Καιρό τώρα, ήθελα να γράψω κάτι για τις γυναίκες της γενιάς της μητέρας μου. Έχω πολλές εικόνες από τούτες τις γυναίκες. Κι όσο κι αν η καθεμια τους είναι ξεχωριστή κι ιδιαίτερη, κι όσο τις παρατηρούσα, άκουγα τις κουβέντες τους κι έβλεπα την πορεία κάποιων εξ αυτών μέσα στο χρόνο, διέκρινα κάποια χαρακτηριστικά κοινά. Δεν μιλώ, λοιπόν για τη δική μου μητέρα τόσο, όσο για αρκετές από αυτές τις γυναίκες που ήταν στη γειτονιά, στο σχολείο, στο μπακάλικο κι όπου με έβγαζε ο μικρός μου περίπατος όταν ήμουν παιδί κι όταν τις συναντούσα μέσα στα χρόνια ή μετά από χρόνια.
Τα έβαλα σε λέξεις και γεννήθηκε το ακόλουθο ποίημα.
Η μάνα μου κι η μάνα σου.
Δεν μας ζήτησαν τίποτα ποτέ.
Η μάνα μου κι η μάνα σου γεννήθηκαν με χέρια αφρατα και πόδια μεταξένια.
Τις βλέπεις τώρα;
Τα χέρια,
με ρόζους,
τα πόδια
με κάλους
και μέση
που θρίβεται στο φύσημα του νοτιά.
Πρόσφεραν τα πρόσφορα. Ψωμιά ζυμωμενα και κάλτσες στο συρτάρι.
Στο γονιό, στα αδέρφια, στον άντρα, στα παιδιά, στα πεθερικά,στα εγγόνια.
Μέρα χωρίς καφέ, βράδυ δίχως λέξη.
Ομοιόμορφες μάνες,
Μόνες Λίζες
χωρίς “βρείτε τις διαφορές”.
Η μάνα μου κι η μάνα σου δεν αρρώστησαν ποτέ.
Μόνο τα μάτια τους γυάλιζαν στον πυρετό καθώς μας έλεγαν “Έφαγες, πόνεσες, διάβασες, γιατί κλαις;”
Στραγγίζαν την πέτσα στο γάλα και τα δάκρυα μας.
Για τα δικά τους ούτε λόγος.
Η μάνα μου κι η μάνα σου, κυματοθραυστες
και κουβέρτες Νάουσα βελουρ. Ρυτιδιασμενες θάλασσες, αγκαλιές χωρίς να τις αγκαλιάζουν.
Γυναίκες γίγαντες, ουρλιαχτά που δεν ακούσαμε ποτέ. Όλα στο σιγαστήρα. Γυναίκες.
Οι γυναίκες της γενιάς της μητέρας μου. Σοφίας Ντέμου
133
προηγουμενο