Οι εληνικές παροικίες των εμπόρων τον 17ο και 18ο αιώνα σε Ρουμανία, – Ουγγαρία – Ουκρανία και Ρωσία (ιστορία της Κοζάνης Νο38). Σταύρου Π. Καπλάνογλου
Οι εληνικές παροικίες των εμπόρων τον 17ο και 18ο αιώνα σε Ρουμανία, – Ουγγαρία – Ουκρανία και Ρωσία (ιστορία της Κοζάνης Νο38). Σταύρου Π. Καπλάνογλου Συγγραφέα – Ιστορικού ερευνητή.
Με την σημερινή δεύτερη δημοσίευση για τις παροικίες που δημιούργησαν οι Κοζανίτες και οι άλλοι Δυτικομακεδόνες έμποροι στην Κεντρική Ευρώπη και τις Βόρειες χώρες των Βαλκανίων θα κλείσουμε προσωρινά το θέμα της δραστηριοποίησης τους , τον 17ο και τον 18ο αιώνα ,κάτι που συνεχίστηκε και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα αλλά ποιο περιορισμένα.
Είναι ένα μεγάλο θέμα που χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη έραινα μια και τα επιτεύγματα εκείνων των κινήσεων βοήθησαν στην ανάδειξη των Δυτικομακεδονικών και όχι μόνον πόλεων , σε μια εποχή που βρισκόταν κάτω από τον Οθωμανική ζυγό , πίσω από αυτές τις ενέργειες βρισκόταν συγκεκριμένα ονόματα, αξιόλογων ανθρώπων που ευεργέτησαν τον τόπο και αν θελήσουμε να τα αναφέρουμε σίγουρα , κάποια ονόματα θα μας διαφύγουν και αυτό θα είναι άδικο για αυτούς που θα παραλείψουμε.
Τον 17ο και 18ο αιώνα, οι Έλληνες έμποροι δημιούργησαν ακμάζουσες παροικίες σε Ουγγαρία, Ρουμανία (Παραδουνάβιες Ηγεμονίες) και Ρωσία/ & Ουκρανία (τότε Νότια Ρωσία), κυρίως λόγω οικονομικών ευκαιριών και προνομίων από την Αψβουργική Αυτοκρατορία, γινόμενοι σπουδαίοι έμποροι κρασιού, γης, και τραπεζίτες, με κορυφαία κέντρα τη Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, ενώ στη Ρωσία δραστηριοποιούνταν στην Οδησσό και την Κριμαία, θέτοντας τις βάσεις για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό
Τον 14ο αιώνα στη περιοχή υπήρχε φρούριο Οθωμανών, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε σιγά σιγά η πόλη του Βουκουρεστίου. Το 1462 έγινε πρωτεύουσα των ηγεμόνων της Βλαχίας. Η Ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου όπου δίδαξαν δάσκαλοι του Γένους αποτέλεσε το πνευματικό φυτώριο της Βλαχίας και του υπόδουλου Ελληνισμού. Εδώ, πριν την επανάσταση του 1821 ζούσαν πολλοί Έλληνες. Πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Ρουμανίας έγινε το 1880
Ελληνικές κοινότητες τστο Βουκουρέστι βίωσαν μια περίοδο ακμής επιρροής τον 18ο αιώνα, κυρίως λόγω της εγκαθίδρυσης του φαναριώτικου καθεστώτος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία).
Οι Μακεδόνες έμποροι ήταν μέρος μιας ακμάζουσας βαλκανικής αστικής τάξης που ανέπτυξε εμπορικές οδούς που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση, διασχίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία και φτάνοντας στη Βιέννη, τη Λειψία και το Βερολίνο. Το κεφάλαιο που συσσωρευόταν από το εμπόριο επενδύθηκε σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων κτιρίων και ακινήτων σε πόλεις υποδοχής, όπως το Βουκουρέστι
Το εμπόριο περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, από υφάσματα και γαλακτοκομικά προϊόντα έως πολύτιμα μέταλλα και μικρά μεταλλουργικά αντικείμενα.Το εμπόριο περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, από υφάσματα και γαλακτοκομικά προϊόντα έως πολύτιμα μέταλλα και μικρά μεταλλουργικά αντικείμενα.
