(απόσπασμα από το βιβλίο της Γιώτας Ιωακειμίδου “Ματωμένος Νόστος”, εκδόσεις Κυριακίδη)
Πριν την ανταλλαγή κατοικούσαν στο χωριό μας το Χαϊδαρλί, 200 οικογένειες Τούρκων οι οποίοι ήταν γεωργοί οι περισσότεροι, αλλά υπήρχαν και 20 οικογένειες ψαράδων που αλίευαν ψάρια στην λίμνη και τα πουλούσαν στα γύρω χωριά. Ζούσαν καλά έχοντας στην κατοχή τους πάνω από 200 στρέμματα χωράφια η κάθε οικογένεια.Το χωριό απλώνονταν σε μεγάλη έκταση και τα σπίτια τους βρίσκονταν 200 μέτρα μακριά το ένα από το άλλο. Μεγάλος κάμπος με φτωχά όμως χώματα και η λίμνη να συμπληρώνει τα φτωχικά τους εισοδήματα. Το Σαρι –γκιόλ έδινε τα ψάρια του, τα καλάμια με τα οποία έπλεκαν καλάθια και τα χρησιμοποιούσαν σαν πρόχειρες στέγες στα βοηθητικά κτίσματα.
Στο διπλανό χωριό τον Τζουμά κατοικούσαν επίσης Τούρκοι, αλλά αυτοί ήταν πιο πλούσιοι, υπήρχαν πολλοί μπέηδες με μεγάλα σπίτια, όμορφες χανούμισσες και πολλά παιδιά. Εδώ γινόταν από τότε το παζάρι όπου πήγαιναν και οι κάτοικοι από το Χαιδαρλί να πουλήσουν τα ψάρια που ψάρευαν από το Σαριγκιόλ, τα αυγά και ό,τι άλλο είχαν. Ο Τζουμάς ήταν ιδιοκτησία του Αλή πασά των Ιωαννίνων και εδώ εκτρέφονταν τα περίφημα άλογα του πασά τα οποία χρησιμοποιούσε στο ιππικό του.
Στο χωριό οι μέρες τους κυλούσαν ήρεμα και ειρηνικά. Στα γειτονικά χωριά κατοικούσαν Έλληνες και Τούρκοι. Ξερός τόπος, πετρώδης, αλλά τα χωράφια έδιναν τα απαραίτητα για την επιβίωση. Καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρια και λίγα καλαμπόκια. Ήταν η γης τους, η πατρίδα τους και την αγαπούσαν. Η είδηση της ανταλλαγής ήταν σκληρή και για αυτούς, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα χώματα τους και την γη που έζησαν οι πρόγονοί τους. Μετά την επίσημη υπογραφή της συνθήκης για την ανταλλαγή ξεριζώθηκαν από τον τόπο που θεωρούσαν πατρίδα χιλιάδες Τούρκοι από όλη την Μακεδονία και άλλαξαν πατρίδα.
Την μέρα της αναχώρησης μαζεύτηκαν όλοι στο τζαμί όπου τους μίλησε ο Χότζας. Έσκυβαν φιλούσαν την γη, φιλούσαν τα χώματα ,την μάνα γη που τους ανέθρεψε και
καταριόταν τους υπαίτιους της συμφοράς. Το κομβόι με τα κάρα ξεκίνησε, τα πολύχρωμα φουστάνια και οι μαντήλες των γυναικών έδιναν χρώμα στην θλιβερή αυτή πορεία. Άνθρωποι δυστυχισμένοι και αυτοί, δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από την γη τους. Αγκάλιασαν με το βλέμμα τους τρυφερά την αγαπημένη γη , καθώς τα κάρα ξεμάκρυναν προς τον Τζουμά. Δεν είχαν άλλα δάκρυα ούτε αυτοί .
Η υποδοχή στην νέα τους πατρίδα δεν ήταν καθόλου εύκολη. Βρήκαν εχθρότητα ,δυσπιστία και το επίθετο «Ελληνόσποροι» να τους ακολουθεί. Η πληγή η συναισθηματική υπάρχει και σε αυτούς, όχι μόνον σε εμάς. Τα δάκρυα της μνήμης τρέχουν ακόμα και στις δυο πλευρές, ο κόμπος στον λαιμό υπάρχει ακόμα στην τρίτη και τέταρτη γενιά την δική μας, αλλά και τη δική τους. Ήταν και για αυτούς τα «άγια χώματα τους». Οι άνθρωποι αντηλλάγησαν σαν να ήταν προϊόντα, χωρίς να τους ρωτήσουν, χωρίς να το θέλουν. Ξένοι στις νέες τους πατρίδες, οι Τουρκόσποροι και οι Ελληνόσποροι. Οι άνθρωποι είναι σαν τα δέντρα ριζώνουν, θεριεύουν, δίνουν καρπούς. Όταν το ξεριζώσεις το δέντρο ξεραίνεται, χάνεται, σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην κάρπισε ποτέ. Ένα κούτσουρο άχρηστο γίνεται μετά, ζωές σαν κούτσουρα. Μαράζωσαν και ένιωσαν πάντα ξένοι. Πατρίδα τους ήταν η γη που γεννηθήκαν.
Οι δικοί μας Τούρκοι…. Πώς έφυγαν οι Τούρκοι από το χωριό μου (Χαϊδραρλί – Κλείτος). Γιώτας Ιωακειμίδου
81