώς και τα τρύπια μάλλινα γάντια του ήταν οι εκφράσεις μιας οξείας κριτικής στη δικτατορία των οίκων μόδας και στην τυραννία μιας αισθητικής που προβίβαζαν ως αξία ζωής το κίβδηλο “Φαίνεσθαι” μέσα από την επιβολή μιας καταθλιπτικής ομοιομορφίας.
Κάποιοι αφελείς διάλογοι των δύο λαϊκών θυμόσοφων-πρωταγωνιστών αποδομούν την ηθική ένδεια και τον κοινωνικό μιθριδατισμό της κοινωνίας που έχει εθιστεί στο άλλοθι του στρουθοκαμηλισμού (δεν είδα, δεν άκουσα, δεν κατάλαβα). Οι ελεύθεροι «αλήτες», αλλά πάντα αξιοπρεπείς και συνεπείς στον δικό τους αξιακό κώδικα, καταγαύζουν με τους αφελείς διαλόγους τους την αξία της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας κάθε ανθρώπου χωριστά.
Θα ήταν, όμως, ασυγχώρητη παράβλεψη αν δεν επισημάνουμε και το ιδεολογικό περίβλημα του διαλόγου των δύο «αποτυχημένων» της ζωής στο απόσπασμα «αυγό», όπως αυτό παρατίθεται στην αρχή, ελαφρώς διασκευασμένο για τις ανάγκες του άρθρου και του Blog.
Οι δύο ήρωές μας, άλλοτε ζητιάνοι και άλλοτε πολίτες, συγκρούονται με την βαθιά τους επιθυμία να γευτούν τα καλά του συστήματος που ωστόσο αυτή όμως συνοδεύετα και από την μοναξιά. Αιωρούνται στην επιθυμία να μπουν-ενταχθούν στο «σύστημα» και στην επιθυμία τους να μείνουν πάντα μαζί αυθεντικοί και ελεύθεροι.
Το δίλημμα είναι μεγάλο αφού οι σειρήνες της ένταξης είναι πιο ηχηρές και οι υποσχέσεις εκμαυλιστικές. Τρέμουν, όμως, τη μοναξιά και την αλλοτρίωση. Γνωρίζουν πολύ καλά καλά πως κάθε επιλογή τους έχει και το κόστος της και στη ζωή αυτή τίποτα δεν κερδίζεται και δεν κατακτιέται «ατιμωρητί».
Τελικά στο δίλημμα «Μπαίνουμε – δεν μπαίνουμε στο Αυγό-Σύστημα» κυριαρχεί το «…δεν μπαίνουμε». Μένουν ανένταχτοι και ελεύθεροι. Κι αυτό γιατί γνώριζαν πως η ένταξη θα σήμανε την ανελευθερία τους στο βαθμό που είναι γνωστό πως όσα κερδίζεις και κατέχεις με την ένταξη στο «σύστημα» σε κατέχουν», όπως τονίζει και ο Σαβατέρ:
“ Ό,τι κρατάμε πολύ γερά μάς κρατάει κι αυτό με τον τρόπο του”.
Κι αυτό ήταν που τρόμαζε τα δύο «ρεμάλια» της σειράς και επέλεξαν την «Απέξω».
« ΛΟΥΚΑΣ : Έξω!
ΣΟΛΩΝ: Καλά. Έξω. Όσο ελπίζουμε, όσο αντέχουμε, όσο μπορούμε. Έξω!».
Στα ενδιαφέροντα της σειράς «Εκείνος και Εκείνος» είναι και το γεγονός ότι αυτή η σειρά προβαλλόταν κατά τη διάρκεια της Χούντας με τα γνωστά προβλήματα της λογοκρισίας. Η σειρά αυτή αποτελούσε μία χαραμάδα ελπίδας και φωτός ή και αντίστασης στο καθεστώς της δικτατορίας.
Δεν είναι δα και λίγο δύο «Ζητιάνοι» και δύο «Ρέμπελοι» της ζωής να κάνουν αντίσταση. Σχετικά με το επεισόδιο «Αυγό» ο Μιχαλακόπουλος σε μία συνέντευξή του είχε πει:
“Εγώ έλεγα δεν θα μπω ποτέ στο «αυγό». «Χωράμε και οι δύο» έλεγε ο άλλος(Λουκάς). Το «αυγό» ήταν το σύστημα. Που να καταλάβει ο ταγματάρχης τι σημαίνει «αυγό»”.
Μέσα στην φλυαρία τους για την ανάγκη να μπουν στο σύστημα για να απολαύσουν κι αυτοί τα καλά του έλεγαν πικρές αλήθειες που και σήμερα είναι επίκαιρες και διδακτικές.
Έτσι, όμως, απροσάρμοστοι και ανένταχτοι μπορεί να μην πέτυχαν αυτό που οραματιζόταν ο Σόλων “ΣΟΛΩΝ: Σε πενήντα χρόνια μπορούμε να γίνουμε ό,τι θέλουμε!”, αλλά μάς θύμισαν μία αιώνια αλήθεια όπως τη διατύπωσε ο Έρμαν Έσσε:
«Αυτός που είναι «απροσάρμοστος» στον κόσμο βρίσκεται πάντα στο σημείο που είναι δυνατόν να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτός που έχει προσαρμοστεί δεν βρίσκει ποτέ τον εαυτό του, απλώς καταλήγει στο να γίνει υπουργός».