Τα εμπορικά καταστήματα συγκεντρώνονταν κυρίως στην κεντρική περιοχή της πόλης, η οποία ήταν και η καρδιά των εμπορικών δραστηριοτήτων:
Η ιστορική περιοχή του Βουκουρεστίου, ειδικά γύρω από την σημερινή περιοχή της Παλιάς Πόλης, ήταν το σημείο όπου βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα.
ΣΗΜΕΡΑ Το Βουκουρέστι είναι η πρωτεύουσα της Ρουμανίας και το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό της κέντρο. Είναι γνωστό για τα μουσεία, τους υπαίθριους χώρους. Ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα είναι το Παλάτι του Κοινοβουλίου.
Στην Τρανσυλβανία, οι Μακεδόνες έμποροι άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα από τις αρχές του 17ου αιώνα στις πόλεις Sibiu και Brasov, που αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα της περιοχής .Οι περισσότεροι έμποροι των Κομπανιών του Σιμπίου και του Μπρασόφ κατάγονταν από την Κοζάνη Ιωάννινα, τις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη, την Αδριανούπολη, την κλπ. και στα πρώτα χρόνια σύστασης των Κομπανιών έρχονταν προς την Τρανσυλβανία μόνοι τους, χωρίς τις οικογένειές τους, ενώ αργότερα, με το προνόμιο του 1777, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν και τις οικογένειές τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να τις εγκαταστήσουν στην Τρανσυλβανία.Οι έμποροι κατείχαν διάφορα καταστήματα, αν και οι τεκμηριωμένες πηγές επικεντρώνονται περισσότερο σε μεγάλης κλίμακας εμπορικές δραστηριότητες παρά σε συγκεκριμένες φυσικές τοποθεσίες. Τα εμπορικά καταστήματα βρίσκονταν κυρίως στο ιστορικό κέντρο του Σιμπίου, ειδικά γύρω από τις κεντρικές πλατείες και τις εμπορικές οδούς, όπου οι έμποροι συχνά κατείχαν σημαντική ακίνητη περιουσία.
Η Εταιρεία Ελλήνων Εμπόρων ( Κομπανία ) του Σιμπίου άλλα και του Μπρασοφ ήταν η κύρια μορφή οργάνωσης, που λειτουργούσε επίσημα από τον 17ο αιώνα (μαρτυρείται από το 1636 του Σιμπίου).
Τα μέλη της απολάμβαναν προνόμια και ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας, συνεισφέροντας σημαντικά στο ταμείο της πόλης..
Ειδικεύονταν στο διαμετακομιστικό εμπόριο και τη διάδοση προϊόντων που συνέδεαν την Ανατολή με τη Δύση.
Τα αγαθά περιλάμβαναν:
*Υφάσματα και πρώτες ύλες: Υφάσματα, δέρμα.
*Γεωργικά και τρόφιμα: Γαλακτοκομικά προϊόντα.
*Βιοτεχνία: Μικρά μεταλλουργικά είδη, χρυσά και ασημένια αντικείμενα, όπλα.
*Μπαχαρικά και άλλα εξωτικά αγαθά:
Ανατολίτικα προϊόντα που μεταφέρονταν μέσω των βαλκανικών εμπορικών δρόμων.
Το Μπρασόβ, που βρισκόταν σε ένα σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι, ήταν ένα βασικό κέντρο σε αυτές τις διαδρομές.
Εξήγαγαν γεωργικά προϊόντα, πρώτες ύλες όπως βαμβάκι, μαλλί, δέρματα, χαλιά, καπνό και βοοειδή από τα Βαλκάνια και τις Ρουμανικές Χώρες,
Εισήγαγαν εκλεκτά υφάσματα, γυάλινα σκεύη, χαρτί και είδη πολυτελείας από τη Δύση. •
Η παρουσία αυτών των κοινοτήτων ήταν απαραίτητη για την οικονομία των δυο πόλεων.
.**************************************************
* ΒΡΑΙΛΑ (Braila )
Η ελληνική εμπορική κοινότητα στη Βραΐλα ήταν πολύ δραστήρια τον 18ο αιώνα, αλλά οι ιστορικές πηγές αναφέρονται σε αυτούς τους εμπόρους ως γενικά μέλη μιας ευρύτερης ελληνικής διασποράς ( και όχι απαραίτητα οργανωμένη σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Δυτική Μακεδονία.
Ακολουθούν όσα είναι γνωστά για την εμπορική τους παρουσία στη Βραΐλα τον 18ο αιώνα: Η Βραΐλα ήταν ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο στον Δούναβη, όπου συναντιόντουσαν έμποροι διαφόρων εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων Ελλήνων, Τούρκων, Εβραίων και Ρουμάνων.
Η ελληνική κοινότητα έπαιξε σημαντικό οικονομικό ρόλο στην πόλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αν και μια εκθετική ανάπτυξη σημειώθηκε αργότερα, τον 19ο αιώνα, όταν η Βραΐλα έγινε ελεύθερο λιμάνι.
Το εμπόριο περιλάμβανε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, όπως μαλλί, βαμβάκι, ακριβό δέρμα και άλλα αγαθά, συχνά από τα Οθωμανικά κατεχόμενα Βαλκάνια.
ΣΗΜΕΡΑ η Μπραΐλα το ιστορικό λιμάνι στον ποταμό Δούναβη, το οποίο κάποτε ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι σιτηρών στη Ρουμανία. Διαθέτει μια όμορφη παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
**************************************************
ΓΑΛΑΤΣΙ
Οι Έλληνες έμποροι, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στο εμπόριο του Γαλατσίου και των Ρουμανικών Ηγεμονιών τον 18ο αιώνα .
Το Γκαλάτσι, ως σημαντικό λιμάνι του Δούναβη, ήταν βασικός προορισμός στα εκτεταμένα εμπορικά δίκτυα που συνέδεαν τα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία με την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.
Εξήγαγαν προϊόντα όπως κερί, δέρματα ζώων, μαλλί, παστό ψάρι και χαβιάρι από τις Πριγκιπάτο, και εισήγαγαν είδη πολυτελείας, υφάσματα, υαλικά, χαρτί και φαρμακευτικά προϊόντα από τη Δύση, ιδιαίτερα από τη Βενετία. •
Οι δραστηριότητές τους διευκολύνονταν από ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας και εμπορικών προνομίων (που συχνά αποκτούνταν μέσω συνθηκών όπως η Ειρήνη του Κουτσιούκ-Καϊνάργκι του 1774, η οποία επέτρεπε τη ναυσιπλοΐα υπό ρωσική σημαία). Ίδρυσαν «παροικίες» (αποικίες) εμπόρων, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών πόλεων του Δούναβη.
ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ Γαλάτσι ειναι μια μεγάλη πόλη και λιμάνι, επίσης στις όχθες του Δούναβη. Στην πόλη βρίσκεται το πρώτο μουσείο σύγχρονης Ρουμανικής τέχνης της χώρας.
**************************************************
2. ΟΥΓΓΑΡΙΑ
ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ (Budapest )
Oi , Έλληνες έμποροι ίδρυσαν σημαντικές κοινότητες στην Πέστη και τη Βούδα (τις πόλεις που προηγήθηκαν της Βουδαπέστης), οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από τη Δυτική Μακεδονία.
Αυτές οι κοινότητες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και εμπορική ζωή του Βασιλείου της Ουγγαρίας.
Η μαζική μετανάστευση Ελλήνων εμπόρων ξεκίνησε τον 17ο αιώνα, αλλά τα μεγαλύτερα κύματα έλαβαν χώρα μεταξύ 1718 και 1760-1770, κυρίως λόγω οικονομικών ευκαιριών και μετανάστευσης από την τουρκική κυριαρχία.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία προέρχονταν από τη Μακεδονία και την Ήπειρο .
Οι σημαντικότερες πόλεις προέλευσης περιλάμβαναν την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, τα Σέρβια, τη Μοσχόπολη, το Μοναστήρι και τη Νάουσα.
Οι Έλληνες ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα εδάφη των Αψβούργων.
Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο γης,
εξάγοντας αγαθά όπως μαλλί, βαμβάκι, δέρματα, καπνό και εισάγοντας δυτικά βιομηχανικά προϊόντα.
Ο πλούτος τους τους έδινε σημαντική οικονομική και πολιτική επιρροή.
Οι έμποροι αρχικά οργανώθηκαν με τη μορφή «εταιρειών» ( Κομπανίες .
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, ειδικά στην Πέστη, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός Ελληνικών οικογενειών που ήθελαν να ιδρύσουν μια αυτόνομη εκκλησιαστική κοινότητα ανεξάρτητη από τη σερβική κοινότητα.
Αρχικά, οι Έλληνες της Πέστης χρησιμοποιούσαν την Σερβική ορθόδοξη εκκλησία, αλλά στα τέλη του 18ου αιώνα έχτισαν τη δική τους εκκλησία.
Ίδρυσαν επίσης το δικό τους σχολείο το 1785, το οποίο έπαιξε ρόλο στη διατήρηση της Ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας.
Με την πάροδο του χρόνου, πολλοί Έλληνες έμποροι αφομοιώθηκαν στην ουγγρική κοινωνία, παίρνοντας την Ουγγρική υπηκοότητα και αποκτώντας ακόμη και τίτλους ευγενείας, αν και συχνά διατήρησαν την ορθόδοξη θρησκεία τους. Ο πλούτος και η επιρροή της Ελληνικής κοινότητας στη Βουδαπέστη συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πόλης.
Κοζανίτες έμποροι δραστηριοποιήθηκαν στην Βουδαπέστη, ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, λειτουργώντας ως «μεταπράτες» αγροτικών προϊόντων και βιοτεχνικών ειδών .
Έλληνες έμποροι Δυτικομακεδονικής καταγωγής ίδρυσαν σημαντικές κοινότητες σε διάφορες πόλεις της Ουγγαρίας, συμπεριλαμβανομένου του Κετσκεμέτ, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Τον 18ο αιώνα, αρκετές εκατοντάδες έμποροι Ελληνικής υπηκοότητας (κυρίως Μακεδόνες, από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ε
εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια της Μοναρχίας των Αψβούργων λόγω των οικονομικών ευκαιριών που δημιουργήθηκαν μετά τις συνθήκες ειρήνης του Κάρλοτς (1699), του Πόζαρεβατς (1718) και του Βελιγραδίου (1739).
Υπολογίζεται ότι μέχρι το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, περίπου 10.000 Έλληνες ζούσαν στην Ουγγαρία, και ήταν παρόντες σχεδόν σε κάθε πόλη, συμπεριλαμβανομένου του Κετσκεμέτ. Προέρχονταν κυρίως από τους ακόλουθους οικισμούς της Δυτικής Μακεδονίας: Κοζάνη Σιάτιστα Νάουσα Σέλιτσα Βέροια Καστοριά Βογατσικό Μοσχόπολη
Η κοινότητα του Κέτσκεμετ ήταν από τις σημαντικότερες της χώρας, μαζί με τη Βουδαπέστη, το Βατς, το Σέντεντρε και το Ράτσκεβε.
Οι δραστηριότητες και η ένταξή τους Αυτοί οι έμποροι έπαιξαν βασικό ρόλο στο χερσαίο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, λειτουργώντας ως σύνδεσμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Εξήγαγαν κυρίως Μακεδονικά προϊόντα όπως βαμβάκι, μαλλί και καπνό, και σε αντάλλαγμα εισήγαγαν δυτικοευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα (υφάσματα, υαλικά, μεταλλικά προϊόντα). Έλληνες έμποροι έρχονταν στην Ουγγαρία για εμπορικά ταξίδια, συχνά διαμένοντας στο εξωτερικό για 5-20 χρόνια προκειμένου να κάνουν περιουσία.
Η επιτυχία τους σύντομα τους οδήγησε να αφομοιωθούν στην Ουγγρική κοινωνία, να γίνουν πολιτογραφημένοι πολίτες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και ευγενείς.
Παρά ταύτα, πολλοί από αυτούς διατήρησαν την ορθόδοξη θρησκεία τους και έχτισαν ορθόδοξες εκκλησίες σε αρκετές ουγγρικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Κέτσκεμετ. .
ΣΗΜΕΡΑ το Κέτσκεμετ (Kecskemét): Βρίσκεται στη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα, γνωστή για την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών αρχιτεκτονικών στυλ και την παραγωγή της δημοφιλούς μαρμελάδας βερίκοκο
Οι ελληνικές εμπορικές κοινότητες του Μίσκολτς τον 18ο αιώνα προέρχονταν κυρίως από τις πόλεις Κοζάνη, Μοσχόπολη (Βοσκοπόγια), Σιάτιστα και άλλες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, έμποροι από τα Βαλκάνια, κυρίως από τις ορεινές περιοχές της σημερινής Ελλάδας και Αλβανίας, συχνά βλάχικης καταγωγής αλλά με ελληνική ταυτότητα (οι οποίοι συχνά αποκαλούνταν απλώς «Έλληνες» στις ουγγρικές πηγές), εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία σε σημαντικούς αριθμούς, συμπεριλαμβανομένου του Μίσκολτς.
Η πλειοψηφία των μελών της κοινότητας του Μίσκολτς προερχόταν από τη Μοσχόπολη (που βρίσκεται τώρα στην Αλβανία, ένα ακμάζον βαλκανικό εμπορικό κέντρο εκείνη την εποχή). Άλλοι προέρχονταν από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, τα Σέρβια και άλλους οικισμούς στη Δυτική Μακεδονία.
Οι έμποροι συμμετείχαν στο χερσαίο εμπόριο μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και της Οθωμ
Μέσα από τις δραστηριότητές τους, απέκτησαν σημαντικό πλούτο και έγιναν η κινητήρια δύναμη της τοπικής οικονομίας.
Οι έμποροι οργανώθηκαν και εδω σε κλειστές, τις λεγόμενες κομπανίες οι οποίες ρύθμιζαν το εμπόριο, παρείχαν πιστώσεις και βοηθούσαν τα μέλη της κοινότητας.
Η κοινότητα υποστήριζε τη συντήρηση των δικών της σχολείων και εκκλησιών. Ιδρύθηκε μια ελληνορθόδοξη εκκλησία στο Μίσκολτς.
Το Μουσείο της Ουγγρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα και είναι διάσημο για το μοναδικό του τέμπλο, χτίστηκε μεταξύ 1785 και 1806.
Στα τέλη του 18ου και 19ου αιώνα, τα μέλη της κοινότητας σταδιακά αφομοιώθηκαν στην ουγγρική κοινωνία, έγιναν Ούγγροι πολίτες και συχνά εγκατέλειψαν το επάγγελμα του εμπόρου.
ΣΗΜΕΡΑ το Μίσκολτς (Miskolc) είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουγγαρίας, γνωστή για τη βαριά βιομηχανία της και την τοποθεσία της όπου τα βουνά Μπυκκ (Bükk) σμίγουν με την πεδιάδα.
Οι Ελληνικές εμπορικές κοινότητες από τη Δυτική Μακεδονία, οι οποίες άκμασαν τον 18ο αιώνα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της λεκάνης των Καρπαθίων, και ιδιαίτερα του Τοκάι.
Οι περισσότεροι έμποροι ήρθαν στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων από διάφορες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, όπως η Κοζάνη, η Σιάστρα, η Νάουσα, η Καστοριά και η Μοσχόπολη (Βοσκοπόγια).
: Η πρώτη Ελληνική εμπορική εταιρεία (κομπανία στην Ουγγαρία ιδρύθηκε στο Τοκάι το 1667, βάσει ενός αυτοκρατορικού προνομίου που τους παρείχε εμπορικά δικαιώματα και φορολογική απαλλαγή. Αυτή η εταιρεία παρέμεινε ενεργή τον 18ο αιώνα.
Η Ελληνική κοινότητα του Τοκάι έπαιξε βασικό ρόλο στο εμπόριο του διάσημου κρασιού Ασού.
Οι κοινότητες είχαν αυστηρούς εσωτερικούς κανονισμούς και αυτοδιοίκηση, συχνά χτισμένες γύρω από μια ορθόδοξη εκκλησιαστική οργάνωση.
Μια εκκλησία χτίστηκε για την κοινότητα στο Τόκαϊ το 1790.
Παρόλο που οι κοινότητες άκμασαν και πλούτισαν, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα, ξεκίνησε η αφομοίωση, με πολλούς να εγκαταλείπουν τον τρόπο ζωής των εμπόρων, να γίνονται Μαυγιαριστές και να ενσωματώνονται στην οΟγγρική κοινωνία. • Αυτοί οι έμποροι συνέβαλαν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική ποικιλομορφία του Τόκαϊ και της περιοχής.
ΣΗΜΕΡΑ το Τοκάι (Tokaj) είναι μια μικρή πόλη αλλά παγκοσμίου φήμης, αναγνωρισμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO για την ιστορική οινοπαραγωγική της περιοχή.
Οι ελληνικές εμπορικές κοινότητες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής δομής της Οδησσού, ειδικά από την ίδρυση της πόλης στα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι Έλληνες μετανάστευσαν ενεργά στην περιοχή της Βόρειας Μαύρης Θάλασσας και αποτέλεσαν βασικό στοιχείο στην ανάπτυξη της Οδησσού ως σημαντικού εμπορικού λιμένα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Παρόλο που αρχαίοι ελληνικοί οικισμοί υπήρχαν στην περιοχή του κόλπου της Οδησσού ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., ο σχηματισμός της σύγχρονης Eλληνικής κοινότητας συνέβη στα τέλη του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη του τουρκικού φρουρίου Χατζιμπέη από rωσικά στρατεύματα το 1789 και την επίσημη ίδρυση της πόλης της Οδησσού το 1794-1795.
Η Ρωσική κυβέρνηση ενθάρρυνε ενεργά την επανεγκατάσταση, παρέχοντας προνομιακές συνθήκες για να προσελκύσει κατοίκους, ιδίως εμπόρους, στο νέο λιμάνι.
Οι Έλληνες έμποροι γρήγορα έγιναν μια ισχυρή και σταθερή οικονομική δύναμη στην Οδησσό. Διέθεταν εκτεταμένες διασυνδέσεις και εμπειρία στο θαλάσσιο εμπόριο σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Οι Ελληνικοί εμπορικοί οίκοι κυριάρχησαν στις εξαγωγές σιτηρών από τη Ρωσία μέσω του λιμανιού της Οδησσού, δημιουργώντας σημαντικό πλούτο και συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Δημιούργησαν ισχυρούς εμπορικούς οίκους που έγιναν το θεμέλιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης της πόλης.
Οι Έλληνες επένδυσαν σημαντικά στην κατασκευή της πόλης, συμπεριλαμβανομένων κατοικιών, εκκλησιών και κοινωνικών ιδρυμάτων.
Η Οδησσός έγινε ένα από τα πιο ακμάζοντα κέντρα της Ελληνικής διασποράς εκτός Ελλάδας.
Οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν σε θρησκευτικές, εκπαιδευτικές και εκδοτικές δραστηριότητες, ιδρύοντας σχολεία και πολιτιστικά κέντρα που εκπαίδευαν προσωπικό όχι μόνο για την Οδησσό αλλά και για την ίδια την Ελλάδα.
* Φιλική Εταιρεία:
Το 1814, η μυστική εταιρεία «Φιλική Εταιρεία» ιδρύθηκε στην Οδησσό από τρεις Έλληνες της διασποράς, με στόχο την προετοιμασία για την Ελληνική Επανάσταση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι, οι ελληνικές εμπορικές κοινότητες αποτέλεσαν θεμελιώδες στοιχείο στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη της Οδησσού στα τέλη του 18ου αιώνα, θέτοντας τα θεμέλια για τη μελλοντική της ευημερία ως διεθνούς εμπορικού και πολιτιστικού κέντρου.
ΣΗΜΕΡΑ Οδησσός: Χαρακτηρίζεται ως το “μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας”, είναι ένα κομψό λιμάνι με μεγάλη ελληνική ιστορική παρουσία, καθώς εκεί ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Διαθέτει αξιοθέατα όπως η Όπερα και οι σκάλες Ποτέμκιν.
.
Οι Ελληνικές εμπορικές κοινότητες στη Μαριούπολη τον 18ο αιώνα συνδέονταν στενά με την μεγάλης κλίμακας επανεγκατάσταση Ορθόδοξων Ελλήνων από την Κριμαία, που ξεκίνησε η Ρωσίδα Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ το 1778.
Αυτό το γεγονός έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της πόλης και το εμπορικό της δυναμικό.
Το 1778, περισσότεροι από 18.000 Έλληνες επανεγκαταστάθηκαν από το Χανάτο της Κριμαίας στις βόρειες ακτές της Αζοφικής Θάλασσας.
Η πόλη της Μαριούπολης ιδρύθηκε το 1779 ως κέντρο για την εγκατάσταση αυτών των κοινοτήτων, που ονομάστηκε προς τιμήν της Παναγίας (Μαρίας Μαγδαληνής).
Οι έποικοι έλαβαν διοικητική και θρησκευτική αυτονομία, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση της ταυτότητάς τους και του κοινοτικού τρόπου ζωής τους.
Οι Έλληνες από την Κριμαία και άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν ήδη σημαντική εμπειρία στο εμπόριο και τη ναυτιλία.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, τα Ελληνικά πλοία απέκτησαν το δικαίωμα να υψώνουν τη Ρωσική σημαία, γεγονός που άνοιξε την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο και τόνωσε το εμπόριο.
: Η Μαριούπολη γρήγορα έγινε ένας αναπτυσσόμενος εμπορικός κόμβος.
Οι Ελληνικές εμπορικές εταιρείες έπαιξαν βασικό ρόλο στην εξαγωγή σιτηρών από τα λιμάνια του Αζόφ και στην ανάπτυξη της τοπικής ναυτιλίας.
Αν και οι ξένοι έμποροι, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, κυριάρχησαν στο εξωτερικό εμπόριο τον 19ο αιώνα λόγω έλλειψης κεφαλαίων μεταξύ των τοπικών εμπόρων, ο Ελληνικός πληθυσμός ήταν αυτός που αποτέλεσε τον πυρήνα της νέας πόλης στα τέλη του 18ου αιώνα.
Έτσι, οι Ελληνικές κοινότητες όχι μόνο εμφανίστηκαν στη Μαριούπολη, αλλά ίδρυσαν την πόλη και έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξή της σε ένα σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο στα νότια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
ΣΗΜΕΡΑ Η Μαριούπολη είναι ένα στρατηγικής σημασίας λιμάνι στη νοτιοανατολική Ουκρανία, με έντονο ελληνικό στοιχείο στον πληθυσμό.
Οι Ελληνικές εμπορικές κοινότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Χερσώνας τον 18ο αιώνα, ειδικά μετά την ίδρυση της πόλης από τη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1778.
Το κύμα Ελληνικής μετανάστευσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνδέθηκε στενά με γεωπολιτικές διαδικασίες, ιδιαίτερα με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 και την Πρώτη Αρχιπελάγους Εκστρατεία του ρωσικού στόλου.
Πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν στην περιοχή της Βόρειας Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης της Χερσώνας, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συχνά με τη βοήθεια των Ρωσικών αρχών, οι οποίες ενδιαφέρονταν να εγκατασταθούν και να αναπτύξουν τα νεοαποκτηθέντα εδάφη.
: Οι Έλληνες αποτελούσαν σημαντικό μέρος των πρώτων πολιτών αποίκων στη Χερσώνα.
Είναι σημαντικό ότι μέχρι το 1788, δεν υπήρχε Ρωσική ορθόδοξη εκκλησία στα αστικά προάστια της πόλης και οι λειτουργίες τελούνταν μόνο σε Ελληνική εκκλησία. • Οι Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο Ρωσικό εξωτερικό εμπόριο τον 18ο αιώνα, ειδικά μέσω των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας.
Η Χερσώνα, ως η πρώτη βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας και ένα σημαντικό λιμάνι, έγινε ένα σημαντικό κέντρο της εμπορικής τους δραστηριότητας.
Οι Ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα αγαθών.
Το λεγόμενο ελληνικό προάστιο αναπτύχθηκε μέσα στην πόλη, μαρτυρώντας τη συμπαγή εγκατάσταση και την επιρροή της κοινότητας.
Συνολικά, οι Ελληνικές εμπορικές κοινότητες συνέβαλαν σημαντικά στην ίδρυση και ανάπτυξη της Χερσώνας ως σημαντικής εμπορικής και λιμενικής πόλης στη Μαύρη Θάλασσα στα τέλη του 18ου αιώνα.
ΣΗΜΕΡΑ η Χερσώνα είναι μια σημαντική πόλη-λιμάνι της Ουκρανίας,
Οι Ελληνικές εμπορικές κοινότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 18ο αιώνα, και η Μόσχα δεν αποτελούσε εξαίρεση, αν και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής εξωτερικής εμπορικής δραστηριότητας λάμβανε χώρα σε πόλεις-λιμάνια.
Έλληνες και Ιταλοί έμποροι, , ήταν παρόντες στη Μόσχα από τον 15ο αιώνα, εγκαθίστανται και ασχολούνται όχι μόνο με το εμπόριο αλλά και με τις χειροτεχνίες. Έλληνες έμποροι συνέχισαν τις δραστηριότητές τους στη Μόσχα τον 18ο αιώνα. Συμμετείχαν ενεργά τόσο στο εγχώριο όσο και στο εξωτερικό εμπόριο στη Ρωσία.
Οι κύριες εξαγωγές τους ήταν αγαθά που παραδοσιακά συνδέονταν με την Ελλάδα και τη Μεσόγειο: ελαιόλαδο, κρασί, υφάσματα και ορισμένες πρώτες ύλες.
Οι Έλληνες έμποροι ενσωματώθηκαν με επιτυχία στο Ρωσικό εμπορικό σύστημα και ορισμένοι έγιναν εξέχουσες προσωπικότητες στους επιχειρηματικούς κύκλους.: Αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την ύπαρξη μεγάλων, επίσημα οργανωμένων «ελληνικών οικισμών» στη Μόσχα του 18ου αιώνα, όπως και σε παλαιότερες περιόδους, οι Έλληνες ζούσαν και εργάζονταν στην πρωτεύουσα, σχηματίζοντας τις δικές τους κοινότητες που διατηρούσαν πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς. Συνολικά, οι ελληνικές εμπορικές κοινότητες στη Μόσχα του 18ου αιώνα αντιπροσώπευαν μια ενεργή και ισχυρή μειονότητα που συνέβαλε σημαντικά στην εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης και ολόκληρης της αυτοκρατορίας.
ΣΗΜΕΡΑ η Μόσχα εξακολουθεί και είναι πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας, που αποτελεί το πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της χώρας. Φημίζεται για ιστορικά αξιοθέατα όπως το Κρεμλίνο και την Κόκκινη Πλατεία, τα οποία αποτελούν Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. ΑποδοχήΔιαβάστε περισσότερα